Μελετώντας τη δικογραφία της Κρατικής Ασφάλειας

ασφάλειας

Είχα  διαβάσει, σε  βιβλία Ιστορίας, σε αυτοβιογραφικά πονήματα, σε  ρεπορτάζ για τη Χούντα, ή στο αρχείο που κρατούν έως σήμερα αγωνιστές για τους φακέλους, τα δελτία ατομικής παρακολούθησης και τα έγγραφα της  Κρατικής Ασφάλειας με τα οποία κατασκευάζονταν ένοχοι.

Αργότερα, στη δικηγορία, αντιμετώπισα περιπτώσεις, όπου με παρακολουθήσεις καταδιώκονταν κάποιοι επαγγελματίες παράνομοι, με  παρακολουθήσεις, βιντεοσκοπήσεις, φωτογραφήσεις και μαγνητοφωνήσεις. Εκεί, βέβαια, υπήρχε το αντίβαρο. Υπήρχαν κατηγορίες για οργανωμένες εγκληματικές οργανώσεις, και υλικό για σοβαρότατα κακουργήματα και για τις  πλέον επικίνδυνες και αντικοινωνικές συμπεριφορές.

Έλα όμως που, όπως έλεγε και ο παππούς Κάρολος, η Ιστορία επαναλαμβάνεται είτε ως φάρσα, είτε ως τραγωδία. Δεν περίμενα ποτέ, μετά  από 25 χρόνια στη δικηγορία, ότι θα το δω αυτό το έργο, ως καρικατούρα, πλην όμως, άκρως επικίνδυνη καρικατούρα, να επαναλαμβάνεται και να ξετυλίγεται μπροστά μου, 70 έτη μετά τον Εμφύλιο και 44 χρόνια μετά την πτώση της Χούντας.

Ας τα πάρουμε, όμως ένα- ένα.

Η πρώτη παρατήρηση είναι πως το Τμήμα Προστασίας του Κράτους της Κρατικής Ασφάλειας επεμβαίνει σε εγκλήματα που δεν είναι της δικαιοδοσίας του. Δεν βλέπω π.χ.  από τη δικογραφία πράξεις όπου οι εμπλεκόμενοι  κοινολογούν κρατικά ή στρατιωτικά μυστικά σε ξένη δύναμη, πράξεις προδοσίας ή εσχάτης προδοσίας, οι φερόμενοι «δράστες» ούτε συνωμοτούν για να βλάψουν κάποιον από τους κορυφαίους Πολιτειακούς Παράγοντες, ούτε να  ενώνονται για να ανατρέψουν το Πολίτευμα.

Η δεύτερη παρατήρηση είναι ότι με μεγάλη ευκολία, πέρα από κάθε  έννοια νομιμότητας, αλλά και με τακτικές αντίθετες από τη νομολογία των δικαστηρίων, η κρατική ασφάλεια αιτείται άδεια παρακολούθησης, βιντεοσκόπησης, φωτογράφησης  και μαγνητοφώνησης για αδικήματα που  έχουν βαθμό πλημμελήματος, όταν είναι γνωστό ότι κανένα δικαστήριο δεν πρόκειται να τα λάβει υπ΄όψιν του, αν αντιλέξει ο κατηγορούμενος, ή ο συνήγορός του.

Η τρίτη παρατήρηση είναι ότι με περισσή ευκολία οι Εισαγγελικές Αρχές  εκδίδουν διατάξεις, με τις οποίες επιτρέπουν την παρακολούθηση, βιντεοσκόπηση, φωτογράφηση, και μαγνητοφώνηση. Δεν γνωρίζει ο «φρουρός του νόμου» Εισαγγελεύς ότι τα Δικαστήρια δεν θα κάμουν δεκτά αυτά τα τεκμήρια; Γιατί επιτρέπει λοιπόν τη συγκέντρωση τέτοιων τεκμηρίων;

Ίσως αυτό να το εξηγεί η τέταρτη παρατήρηση. Ο τρόπος με τον οποίο γράφονται οι σχετικές αιτήσεις που παρουσιάζονται στον Εισαγγελέα, ώστε να  δημιουργούνται εντυπώσεις.

