Σήμερα, η Τζώρτζια Γλέζου σύζυγος του αείμνηστου αγωνιστή της δημοκρατίας, του παγκόσμιου συμβόλου αντίστασης ενάντια στο ναζισμό, Μανώλη Γλέζου και η μητέρα του Παύλου , Μάγδα Φύσσα συναντήθηκαν στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων.
Ήταν μια ξεχωριστή συνάντηση που δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη από την ειδησεογραφία της σημερινής ημέρας.
Η μητέρα του Παύλου, με όλο τον ελληνικό λαό δίπλα της, μάχεται όλα αυτά τα χρόνια για την απονομή δικαιοσύνης. Είναι η μάνα κάθε ευαισθητοποιημένου ανθρώπου για τα σύγχρονα κοινωνικά αδιέξοδα και την δύσκολη πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα, όπου αν και με την ιστορική ομόφωνη απόφαση του Εφετείου η Χρυσή Αυγή είναι εγκληματική οργάνωση, «ενδεδυμένη με τον μανδύα πολιτικού κόμματος», είναι προφανές ότι με την Μάγδα Φύσσα μπροστά, μόνο την πρώτη μάχη εναντίον του φασισμού κερδίσαμε.
Οι πολιτικές των 10 τελευταίων χρόνων, της σκληρής μνημονιακής πραγματικότητας και οι πολλαπλές κοινωνικοπολιτικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα μας όλα αυτά τα χρόνια, προετοίμασαν το έδαφος για την άνοδο της Χρυσής Αυγής και η μόνη ελπίδα, πλέον, είναι ο ίδιος ο ελληνικός λαός με τους αγώνες του να σβήσει από τον πολιτικό χάρτη τις φασιστικές πολιτικές δυνάμεις.
Η οδυνηρή κοινωνική πραγματικότητα, η βίαιη φτωχοποίηση του ελληνικού λαού, προετοίμασε την άνοδο του ναζιστικού μορφώματος στην ελληνική πολιτική σκηνή, με τις ναζιστικές ξιφολόγχες να ακονίζονται στα πεζοδρόμια….
Μάγδα Φύσσα: Μια ιερή μορφή για όλο τον δημοκρατικό λαό. Ο Παύλος, έπεσε όρθιος, αγέρωχος από το ναζιστικό μαχαίρι του Γ. Ρουπακιά.
Έμεινε όρθια στις κρύες, “πέτρινες” συνεδριάσεις στο Εφετείο, στα 5,5 χρόνια ακροαματικής διαδικασίας και στις 453 συνεδριάσεις, όταν οι ναζί μέσα στην αίθουσα φώναζαν “που είναι ο Φύσσας”. Μέχρι την Τετάρτη, την ημέρα της δικαίωσης, όταν μετά την ανακοίνωση της απόφασης και ενώ χιλιάδες λαού είχαν πλημμυρίσει τους δρόμους γύρω από το Εφετείο , βγήκε έξω στον κόσμο και φώναξε: “Ο Παύλος τα κατάφερε…. Γιέ μου“….
Ο Μανώλης Γλέζος στην δύσκολη ακροαματική διαδικασία στάθηκε στο πλευρό της μητέρας του Παύλου. Γνώρισε, ο ίδιος, πολύ καλά τα ελληνικά και γερμανικά τάγματα εφόδου όταν χτυπούσαν τον δημοκρατικό κόσμο που αγωνιζόμενος για την ελευθερία, την εθνική ανεξαρτησία, την λαϊκή χειραφέτηση, την κοινωνικοποίηση των μέσων πολιτικής εξουσίας και την κοινωνική δικαιοσύνη, έπεφτε για τα ιερά πανανθρώπινα ιδανικά στους μαρτυρικούς τόπους εξορίας, είτε από τα φριχτά βασανιστήρια, είτε από τα βόλια των προδοτών…
Ήταν ο τελευταίος του όρκος, στους νεκρούς του συντρόφους και στον Νίκο τον αδερφό του. Ότι κάθε κάθε στιγμή, μέχρι την τελευταία του ανάσα, θα σηκώνει στις πλάτες του τον αδούλωτο αγώνα, τις θυσίες και τον άδικο χαμό των εκτελεσμένων συντρόφων του, για έναν ομορφότερο κόσμο δικαιοσύνης και ελευθερίας . Και η σύζυγός του, όπως εκείνος είχε άλλωστε δηλώσει, ήταν πάντα στο πλευρό του.
Τζώρτζια Γλέζου: Στις χαρμολύπες, σε κάθε πολιτική στιγμή της ζωής του, σε κάθε μάχη δίπλα του.
Από τότε στα κορφοβούνια του Απεράθου (η ιδιαίτερη πατρίδα του του Μανώλη Γλέζου ονομάζεται “Απείρανθος”, ωστόσο στη δημοτική λέγεται “Απεράθου“), όταν ο Μ. Γλέζος εγκατέλειψε την ενεργό πολιτική δράση και την θέση του στο ελληνικό κοινοβούλιο για να εφαρμόσει την άμεση δημοκρατία, έως την τελευταία του πνοή, ήταν εκεί, δίπλα του.
Σήμερα οι δύο γυναίκες, δεν συναντήθηκαν για να κάνουν δηλώσεις στους δημοσιογράφους. Σήμερα η Τ. Γλέζου σε αυτήν την συνάντηση, σφίγγοντας το χέρι της Μάγδας Φύσσα, της έδωσε δύναμη.
Υπάρχει ένας ιδιαίτερος δεσμός ανάμεσα τους.
Γιατί ο Μανώλης Γλέζος αν ήταν ζωντανός, θα ήταν όλες αυτές τις μέρες δίπλα στην Μάγδα Φύσσα…
Και ο Παύλος Φύσσας, λες και βγήκε από τα σπλάχνα εκείνης της θρυλικής δρακογενιάς της εθνικής αντίστασης. Είναι στο πάνθεον των ηρώων …
“Σιγά μην κλάψω“
“…Έγινε ο κόσμος μια μεγάλη φυλακή
κι εγώ ψάχνω έναν τρόπο τα δεσμά να σπάσω.
Έχω ένα μέρος που με περιμένει εκεί,
σε μια πολύ ψηλή κορφή πρέπει να φτάσω.
…
Δεν αντέχω άλλο κι όλοι αυτοί δε μου ταιριάξαν,
πήρα τ’ άλλο μονοπάτι κι όχι αυτό που μου χαράξαν.
Ήταν δύσβατο, σκληρό και με παγίδες πολλές,
αγάπες σκάρτες και φίλοι φαρμακερές οχιές.
Είχε τέρατα με παράξενες στολές
που παραμονεύαν πάντοτε κρυφά μεσ στις σκιές,
Μην κοντοσταθείς αν πρόκειται ακολουθήσεις,
τα δόντια σφίξε γερά και μη δακρύσεις.
Εγώ το πήγα και το έφτασα στο τέρμα
κι όπως γράφουν στα βιβλία οι παλιοί σοφοί,
όταν θα φτάσει ο ήλιος στο τελευταίο γέρμα,
θα βάλουνε φωτιά από ψηλά οι αετοί…“