Η κίτρινη φανέλα, το πιο έντονο σύμβολο πατριωτισμού στην Βραζιλία, έχει πλέον εγγραφεί στην συλλογική μνήμη του πρόσφατου παρελθόντος ως εμφάνιση των “Coxinhas”, των διαδηλωτών ενάντια στη Ρούσεφ και της σκληροπυρηνικής εγχώριας Δεξιάς.
Από την περασμένη Κυριακή, οι κάτοικοι της μητροπόλεων της Βραζιλίας είδαν τανκς να κατεβαίνουν στους δρόμους. Αν ο συμβολισμός έχει κάποια σημασία, τότε, από την πρώτη Ιανουαρίου, η χώρα ετοιμάζεται να βιώσει μια νέα εμπειρία μετά από τρεις και πλέον δεκαετίες: τη νοσταλγία της δικτατορίας ’64 – ’85 και μάλιστα, ως επίσημη κυβερνητική πολιτική.
Προφανώς, αυτή δεν θα περιορίζεται στον ιστορικό αναθεωρητισμό που έχει διατρανώσει ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος και πρώην λοχαγός του βραζιλιάνικού στρατού Ζαΐρ Μπολσονάρο, αλλά θα επεκτείνεται σε όλα εκείνα τα πεδία που χαρακτηρίζουν τις παραδοσιακές λατινοαμερικάνικες δικτατορίες. Αυτό δεν σημαίνει ότι την κυβέρνηση της χώρας αναλαμβάνει η στρατιωτική ηγεσία – παρά τον κραυγαλέο συμβολισμό που έχει η προεδρία ενός πρώην αξιωματικού της βραζιλιάνικης χούντας.
Ακόμα περισσότερο προβληματίζει το ότι η Βραζιλία φαίνεται να ετοιμάζεται να ενσωματώσει όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν διαχρονικά τις δικτατορίες στις περιφερειακές χώρες σε πλανητικό επίπεδο: βαθιά συντηρητική στροφή, αντιδραστική αναδιάταξη του εσωτερικού συσχετισμού, άτεγκτος νεοφιλελευθερισμός και δεδηλωμένη προσκόλληση στα οικονομικά κέντρα του κόσμου.
Ο ίδιος δε ο Μπολσονάρο είναι ως φιγούρα suigeneris και βασικά, δεν μοιάζει με τίποτα που έχουμε στο μυαλό μας ως τώρα ως «ακροδεξιό» ή «υπερσυντηρητικό». Δεν είναι καρικατούρα όπως ο Τραμπ και ο Καρατζαφέρης. Δεν δοκιμάζει τις αντοχές της υπομονής (ή του τυμπάνου) του ακροατή του, όπως ο Άδωνις Γεωργιάδης. Δεν έχει το τραχύ, τραμπούκικο ύφος των χρυσαυγιτών. Είναι πραγματικός πολιτικός, έχει επιθετικό, απότομο και προσωπικό, αλλά δομημένο και λαϊκό λόγο, θυμίζοντας την Μαρίν Λεπέν ή τον Μάκη Βορίδη – αν αφαιρούσαμε το «δικονομίστικο» ύφος του αστού δικηγόρου που τον χαρακτηρίζει.
Είναι φασίστας ο Μπολσονάρο; Αναμφίβολα. Τώρα αν είναι «πρωτο-φασίστας» ή «φασίστας υπό εκκόλαψη», κρίνεται πάνω στο ιστορικό συνεχές και είναι επί της αρχής αδιάφορο. Μέσα στο ύφος του κρύβονται όλα τα αντιεπιστημονικά, μισαλλόδοξα, αντικομμουνιστικά, μικροαστικά και ρατσιστικά επιχειρήματα που συναντάμε στα σύγχρονα μορφώματα – και συναντά ρητά και ο πρώην ηγέτης της Κου Κλουξ Κλαν Ντέιβιντ Λουκ. Το ζήτημα, ωστόσο, είναι ότι δεν υπάρχει κάτι το κωμικό ή θεατρινίστικο ή περιθωριακό πάνω του ούτε κάτι το οποίο να σε αποστρέφει, μέχρι να ανοίξει το καπάκι του ρατσιστικού οχετού που ονομάζεται «στόμα του». Πρόβλημα.
Η πολιτική του Μπολσονάρο
Φυσικά, ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η πολιτική του Μπολσονάρο, ο οποίος θέλει να «τα βάλει με όλους και με όλα». Εντάξει, όχι όλους και όχι όλα. Συγκεκριμένα:
- Με την Αριστερά συνολικά. Είχε απειλήσει να «τουφεκίσει αριστερούς», είχε διατρανώσει πως «δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να φλερτάρουμε με τον σοσιαλισμό, τον κομμουνισμό, τον λαϊκισμό και τον αριστερό εξτρεμισμό», εννοώντας την κεντρώα Ντίλμα Ρούσεφ.
- Με την Βενεζουέλα. Ουκ ολίγες φορές η Βενεζουέλα είχε χρησιμοποιηθεί ως παράδειγμα «σοσιαλιστικού χάους» προς αποφυγή. H βενεζουελάνικη αντιπολίτευση, μάλλον η πιο «λιμασμένη» δεξιά παράταξη στον πλανήτη, έσπευσε να συγχαρεί την εκλογή του Μπολσονάρο, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Μαρία Κορίνα Ματσάδο που τόνισε «Στη Βενεζουέλα γνωρίζουμε ότι σήμερα, περισσότερο από ποτέ, έχουμε τη Βραζιλία στο πλευρό μας στη μάχη που δίνουμε για δημοκρατία και ελευθερία». Θα εκπλησσόταν η Ματσάδο αν μάθαινε πόσο γραμμένη στα παλιά του τα παπούτσια την έχει τη δημοκρατία ο Μπολσονάρο, αλλά μάλλον διαβάζει από το ίδιο λεξικό που έχει και ο Βραζιλιάνος πρόεδρος. Ευτυχώς που υπάρχουν και τέτοιοι κρίκοι στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα που μεταφράζουν πως εννοεί τη δημοκρατία στις χώρες που θεωρεί «πίσω αυλή» της η φιλικά προσκείμενη ΗΠΑ, «Χώρα των Γενναίων και των Ελεύθερων».
- Με όσους θυμούνται τη βραζιλιάνικη χούντα ως μια «μαύρη ανάμνηση». Για τον Μπολσονάρο, με τη χούντα, η Βραζιλία γνώρισε μια «ένδοξη εικοσαετία τάξης και προόδου» και το μόνο λάθος της ήταν πως «μόνο βασάνισε, αντί να σκοτώσει». Ταυτόχρονα, έχει δηλώσει μέγας θαυμαστής του Περουβιανού Φουτζιμόρι («πρότυπο στρατιωτικής παρέμβασης απέναντι στη δικαστική και νομοθετική εξουσία»), του Χιλιανού Πινοσέτ («έπρεπε να είχε σκοτώσει παραπάνω από μόνο τρεις χιλιάδες») και του Βραζιλιάνου βασανιστή Μπριλιάντε Ούστρα, στον οποίον αφιέρωσε τις προσπάθειες του για καρατόμηση της Ντίλμα Ρούσεφ. Φυσικά, ο ίδιος παλαιότερα είχε δηλώσει πως θα δώσει αγώνα για να κλείσει το Κονγκρέσο και να εγκαταστήσει στρατιωτική δικτατορία.
- Με τους υπέρμαχους των δικαιωμάτων φύλου και τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα. Εδώ κι αν έχει δώσει ρεσιτάλ μισαλλοδοξίας ο Μπολσονάρο. Τι ότι δεν θα μπορούσε να αγαπήσει τον γιο του αν ήταν γκέι και θα προτιμούσε να πεθάνει σε ατύχημα. Τι ότι παιδιά με γκέι γονείς πέφτουν θύματα παιδοφιλίας και οι γκέι δολοφονούνται συνήθως από τους προαγωγούς τους σε ώρες που οι φιλήσυχοι πολίτες κοιμούνται. Τι ότι θα έδερνε ένα ζευγάρι ανδρών που θα φιλιόταν στο δρόμο ή ένα παιδί που ανέπτυσσε σχετικές… τάσεις. Τι ότι αυξήθηκαν οι γκέι, εξαιτίας των φιλελεύθερων ηθών, των ναρκωτικών και των πολλών ωρών που εργάζονται οι γυναίκες. Και μια και το αναφέραμε…
- … Προφανώς, με τις γυναίκες. Όταν γεννήθηκε η κόρη του (πρώτο κορίτσι από πέντε παιδιά), ο Μπολσονάρο, το απέδωσε σε… «στιγμή αδυναμίας». Όταν σε στην κοινοβουλευτική διαδικασία, του επιτέθηκε η πρώην υπουργός Παιδείας Μαρία ντο Ροζάριο, ο Μπολσονάρο της απάντησε «είναι άσχημη, άρα όχι άξια βιασμού». Όταν, τέλος, ρωτήθηκε για τη θέση των γυναικών στην εργασία, απάντησε πως δεν πρέπει να αμείβονται όπως οι άνδρες, αφού μένουν έγκυοι και πρέπει να καταργηθεί η άδεια μητρότητας ως αντι-παραγωγική.
- Με όσους μάχονται τον νεοφιλελευθερισμό και τον ιμπεριαλισμό. Ιδιωτικοποιήσεις κρατικών επιχειρήσεων, ελεύθερη αγορά, αγροτικά μονοπώλια, ενίσχυση της οικονομικής εξάρτησης από τις ΗΠΑ και άλλα πολλά. Στο πεδίο των διεθνών σχέσεων, ο Μπολσονάρο είναι ενθουσιώδης για την ενίσχυση των σχέσεων του με δημοκρατίες (εντός ή εκτός εισαγωγικών) όπως Ισραήλ, Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Ταϊβάν και Ιταλία. Και φυσικά, είναι όχι μόνο ο πιο πρόθυμος φίλος του Ντόναλντ Τραμπ, αλλά και ο πιο φιλο-αμερικάνος Πρόεδρος μετά τη δικτατορία – ενδεικτικά πέρυσι, τέτοια εποχή, σε μια επίσκεψη στο Μαϊάμι, χαιρέτησε στρατιωτικά τη σημαία των ΗΠΑ, φωνάζοντας μπροστά στο παραληρούν κοινό «USA, USA, USA».
- Με τα ανθρώπινα δικαιώματα και τους κοινωνικά αποκλεισμένους. Η ατζέντα του Μπολσονάρο υπερασπίζεται τον «φιλήσυχο», λευκό Βραζιλιάνο. Κατά τα άλλα, οι μετανάστες από Αϊτή, Μέση Ανατολή και Αφρική είναι «σκουπίδια της ανθρωπότητας» και οι μαύροι κάτοικοι στις φαβέλες «δεν κάνουν τίποτα, μάλλον δεν είναι ικανοί ούτε να αναπαραχθούν πλέον». Για τους αδύναμους της Βραζιλίας, ο Μπολσονάρο προτείνει επαναφορά της θανατικής ποινής και των βασανιστηρίων ως νόμιμη πρακτική, στείρωση των φτωχών επειδή «είναι αμόρφωτοι και, σε αντίθεση με τα μεσαία και μεγάλα αστικά στρώματα, δεν μπορούν να σταματήσουν να γεννούν φτωχούς ανθρώπους» και υποστήριξη της οπλοκατοχής, ειδικά στις αγροτικές περιοχές.
- Με το κοσμικό κράτος. «Ο Θεός πάνω από όλα. Δεν υπάρχει κοσμικό κράτος. Το κράτος είναι χριστιανικό και η μειοψηφία πρέπει να αλλάξει, αν μπορεί». Ζαΐρ Μπολσονάρο, 2017.
Ωστόσο, αν για οποιονδήποτε λόγο, αυτή η παράθεση πηγών και αναφορών σας κουράσει, μπορείτε απλώς να πατήσετε στο παρακάτω βίντεο και να δείτε ολόκληρη τη ρητορική μίσους του Μπολσονάρο σε έξι λεπτά:
Ποιοι υποστηρίζουν τον Μπολσονάρο
Καθόλου απρόσμενα, την ανθολογία μίσους και αίσχους του Μπολσονάρο στηρίζουν συγκεκριμένα συμφέροντα και κύκλοι εντός και εκτός της Βραζιλίας. Παραθέτουμε μερικά παραδείγματα.
Πρώτα και κύρια, οι «μεγάλοι» του επενδυτικού κεφαλαίου, με προεξέχοντες τις καναδικές εταιρείες εξόρυξης και των βραζιλιάνικων ενεργειακών λόμπι. Για να σκεφτείτε το μέγεθος της επικείμενης περιβαλλοντικής – αλλά και κοινωνικής, αν λάβουμε υπόψιν τους αυτόχθονες κατοίκους – καταστροφής, πάρτε για παράδειγμα την καναδική «Ελντοράντο» – μόνο που αυτή τη φορά δεν θα μιλάμε για τις Σκουριές, αλλά για το βροχοδάσος του Αμαζονίου, τον μεγαλύτερο πνεύμονα της Γης. Την ίδια ώρα που αμερικανικά thinktanksκαι καναδικά επενδυτικά funds τρίβουν τα χέρια τους και έχουν ήδη επενδύσει δεκάδες δις στη Βραζιλία, το μόνο που χρειάζεται από την κυβέρνηση Μπολσονάρο είναι να κάνει αυτό για το οποίο δεσμεύτηκε: να άρει τους περιορισμούς στην εκμετάλλευση του περιβάλλοντος για εξορύξεις και κατασκευή υδροηλεκτρικών και πυρηνικών σταθμών.
Σε συνέχεια, τα μεγάλα συμφέροντα στη γεωργία. Η Βραζιλία είναι παγκόσμια δύναμη στην αγροτική παραγωγή (23,5% του ΑΕΠ της), από τη ζάχαρη μέχρι τον καφέ και πρόσφατα υπέγραψε μνημόνιο συνεργασίας με την Κίνα για την εξαγωγή σόγιας και καλαμποκιού. Προφανώς, κάτι τέτοιο απαιτεί νέους τρόπους υπερεκμετάλλευσης της βραζιλιάνικης γης, ακόμα και σε ζώνες που μέχρι τώρα απαγορευόταν. Το FPA, το μεγαλύτερο γεωργικό λόμπι, που περιλαμβάνει πάνω από το ένα τρίτο των μελών της Εθνικής Αντιπροσωπείας, λίγες εβδομάδες πριν από τις εκλογές, έδωσε επίσημη στήριξη στον Μπολσονάρο, κρατώντας αποστάσεις από «διεφθαρμένους πολιτικούς» και προσδοκώντας χαλάρωση των φόρων, των διαδικασιών αδειοδότησης, των εργασιακών δικαιωμάτων αλλά και της χρήσης εντομοκτόνων, δίνοντας υπερ-εξουσίες στο υπουργείο Γεωργίας έναντι των υπουργείων Υγείας ή Περιβάλλοντος. Αν όλα αυτά συνδυαστούν με την ανάγκη για οπλοκατοχή των γαιοκτημόνων που έχει ουκ ολίγες φορές τονίσει ο Μπολσονάρο, τότε η εικόνα στις φάρμες της Βραζιλίας θα θυμίζει φυτείες, με επιστάτες που θα οπλοφορούν για να πειθαρχούν εργάτες – σκλάβους.
Επίσης, οπλοβιομηχανίες και γενικότερα, τα επιχειρηματικά συμφέροντα που προσδοκούν να επωφεληθούν από το αυταρχικό δόγμα της «τάξης και ασφάλειας» του νέου Προέδρου. Χαρακτηριστική περίπτωση, η δήλωση του Λέο Φρακάο, επιχειρηματία από το Πόρτο Αλέγκρε, που χρηματοδότησε την αγορά εξοπλισμού για τη στρατιωτική αστυνομία, δήλωσε πως «δεν χρειάζεται να είσαι θαυματοποιός για να χτίσεις μια τεράστια οικονομία, απλώς την κυβέρνηση να κάνει στην άκρη».
Τέλος, η χριστιανική Δεξιά. Μπορεί ο Μπολσονάρο να είναι καθολικός, αλλά η σκληρή, στα όρια του φονταμενταλισμού, συντηρητική ατζέντα του υπολογίζεται πως οδήγησε πάνω από το 60% των ευαγγελιστών (η Ευαγγελική Εκκλησία αποτελεί το 29% του πληθυσμού) να τον ψηφίσει πάνω σε διακηρύξεις για απαγόρευση των εκτρώσεων και τερματισμό της αντι-ομοφοβικής καμπάνιας στα σχολεία.
Ποιοι ψηφίζουν τον Μπολσονάρο
Η εκλογική απεύθυνση του νεοεκλεγέντα ακροδεξιού αναφέρεται σε προβλέψιμα στοιχεία, αλλά και λιγότερο προβλέψιμα. Αναμενόμενα, η πλειονότητα των ψηφοφόρων του Μπολσονάρο είναι συνήθως λευκοί, άνδρες, προερχόμενοι από την μικρομεσαία διαστρωμάτωση και πάνω, γενικά πτυχιούχοι και χριστιανοί, με ναυαρχίδα όσους μοιάζουν να διακατέχονται μόνιμα από το φόβο της «εξέγερσης των πληβείων» στις φαβέλες.
Απρόσμενα, ωστόσο, παρότι η απήχηση του Μπολσονάρο ήταν εύλογα πολύ χαμηλή ανάμεσα στις γυναίκες (18%), μερικούς μήνες πριν από τις εκλογές ανέβηκε και πολύ σημαντικά. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε η επίθεση με μαχαίρι εναντίον του την πρώτη εβδομάδα του Σεπτέμβρη, που τόνωσε τη δημοφιλία του (θυμίζοντας κάτι ανάμεσα στην απόπειρα επίθεσης στον Τραμπ στην προεκλογική καμπάνια του και τη δολοφονία με μαχαίρι της Αγγλίδας βουλευτή Τζο Κοξ πριν το αγγλικό δημοψήφισμα το 2016). Όμως, η ειρωνεία ήταν ότι η μεγαλύτερη άνοδος σημειώθηκε στις ημέρες μετά την μαζική καμπάνια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης #EleNão («Όχι αυτόν»), όπου η απήχηση του Μπολσονάρο ανέβηκε στο 27%, την ώρα που η αρνητική γνώμη διπλασιάστηκε για τον αντίπαλο του Φερνάντο Χαντάντ, με γυναικείες φωνές στην βραζιλιάνικη συντήρηση να αναφέρουν τον φεμινισμό, ούτε λίγο ούτε πολύ, ως αντίστροφο σεξισμό! Εν τέλει, μια εβδομάδα πριν τις εκλογές, το σκορ ήταν 43 – 39 υπέρ του Μπολσονάρο σε σφυγμομετρήσεις ανάμεσα σε γυναίκες…
Φυσικά, η απήχηση του Μπολσονάρο στους ιθαγενείς, στους μαύρους και στα στρώματα με το χαμηλότερο εισοδηματικό (οικογενειακό εισόδημα ίσο με μέχρι δύο κατώτατους μισθούς) και μορφωτικό επίπεδο ήταν αβυσσαλέα, αναδεικνύοντας και το κοινωνικοταξικό χάσμα που υπάρχει αυτή τη στιγμή στη χώρα και τις αντιθέσεις που θα οξύνει η αυταρχική πολιτική της νέας κυβέρνησης. Πως όμως μειώθηκε τόσο πολύ το κοινωνικό βεληνεκές αυτών των τμημάτων της κοινωνίας που στήριξαν το Εργατικό Κόμμα και κατά σειρά τους Λούλα – Ρούσεφ από το 2003;
Η πολιτική κρίση που ξέσπασε τα τελευταία χρόνια, με το σκάνδαλο ξεπλύματος χρήματος και διαφθοράς που οδήγησε το παλαιότερα λαοφιλή Λούλα στη φυλακή για 12 χρόνια και την Ντίλμα Ρούσεφ σε αποπομπή από τα καθήκοντα της, γέννησε δύο ταυτόχρονα φαινόμενα στην βραζιλιάνικη κοινωνία.
Το πρώτο είναι η επιστροφή του συντηρητισμού, ο οποίος βιώνει τις μεγαλύτερες δόξες του από το 1985, σε μια κοινωνία με παραδοσιακό πατριαρχικό πρόσημο, έτσι κι αλλιώς. Η ανάπτυξη στις αρχές του 21ου αιώνα, η οποία οικοδόμησε ένα πρωτοφανές, για τα δεδομένα της χώρας, δίχτυ κοινωνικής προστασίας και κύριους πυλώνες την εργασία και την εκπαίδευση, έδωσε τη θέση της σε μια βαθιά ύφεση στις αρχές της δεκαετίας που διανύουμε. Παρότι ο Λούλα παραμένει δημοφιλής (σε δημοσκόπηση στα τέλη του καλοκαιριού και προτού του απαγορεύσει το ανώτατο δικαστήριο να κατέβει στις εκλογές εν μέσω φυλάκισης του, ήταν πρώτος με διαφορά ανάμεσα στους υποψήφιους με 39%, την ώρα που ο Χαντάντ είχε 4%), οι κοινωνικές διεργασίες που ανέδειξαν τις προηγούμενες μετριοπαθείς φιλολαϊκές κυβερνήσεις έχουν επιβραδυνθεί εδώ και μια δεκαετία περίπου. Το 2017 ήταν δραματική χρονιά – ρεκόρ στη Βραζιλία, με 63.880 δολοφονίες, ενώ σε αγροτικές περιοχές οι δολοφονίες αυξήθηκαν 44% και οι ληστείες 60% την τελευταία πενταετία. Ταυτόχρονα, η ανεργία αυξήθηκε στο 13%, ρεκόρ της τελευταίας εικοσαετίας. Μέσα σε ένα ιδιαίτερα ρευστό πολιτικό περιβάλλον, η πολιτική κρίση έγινε κοινωνική και εν τέλει αξιακή. Και ο Μπολσονάρο δεν έκανε τίποτα άλλο από το να αντιγράψει την επιτυχημένη συνταγή του Τραμπ: σε μια χώρα που κλονίστηκε από τη διαφθορά και την εγκληματικότητα, απάντησε με μια καμπάνια που διαφημίστηκε ως «φρέσκια» (παρότι ο Μπολσονάρο είναι βουλευτής εδώ και 27 χρόνια!), ανεξάρτητη από τρίτες χρηματοδοτήσεις, με την επιστροφή στις χριστιανικές συντηρητικές αξίες και με την δραστική αύξηση της κρατικής καταστολής.
Το δεύτερο ήταν η πυροδότηση ενός κοινωνικού ριζοσπαστισμού, με ισχυρό νεολαιίστικο πρόσημο, που όμως θύμιζε λιγότερο Έλληνες «Αγανακτισμένους» και περισσότερο ουκρανικό «Μαϊντάν». Το MBL («Κίνημα Ελεύθερη Βραζιλία»), ισχυρά καθοδηγούμενο από την βραζιλιάνικη Δεξιά έπαιξε ισχυρό ρόλο στην πτώση της Ρούσεφ, αλλά και σε μία ισχυρή αντι-αριστερή προπαγάνδα, που ξεκινούσε από τα υπαρκτά σκάνδαλα των προηγούμενων κυβερνήσεων, αλλά ήταν σαφές πως ξεδιπλωνόταν σε μια στρατηγική εξολόθρευση με ιδεολογικά και ταξικά χαρακτηριστικά. Το αν οι συντονιστές του MBLεπιχειρούν κουτοπόνηρα να συνδέσουν το BrExit, την εκλογή Τραμπ και τους ίδιους σε ένα ενιαίο συνεχές είναι άσχετο – το βασικό είναι πως για άλλη μια φορά τα τελευταία χρόνια, η Δεξιά απάντησε σε μια πολιτικοινωνική κρίση, χρησιμοποιώντας πιο αποτελεσματικά το χαρτί των “anti-establishment politics”. Η δε συντονισμένη παρέμβαση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και με μαζικές συγκεντρώσεις χαρακτηριζόταν από μια βασική εικόνα: πλήθος ντυμένο με κίτρινες φανέλες – κάτι που μας φέρνει στο τελευταίο μας ζήτημα.
Η κίτρινη φανέλα
Αν έστω συνοπτικά προσεγγίσαμε ποιοι στήριξαν τον Μπολσονάρο βάσει ταξικού/οικονομικού συμφέροντος, ιδεολογικής/αξιακής εγγύτητας ή διάχυτης απογοήτευσης, πικρή γεύση άφησε στο στόμα η στήριξη που παρείχαν με ενθουσιασμό «θρύλοι» του ποδοσφαίρου και του αθλητισμού, με πιο γνωστούς τους Ριβάλντο, Ροναλντίνιο, Καφού, Εντμούντο, Τζιοβάνι, Ντέκο, Ταφαρέλ, τον αφοσιωμένο Ευαγγελιστή Κακά, αλλά και σύγχρονους αστέρες όπως οι Φελίπε Μέλο (Παλμέιρας), Λούκας Μούρα (Τότεναμ) και Τιάγκο Σίλβα (Παρί Σεν Ζερμέν) – άλλοτε ποζάροντας με τον ίδιο τον Πρόεδρο ή με το #17, τον αύξοντα αριθμό της υποψηφιότητας του. Αξίζει να σημειωθεί πως από τους δύο πρώτους κράτησε αποστάσεις η πρώην ομάδα τους Μπαρτσελόνα, μετά την δημόσια τοποθέτηση τους.
Παράλληλα, αθλητές όπως οι Νειμάρ (Παρί Σεν Ζερμέν), Άλισον (Λίβερπουλ) και Γκαμπριέλ Ζεσούς (Μάντσεστερ Σίτι) έχουν «χαρτογραφηθεί» ως ψηφοφόροι του ακροδεξιού, με τον πρώτο, όμως, παρότι είχε στηρίξει τον αντίπαλο της Ρούσεφ Αέσιο Νέβες, αυτή τη φορά να στρεψοδικεί, λέγοντας «Ελπίζω ο Θεός να μπορέσει να τον χρησιμοποιήσει για να βοηθήσει τη χώρα μας». Αντιστρόφως, ο Ντάνι Άλβες (Παρί Σεν Ζερμέν) φάνηκε να μην στηρίζει τον Μπολσονάρο, ζητώντας να σεβαστεί τους ανθρώπους «ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού, τάξης ή οτιδήποτε» και ο Ελίας (Ατλέτικο Μινέιρο) δήλωσε πως «δεν θα τον ψήφίσω, αλλά πρέπει να είμαστε ανεκτικοί με όσους θα το κάνουν».
Τέλος, απέναντι στον Μπολσονάρο βρέθηκαν ρητά και κατηγορηματικά,
– ο παλαίμαχος Ζουνίνιο Περναμπουκάνο, ο οποίος αντιτάχθηκε πολύ νωρίς στον Μπολσονάρο, στοχεύοντας, ωστόσο, περισσότερο στους συναδέλφους του. Σε μια εξαιρετική πρόσφατη συνέντευξη του στην βραζιλιάνικη έκδοση της «Ελ Παΐς» δήλωσε: «Ερχόμαστε από χαμηλά, μεγαλώσαμε ανάμεσα στο λαό. Πως να το ξεχάσεις; Πως να είσαι με το μέρος του; […] Η καριέρα του αθλητή είναι σύντομη. Το ποδόσφαιρο απαιτεί τόση αφοσίωση που καταλήγεις να αλλοτριώνεσαι. Καταλαβαίνω τον ενεργό αθλητή που προτιμά να μην τοποθετείται. Όμως, είναι απαράδεκτο ένας πρώην αθλητής να έχει ένα καλό βιοτικό επίπεδο και να μην εμπλέκεται στην κατάσταση της χώρας του». Επίσης, σε αναρτήσεις του στο τουίτερ, ο Ζουνίνιο ανέφερε πως «τουλάχιστον είμαι ευγνώμων [στον Μπολσονάρο], διότι μας έδειξε πως αυτοί που τρώνε μαζί μας και μοιραζόμαστε το φαγητό είναι κρυφο-φασίστες, που εκμεταλλεύονται την στιγμή […] Μπορεί να είναι συγγενής ή φίλος. Οι αντιδραστικοί δεν θα είναι ευπρόσδεκτοι στο σπίτι μου».
– ο Πάουλο Αντρέ (Ατλέτικο Παραναένσε), ίσως ο πιο πολιτικοποιημένος παίκτης της γενιάς του. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, ήταν ο μόνος ενεργός ποδοσφαιριστής που υπέγραψε το μανιφέστο “Democracia Sim” που συνυπέγραψαν δεκάδες καλλιτέχνες και διανοούμενοι, ενώ ήταν ηγετική φυσιογνωμία του κινήματος BomSensoFC για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ποδοσφαιριστών
– ο παλαίμαχος Βάλτερ Καζαγκράντε, που αναγκάστηκε να αλλάξει αριθμό τηλεφώνου, αφότου άσκησε κριτική στους αθλητές που υποστηρίζουν τον Μπολσονάρο. «Ζούμε σε δημοκρατία και ο καθένας έχει δικαίωμα στην άποψη του. Αλλά πρέπει να ξέρουν για τι πράγμα μιλούν. Μπορούν να στηρίξουν όποιον υποψήφιο θέλουν, αλλά μιλώντας δημόσια, πρέπει να εξηγήσουν γιατί. Δεν αρκεί να πεις “υποστηρίζω αυτόν”. Ως ποδοσφαιρικοί ήρωες, επηρεάζουν πολύ κόσμο», τόνισε ο Καζαγκράντε.
– ο παλαίμαχος Ραΐ, που τρεις μέρες μετά την εκλογή Μπολσονάρο, τόνισε στη γαλλική «Εκίπ»: «Μετά τα αποτελέσματα, στεναχωρήθηκα. Και τρόμαξα ακόμα όταν είδα τις αντιδράσεις του κόσμου, που πανηγύριζε τη νίκη ενός υποψηφίου που υποστήριζε παράλογες και απωθητικές αξίες […] Το ποδόσφαιρο είναι μια αντανάκλαση της κοινωνίας, ιδιαίτερα της συντηρητικής και καχύποπτης πλευράς της».
Φυσικά, ο Ραΐ είναι ο μικρότερος αδελφός του θρύλου της Εθνικής Βραζιλίας Σόκρατες, ο οποίος στη δεκαετία του ’70, πρωταγωνίστησε όχι μόνο στον ακτιβισμό εκτός γηπέδου, συμμετέχοντας στο αντιδικτατορικό κίνημα “Diretas Já”, αλλά και εντός, μετατρέποντας την ομάδα του Κορίνθιανς σε ένα πρότυπο αυτοδιαχείρισης μεταξύ των παικτών (η περίφημη “Democracia Corinthiana”, με σύνθημα «Θα κερδίζουμε ή θα χάνουμε, αλλά με δημοκρατία»). Αμέσως πίσω του ήταν ο επιθετικός της Ατλέτικο Μινέιρο Ρεϊνάλντο, ενεργό μέλος στις κινητοποιήσεις ενάντια στη δικτατορία, ο οποίος πανηγύριζε τα γκολ του με σφιγμένη την αριστερή γροθιά και δηλώνει σήμερα πως «το ποδόσφαιρο ήταν πάντα συντηρητικό μέσο, καθώς δεν γίνεται ανεκτό ένας παίκτης να έχει πολιτικές θέσεις».
Πως, λοιπόν, φτάσαμε οι οπαδοί της Ατλέτικο Μινέιρο να φωνάζουν φασιστικά συνθήματα τον προηγούμενο μήνα υπέρ του Ζαΐρ Μπολσονάρο ή οι οπαδοί της Βάσκο Ντα Γκάμα (αμφότερες ομάδες με ιστορία αντιφασιστικών αγώνων), να τον αποθεώνουν τον Ζαΐρ Μπολσονάρο, όταν εμφανίζεται στο γήπεδο με φανέλα της Βάσκο; Εδώ υπάρχουν δύο παράμετροι που αξίζει να σημειώσουμε.
Η πρώτη αφορά στην κίτρινη φανέλα, σήμα – κατατεθέν των εθνικών ομάδων της Βραζιλίας, που αποτελεί καθαυτή η ίδια σύμβολο πατριωτισμού και όχι απλώς επειδή φέρει το εθνόσημο. Ο αθλητισμός και ειδικά το ποδόσφαιρο, δεν είναι απλώς στοιχείο της κυρίαρχης κουλτούρας, αλλά και κοινωνικής συνοχής: πεδίο επίδειξης της ατομικής δεξιότητας, κοινωνικοταξικής ανάδυσης από την άθλια φτώχεια στις φαβέλες, ανάδειξης του «εθνικού» τρόπου παιχνιδιού, έκφρασης και ζωής.
Αυτή η θεμελιώδης αντίληψη δέχτηκε τα προηγούμενα χρόνια τρομακτικό πλήγμα. Εκτός από τις πολιτικές εξελίξεις και την επιστροφή της διαφθοράς (που αποτελεί συλλογικό τραύμα από την περίοδο της δικτατορίας), το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο είδε τον Πρόεδρο της Ομοσπονδίας Μάρκο Πόλο Ντελ Νέρο να δέχεται πρόστιμο 850.000€ και να αποπέμπεται ισοβίως από το ποδόσφαιρο, ξανά, για σκάνδαλο διαφθοράς στη FIFA.
Αν στα παραπάνω προσθέσουμε τις νωπές αναμνήσεις την ταπεινωτική ήττα με 1-7 από τη Γερμανία στον ημιτελικό του προτελευταίου Παγκόσμιου Κυπέλλου που φιλοξένησε η Βραζιλία και τις αραιές εμφανίσεις της Εθνικής μπροστά στο βραζιλιάνικο κοινό (αφού τα φιλικά προτιμά να τα δίνει σε άλλες χώρες, για εισπρακτικούς σκοπούς), δεν είναι καθόλου τυχαίο που, σύμφωνα με σχετικές δημοσκοπήσεις, για το πρόσφατο Παγκόσμιο Κύπελλο ενδιαφέρονταν οριακά οι μισοί σε μια χώρα που ζει και αναπνέει για αυτό. Ελάχιστοι έβαλαν αυτή τη φορά σημαίες στα μπαλκόνια, ενώ οι πωλήσεις αφορούσαν κυρίως στις εναλλακτικές εμφανίσεις της Εθνικής, όπως η μπλε και η πράσινη. Η κίτρινη φανέλα, το πιο έντονο σύμβολο πατριωτισμού στην Βραζιλία, έχει πλέον εγγραφεί στην συλλογική μνήμη του πρόσφατου παρελθόντος ως εμφάνιση των “Coxinhas”, των διαδηλωτών ενάντια στη Ρούσεφ και της σκληροπυρηνικής εγχώριας Δεξιάς.
Η δεύτερη παράμετρος αφορά στην ίδια τη μετάλλαξη της κοινωνικοταξικής συνείδησης των βραζιλιάνων αθλητών. Καθώς η πολιτική και το ποδόσφαιρο στην Βραζιλία μοιάζουν ως δομές, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια έντονη αποπολιτικοποίηση του ποδοσφαίρου, με όσους ποδοσφαιριστές έχουν απομείνει πλέον να παίρνουν θέση σε κοινωνικά ζητήματα, αυτή συνήθως να είναι προς τα δεξιά. Ο πιο προφανής λόγος για αυτό είναι ότι καθώς οι επαγγελματίες ποδοσφαιριστές εισέρχονται στην οικονομική ελίτ, αρχίζουν να ανησυχούν περισσότερα για ζητήματα φορολογίας και προσωπικής ασφάλειας, παρά για κοινωνικά λαϊκά προβλήματα.
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, το ζήτημα είναι δομικό και ανάγεται στο αυταρχικό, σχεδόν ημι-μιλιταριστικό περιβάλλον του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου. Σε ένα πρόσφατο άρθρο του, ο δημοσιογράφος Αϊντάνο Μότα ανέλυσε τις προοπτικές των δεκαοχτάχρονων Βινίσιους Ζούνιορ και Παουλίνιο, που πρόσφατα πήραν μεταγραφή στη Ρεάλ Μαδρίτης και Μπάγερ Λεβερκούζεν αντίστοιχα. Απογοητευμένος, αναφέρει πως και οι δύο προσεγγίζουν το επάγγελμα τους όχι πλέον ως παιχνίδι (“jogobonito”), αλλά ως αποστολή και τους ίδιους ως στρατιώτες, με αυξημένη αίσθηση καθήκοντος και μειωμένη απόλαυση και προσωπική έκφραση. Και δυστυχώς, η περίπτωση του «χαλαρού» και ράθυμου Ροναλντίνιο έχει μια σχεδόν αναπόδραστη από τη μοίρα γεωμετρία: σε όλη την επαγγελματική του καριέρα επιζητούσε την απόλαυση στο παιχνίδι με το χαμόγελο στα χείλη και πλέον, εκτός αγωνιστικής δράσης, επιζητά να επιστρέψει το χαμόγελο στα χείλη των Βραζιλιάνων με την «τάξη και ασφάλεια» του Μπολσονάρο.
Εν τέλει, σε ένα συντηρητικό πεδίο υποταγής και κοινωνικού συντηρητισμού, οι δεξιόστροφες ιδέες μοιάζουν να έρχονται φυσιολογικά και αβίαστα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το τουίτ στήριξης του Ριβάλντο προς τον Μπολσονάρο:
«Τα πραγματικά προβλήματα στη Βραζιλία: οικονομική κρίση, ανεργία, βία, υγεία, εκπαίδευση και διαφθορά. Τι συζητάμε σε αυτές τις εκλογές: ιδεολογίες φύλου, μισογυνισμός, ρατσισμός και φεμινισμός. Καταλάβετε ένα πράγμα: η ψήφος σας θα καθορίσει Πρόεδρο, όχι πατέρα.
Τον χρειαζόμαστε για να φτιάξει τα προβλήματα μας, όχι να μας διδάξει αξίες που πρέπει να μάθουμε στο σπίτι ή στο σχολείο. Αν έπρεπε να μάθουμε αξίες [με τον Λούλα], θα ήμασταν όλοι στη φυλακή της Κοριτίμπα τώρα»…
* Στη φωτογραφία, οι παίκτες της Ατλέτικο Παραναένσε μπαίνουν στον αγωνιστικό χώρο για το ματς με την Αμέρικα, φορώντας κίτρινα μπλουζάκια με το σύνθημα της προεκλογικής εκστρατείας του Μπολσονάρο «Πάμε όλοι ενωμένοι από αγάπη για τη Βραζιλία». Την κίνηση παρότρυνε ο πρόεδρος της ομάδας και υποστηρικτής του Μπολσονάρο Λουίζ Σαλίμ Εμέντ και με δεδομένο ότι έγινε σε προεκλογική περίοδο, ο σύλλογος τιμωρήθηκε με 70.000 ρεάλ. Ο μόνος που δεν υπάκουσε και φόρεσε αθλητική ζακέτα από πάνω ήταν ο Πάουλο Αντρέ…
** Παραθέτουμε συμπληρωματικά τα ρεπορτάζ του “Vox” και του “Vice”, καθώς και την κάλυψη των γεγονότων στη Βραζιλία και την Λατινική Αμερική από το “TeleSur”.
*Πηγή: brigada.gr