Στις αιτήσεις παροχής αδείας, βάσει των οποίων εκδόθηκαν οι Εισαγγελικές διατάξεις γίνεται η εξής επίκληση κινδύνου «Δοθέντος ότι, έχει ήδη προγραμματισθεί μεγάλος αριθμός πλειστηριασμών σε ολόκληρη τη Χώρα από πιστοποιημένους και ήδη γνωστοποιημένους συμβολαιογράφους και υπάρχει διακηρυγμένη πρόθεση συλλογικοτήτων και εξωκοινοβουλευτικών πολιτικών σχηματισμών για κινητοποιήσεις – συναθροίσεις προς αποτροπή -παρακώλυση της διεξαγωγής τους». Τα ειδεχθέστατα εγκλήματα στα οποία προβαίνουν είναι «Οι δράστες, καταφέρονται εναντίον των συμβολαιογράφων και των λοιπών συμπραττόντων στη διαδικασία, με σκοπό να εισέλθουν στα συμβολαιογραφεία και να τους αποτρέψουν από την εκτέλεση των καθηκόντων τους, εμποδίζοντας με αυτό τον τρόπο, τη νόμιμη διεξαγωγή των προγραμματισμένων πλειστηριασμών». Κατά την άποψη των αστυνομικών υπαλλήλων της Κρατικής Ασφάλειας «με τις παρεμβάσεις στα συμβολαιογραφεία, τα υποκαταστήματα τραπεζών και τις ιδιωτικές εταιρείες απειλείται η κοινωνική ειρήνη και η δημόσια ασφάλεια, λόγω της έντασης των επεισο­δίων που λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια των συγκεκριμένων συναθροίσεων». Πιο κάτω η αίτηση εμπλουτίζεται πλέον μελοδραματικά «Από τις πράξεις των συγκεντρωθέντων τραυματίσθηκαν εννέα(9) αστυνομικοί» . Δεν λείπει και η απαραίτητη επίκληση του «εσωτερικού κινδύνου», δηλαδή μάλλον του  κινδύνου να «αμαυρώνεται» η επικοινωνιακή  εικόνα των οργάνων της τάξεως, αφού «Έτι περαιτέρω, έκνομες πράξεις ατόμων, μεταξύ των οποίων βρίσκονται και μέλη εξωκοινοβουλευτικών σχηματισμών, στην προσπάθεια προπαγανδισμού των πράξεων τους, που μέρος αυτών εκφράζονται με βιαιότητα εναντίον των αστυνομικών δυνάμεων, μαγνητοσκοπούνται και δημοσιοποιείται έντεχνα μέρος μόνο αυτών, με σκοπό τη δημιουργία ενίσχυσης και αλλοίωσης των πραγματικών περιστατικών»

Ας τα εξετάσουμε με λεπτομέρειες, όπως θα έπρεπε να είχε κάνει ο Εισαγγελέας.

α) Στη δικογραφία υπάρχουν μαρτυρίες ανδρών της ΥΜΕΤ, που  αναφέρουν ότι τους επιτέθηκαν διαδηλωτές, κατά ομάδες σε έναν από αυτούς κάθε φορά, για να του αποσπάσουν «τα δημόσια είδη, ασπίδες, γκλομπ, κράνος». Κατά σύμπτωση στο 90% από αυτούς «η επίθεση δεν έγινε στη δική μας (δική τους) διμοιρία», αλλά στη διπλανή.

β) Στις περιπτώσεις που κάποιοι από τους αστυνομικούς υπαλλήλους της  ΥΜΕΤ έπεσαν θύματα επιθέσεων, δεν επιθυμούν να εξεταστούν από ιατροδικαστή για να πιστοποιήσει τη βλάβη του καθενός. Προφανώς, διότι δεν υπήρχαν ίχνη κακώσεων, διότι κανένας αστυνομικός δεν τραυματίστηκε. Στις σπάνιες περιπτώσεις  των τριών (3) αστυνομικών, από τους είκοσι (20) της δικογραφίας, που προσκομίζονται ιατρικές βεβαιώσεις, ανυπόγραφες και ασφράγιστες βεβαίως, βγαίνουν «λαβράκια» . Π.χ. Ο αστυνομικός Δ. Ν. που παραπονείται ότι επανειλημμένως δέχθηκε χτυπήματα στα γεννητικά όργανα. Προσκομίζει βεβαίωση, όπου παραπονείται για πόνους  στο δεξί χέρι, στο δεξί πόδι και στην κοιλιά. Ο συντάξας την ιατρική γνωμάτευση, γνωματεύει ότι «ο κλινικοεργαστηριακός έλεγχος απέβη αρνητικός». Δηλαδή, η οπτική σημειολογική εξέταση, αλλά και οι ακτινογραφίες, ή οι εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε ο ανωτέρω, δεν δείχνουν ουδέν ίχνος κάκωσης. Το ερώτημα όμως είναι άλλο. Ένας άνδρας εύρωστος νεώτερος από 30 ετών, δεν επιθυμεί να τον εξετάσουν στα γεννητικά όργανα «όπου δέχθηκε επανειλημμένα χτυπήματα»; Δεν πονάει; Δεν έχει αγωνία για την σεξουαλική του ζωή από εδώ και πέρα; Παρακάτω. Στην περίπτωση του αστυνομικού Α. Α. που παραπονείται ότι λιποθύμησε όταν ένιωσε να τον στραγγαλίζουν στην προσπάθεια να του βγάλουν το κράνος. Ο άνθρωπος αυτός, πάλι με αρνητικό κλινικοεργαστηριακό έλεγχο, παραπονείται για  πόνους στο στήθος και το χέρι. Δεν διαπιστώνεται κανένα ερύθρημα, έστω, στην περιοχή του λαιμού, ούτε παραπονείται για γδαρσίματα στην περιοχή του λαιμού.

