Έρχονται χρονιάρες μέρες. Θυμάμαι – ως παιδάκια – ότι το κλίμα εκείνην την εποχή το έδιναν τα βιβλία, τα παιχνίδια και οι ιστορίες – ο Ντίκενς ήταν ο προφήτης -παραμυθάς των ημερών κι ο Παπαδιαμάντης το καντηλάκι. Και οι επαρχιακές μας πόλεις ήταν το κέλυφος, απ’ το οποίο βγαίνοντας, θα προελαύναμε στη συνέχεια στον κόσμο – πιτσιρικάδες που «θα γίνονταν βασιλιάδες». Οι περισσότεροι
τότε ζούσαν φτωχικά, όμως όλοι ήλπιζαν ότι το αύριο θα ήταν καλύτερο από το σήμερα κι οπωσδήποτε από το χθες. Οι ποιητές, οι ζωγράφοι, οι μουσικοί, οι δάσκαλοι, οι γιατροί, οι δημοσιογράφοι έπαιρναν την ύλη από τις τραυματισμένες ζωές των ανθρώπων και τη μετέπλαθαν σε όνειρο, ελπίδα και γνώση.
Οι άνθρωποι συνήθως νοσταλγούν την παιδική τους ηλικία (ευτυχώς) – όμως δεν σας γράφω σήμερα ένεκεν νοσταλγίας για το τότε, διότι απλούστατα δεν θα γράψω για εκείνην την εποχή, μα για το σήμερα. Από το τότε επικαλούμαι μόνον ένα πράγμα: την ελπίδα.
Σήμερα με το κουτί της Πανδώρας ορθάνοιχτο, η ελπίδα είναι άφαντη – silver alert, ό,τι πιο θλιμμένο. Σήμερα, που ο καπιταλισμός έχει επιστρέψει στην εποχή του Ντίκενς, έχει λιγοστέψει το βάλσαμο (ακόμα και το Πνεύμα των Χριστουγέννων θα το έβαζε στα πόδια) κι έχει περισσέψει η ρηχότητα. Σήμερα η φτώχεια είναι θέμα διαβάθμισης. Απλώνεται στην κοινωνία άγρια, ήπια, στα φανερά, ύπουλα, εγκαθίσταται, ενεδρεύει – κι όλο απλώνεται. Χρονιάρες μέρες, σε μερικά
σπίτια θα είναι θεώρημα το ψωμί. Και σε όλα τα σπίτια, φιλοσοφίζουσες διαφημίσεις απ’ τις οθόνες, φιλάνθρωπες τράπεζες και προχώ εταιρείες θα σου μιλούν για τη ζωή σου, θα εκδηλώνουν το ενδιαφέρον τους για σένα, θα σου προσφέρουν τη φροντίδα τους, θα ντύνουν το κοριτσάκι με τα σπίρτα ηλεκτρονική θαλπωρή και προγραμματισμένο λογισμικό.
Η καλοσύνη ανάμεσα στους ανθρώπους εξακολουθεί να υπάρχει και να ζεσταίνει καρδιές, η κυνική «καλωσύνη» του συστήματος όμως, απλώς ευλογάει τα έργα της – τη φτώχεια και την απελπισία. Ακόμα τούτες τις γιορτές, ραγιάδες – ραγιάδες δείτε πως λάμπουν κι αιωρούνται στο στερέωμα οι αγορές – εκεί θα φτάσουμε κι εμείς, ίτε οι φτωχοί, θαρρείτε μην αργείτε, φθάνουμε, δείτε
πώς λάμπουν τα τρολ σαν λαμπάκια στο χριστουγεννιάτικο δέντρο – όμως! χρονιάρες μέρεςμη σας μαυρίζω την ψυχή. Αντιθέτως: με ένα φιλί κι ένα χαμόγελο, με μια ανάμνηση και μια προσδοκία, με έναν – δύο φίλους και το αγαπημένο σας βιβλίο, με το κρύο της νύχτας και τη ζέστη της κουβέρτας, με μια ζωγραφιά και έναν περίπατο
με ένα κερί και τα τραγούδια που σας αγάπησαν, με μια καλή ταινία στην τιβί – όλα γίνονται ξανά! Ίσως από λίγο, αλλά αυτό το ευγενές λίγο, που για σας είναι αρκετό! – δεν ξέρω, δεν ξέρω τι άλλο να σας πω. Κάποτε, έως λίγα χρόνια πιο πριν, μου φαινόταν πως η τέχνη της γραφής (ακόμα και στο δικό μου μικρό μέτρο δυνατοτήτων) μπορούσε
κάτι τέτοιες μέρες κάτι να λέει – όπως παλιότερα οι χάρτινες κάρτες. Τώρα γύρω μας πολύς τόπος στεγνός, δύσκολά υγραίνεται. Ίσως μια νέα γενιά ερχόμενη, να ξέρει τον τρόπο. Οι παλιοί γράφε – γράφε το μολύβι, λιγοστεύει σαν τσιγάρο που τελειώνει. Και με πένα να γράφεις από σκληρό μέταλλο φτιαγμένη, ή με ρολεράκι που παιχνιδιάρικα αφήνει τη μελάνη στο χαρτί – από μολύβι είναι φτιαγμένη και των δύο η ψυχή. Μολύβι, μολυβάκι…
Πολλή Ιλιάδα και πολλή Οδύσσεια έχει φάει κατάστηθα αυτός ο τόπος. Και για «Ιθάκη» μιλάνε μόνο κάτι τσαρλατάνοι, μάλιστα με ευκολία – όμως, είπαμε: χρονιάρες μέρες! Με τα φυλαχτά μας εφ’ όπλου λόγχες, δεν κωλώνουμε…
*Πηγή: topontiki.gr