Παρατηρώντας το πολιτεύεσθαι αυτής της κυβέρνησης διαπιστώνει κανείς τη μακρά παράδοση του γένους μας σε προσκυνητές και προσκυνημένους. Ως επί το πλείστον οι δύο ιδιότητες διαφέρουν στον βαθμό που οι προσκυνητές αποτελούν παράγωγα φερ’ ειπείν του ωραίου, της πίστης τους ή της ιδεολογίας τους. Όταν όμως
οι δύο ιδιότητες συμπίπτουν, τότε αρχίζουν οι καλλιγραφίες της εύσωμης μυλωνούς πάνω στο σακί με τ’ αλεύρι. Όταν λόγου χάριν πας προσκυνητής στα Σούσα γυρίζεις προσκυνημένος. Κι όταν πας προσκυνητής στη Ρώμη γυρίζεις γκαουλάιτερ. Αντιθέτως, αν προσκυνάς την πίστη σου ή τις ιδέες σου στέκεις όρθιος και προκαλείς προβλήματα στην τάξη των πραγμάτων, άλλοτε ως ήρωας, άλλοτε ως μάρτυρας κι άλλοτε ως ένας απλός άνθρωπος που σέβεται το ψωμί που τρώει. Το ψωμί που τρώνε οι συνάνθρωποί του. Κατά κόσμον συμπολίτες και συμπατριώτες του.
Στις εποχές της γλίτσας, που είναι συνήθως οι επικρατούσες στα ανθρώπινα, οι προσκυνημένοι συχνά παριστάνουν τους προσκυνητές. Και σε καιρούς κρίσης, όταν η γλίτσα χορηγείται ως επίδομα και μέρισμα, η «αηδία του βίου» γίνεται το λάβαρο των προσκυνημένων, γίνεται ο νόμος της τυραννίας. «Δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς». Τότε η υποταγή και η υποτέλεια ενδύονται τη μεγάλη στολή του κυβερνήτη (που είναι σμπίρος), του καλλιτέχνη (που τα παίρνει), του δάσκαλου (που θανατώνει το ήθος των μαθητών του) – του
κάθε αποβράσματος που η ανωτέρα βία προστατεύει από τη λογοδοσία. Ο προσκυνημένος δεν ορρωδεί προ ουδενός, διότι αν λίγο διστάσει, άλλο σκυλί από τη συνομοταξία του, πιο άγριο απ’ τον ίδιο, θα τον κατασπαράξει. Έτσι, η Αριστερά που Προσκύνησε, αιχμαλωτίσθηκε από την ίδια της την προδοσία. Τώρα είναι υποχρεωμένη να εφαρμόζει την πιο άγρια νεοφιλελεύθερη πολιτική. Τώρα είναι υποχρεωμένη να βυθίζεται στη γλίτσα και να (ανα)παράγει τον βόρβορο που έφερε τη χώρα έως εδώ. Τώρα οι υπουργοί είναι
υποχρεωμένοι να λένε ψέματα (για τους πλειστηριασμούς, για τις περικοπές, για τους φόρους, για όλα) και να στρέφονται με τα έργα τους κατά του λαού (να τον κρατούν υποτελή, να του δημεύουν, δηλαδή να του ιδιωτικοποιούν την περιουσία, να του υποθηκεύουν την ύπαρξη). Με έναν λόγο
αυτοί που προσκύνησαν μεταλλάχθηκαν σε ένα μίασμα που μολύνει τους ανθρώπους και διαχειρίζεται τις τύχες τους κατά τον τρόπο που τα ανδρείκελα κυβερνούν τα ανδράποδα. Δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς – και, κατά μια τραγική ειρωνεία αυτό επιβεβαιώνει (με άλλη έννοια) το δόγμα τους, το δόγμα του ραγιά που δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.
Βεβαίως, οι προσκυνημένοι είναι αναλώσιμοι. Ή τους τρώνε τα αφεντικά τους χάριν πιο νέων και χρήσιμων γενίτσαρων ή τους ξεφορτώνεται ο λαός ακόμα και πριν να σπάσει τα δεσμά του, στο πλαίσιο της προσπάθειας που κατά καιρούς καταβάλλει για κάτι τέτοιο.
Όμως το ερώτημα δεν είναι η τύχη των προσκυνημένων, αλλά το αποτέλεσμα του έργου τους. Και μάλιστα εις βάθος χρόνου. Όταν η γλίτσα κρατάει πολύ, τότε η διάβρωση σε όλα τα επίπεδα (ηθικό, πολιτικό, λογικό, αισθητικό) τείνει να γίνει καταλυτική και το αποτέλεσμά της ανήκεστο. Στην Ελλάδα αυτή η τάξη πραγμάτων έχει ήδη κρατήσει πολύ. Όταν ο λόγος και ο αντίλογοςείναι ανήθικοι και παράλογοι, τότε η παρακμή γίνεται τοξική. Εν προκειμένω
όταν ο λόγος (της κυβέρνησης) και ο αντίλογος (της αντιπολίτευσης – πλην Λακεδαιμονίων) είναι ανήθικοι και παράλογοι, τότε η καθημερινή ζωή των ανθρώπων (πλην Δυνατών) φθείρεται και φθίνει – τυραννεύεται από το άδικο.
Αυτό το άδικο είναι που βιώνουν εδώ και πολύν καιρό οι Έλληνες κατά μάζες, αυτό το άδικο είναι που εκτρέφει τη μελαγχολία και την απελπισία. Και,
κάθε αντίδραση σε κάτι τέτοιο, όταν είναι επιτυχής, αποτελεί προσωπική υπόθεση και προσπάθεια. Σε συλλογικό επίπεδο, όμως, τα πράγματα παραμένουν χειμέρια και βαίνουν επί τα χείρω. Κι όπως έλεγε το προγονικό, «ουδείς δύναται να ευτυχεί όταν η πόλις δυστυχεί». Εκτός κι αν είναι θεός ή θηρίο ή γλίτσας.
Όμως ακόμα και οι γλίτσες θα έπρεπε να ξέρουν ότι η έρημος είναι που τρώει την όαση κι όχι το αντίθετο…