γ) Και καλά, αυτά είναι δείγματα συγκεκριμένης νοοτροπίας. Πιθανότατα, να μη διορθώνονται ούτε με 100 χρόνια σοσιαλισμό. Ο Εισαγγελέας όμως; Δεν  έπρεπε να ζητήσει αποδείξεις για τις σωματικές βλάβες των αστυνομικών; Και  αν τις  ζήτησε, δεν  έπρεπε να δει τι του  προσκομίζει η αστυνομική υπηρεσία; Έχει δει τέτοιες βεβαιώσεις από την πρώτη ημέρα που ανέβηκε στην έδρα. Και έχει κάνει απαλλακτικές προτάσεις για ανάλογα αδικήματα. Έτσι υπογράφει ό,τι του φέρνουν προς υπογραφή οι αστυνομικοί;

δ) Οι εξετασθέντες αστυνομικοί αναφέρουν την εξύβρισή τους από διαδηλωτές με τις φράσεις «γ… τις μάνες σας» και την απειλή «όπου σας βρούμε θα σας γ…». Για τις φράσεις αυτές όλοι μας γνωρίζουμε ότι δεν τις χρησιμοποιούν οι παριστάμενοι στις συγκεντρώσεις της Αριστεράς και των κινημάτων. Άλλα πράγματα λένε, όχι αυτά. Και αυτό διαπιστώνεται από  την  ανάλυση του ακουστικού υλικού της δικογραφίας όπου ακούγεται μόνο μία φορά, μετά από τη βιαιοπραγία σε βάρος διαδηλωτών, η φράση «ηλίθιοι», η οποία, φευ, μετά την κατάργηση της διατάξεως περί περιυβρίσεως της αρχής, ουδεμία ποινική σημασία, πλέον, έχει.

ε) Από πότε τυποποιείται ως  κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια η πολιτική προπαγάνδιση της ιδεολογίας των πολιτικών, έστω «εξωκοινοβουλευτικών σχηματισμών»; Η πολιτική άποψη περιορίζεται μόνο στους βουλευτές και το κοινοβούλιο;

στ)  Από ποια διάταξη του  Κώδικα  Ποινικής Δικονομίας προβλέπεται η  δυνατότητα μαγνητοσκοπήσεως των συγκεντρώσεων, ως μέσο επικοινωνιακής  εκστρατείας υπέρ της νομιμότητας της δράσης των αστυνομικών υπαλλήλων;

Η πέμπτη παρατήρηση είναι ότι πουθενά στο υλικό της δικογραφίας δεν ταυτοποιείται ούτε αδίκημα του νόμου «περί κροτίδων  και πυροτεχνημάτων», ούτε του νόμου περί «όπλων και πυρομαχικών». Γιατί όμως καταγράφεται στην κλήση;

Για  να  τρομοκρατηθούμε; Για να δημιουργηθούν σε κάποιους φιλήσυχους πολίτες εντυπώσεις, που αμβλύνουν την απαξία προς το μετεμφυλιακού τύπου φακέλωμα;

Δεν ταυτοποιείται πουθενά «αντίσταση», αφού κανένας δεν αντέστη σε πράξεις αστυνομικού υπαλλήλου, ούτε «απείθεια», ή «θρασύτητα», αφού δεν βεβαιώνεται από καταθέσεις ότι ο επικεφαλής της δημόσιας δύναμης έδωσε  στους συγκεντρωμένους εντολή να διαλυθούν.

Το απαράδεκτο δεν είναι μόνο οι παρακρατικές μεθοδεύσεις. Είναι  ότι  μέρος της παρακρατικής λειτουργίας γίνονται δημόσιοι λειτουργοί. Εκτός και  αν μέσω της επιλεκτικής στοχοποίησης των πλέον «αδύναμων» κρίκων, που και γι’ αυτούς δεν προκύπτουν αδικήματα, να διασπαστεί με τρομοκρατικές  μεθόδους το μέτωπο του αγώνα. Με  πρακτικές που θυμίζουν τα δελτία  ατομικής παρακολούθησης υπόπτου της Ασφάλειας της ΕΡΕ και της  δικτατορίας, όπως έχει αποκαλύψει ο, μη φιλικός προς τις ιδέες μας, αστικός τύπος.

Μήπως, λοιπόν, θα  έπρεπε να απαντήσουν επισήμως και θεσμικά οι προϊστάμενοι των πρωταγωνιστών της κατασκευής της δικογραφίας, τι άποψη έχουν για το έργο των υφισταμένων τους ;

Μήπως θα έπρεπε να έχουν ήδη προβεί σε ενέργειες ο Εισαγγελέας και το Τμήμα Εσωτερικών Υποθέσεων;

Μήπως, τέλος, θα πρέπει να απαντήσει και η Κυρία Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου, για την επιπόλαιη, τουλάχιστον, τακτική των εισαγγελικών λειτουργών να εκδίδουν αβασάνιστα διατάξεις και  να δίνουν, τόσο εύκολα, άδειες που παραβιάζουν τα συνταγματικά μας δικαιώματα;

Αν δεν  έχουν ακόμη  γνώση, προτιθέμεθα να  τους διαφωτίσουμε αρμοδίως.

*Ο Σαράντος Θεοδωρόπουλος είναι δικηγόρος Αθηνών παρ’ Αρείω Πάγω και μέλος της ΛΑ.Ε.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας