Εργάζονται οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους για να εξασφαλίσουν (αθέλητα) άλλη μία επιτυχία στο Ιράν και τους συμμάχους του στη Μέση Ανατολή; Η απάντηση φέρεται πως είναι παραδόξως θετική – και στον απόηχο της αμερικανικής αποχώρησης από το Αφγανιστάν κυοφορείται ένα ακόμη πλήγμα, λιγότερο θεαματικό αλλά όχι λιγότερο ουσιαστικό, στην αξιοπιστία της υπερδύναμης.
Η οικονομική και κυβερνητική κρίση του Λιβάνου έφερε την Ουάσιγκτον στην ιδιόμορφη θέση να πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στην χαλάρωση των κυρώσεων προς τη Συρία του Άσαντ και την καταστροφή των ερεισμάτων της στη Χώρα των Κέδρων.
Η κατάρρευση πρόπερσι της “πυραμίδας” που συνιστούσε το τραπεζικό σύστημα του Λιβάνου, μετά και την θέσπιση αμερικανικών κυρώσεων εναντίον τραπεζών συνδεόμενων με την σιιτική λιβανική οργάνωση Χεζμπολλάχ, και η αδυναμία σχηματισμού βιώσιμης κυβέρνησης στο πλαίσιο του “κοινοτικού” συστήματος κατανομής των αξιωμάτων στα διαφορετικά θρησκευτικά δόγματα, είχε ως αποτέλεσμα την εξάντληση των συναλλαγματικών αποθεμάτων της χώρας και τη δημοσιονομική καθίζηση. Σε ένα τοπίο χρόνιας παραμέλησης των υποδομών, οι επιπτώσεις φάνηκαν κατεξοχήν στο σύστημα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, όπου η ηλεκτροδότηση διακόπτεται ακόμη και για 22 ώρες το 24ωρο, ενώ το 80% του πληθυσμού έχει βρεθεί κάτω από το όριο της φτώχειας.
Είναι σε αυτή την κρίση που η Χεζμπολλάχ βγήκε μπροστά προαναγγέλλοντας την άφιξη τάνκερ με πετρέλαιο (το οποίο θα πληρωθεί σε άνευ αξίας λιβανικές λίρες) από τη μεγάλη προτάτιδά της, την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν, για την ανακούφιση των Λιβανέζων. Προειδοποίησε μάλιστα ότι θα πλήξει όποιον επιχειρήσει να παρεμποδίσει (λόγω προφανώς των αμερικανικών κυρώσεων κατά της Τεχεράνης) τον κατάπλου των δεξαμενοπλοίων αυτών.
Με άλλα λόγια η πίεση που ασκήθηκε στο σύνολο των Λιβανέζων, προκειμένου αυτοί να στραφούν εναντίον της Χεζμπολλάχ (μεγάλο εχθρό του Ισραήλ και κατά “αυτόματο τρόπο” και των ΗΠΑ) και να επιτύχουν τον αφοπλισμό της και την άρση των αντιστάσεών της στην οριοθέτηση των λιβανο-ιοσραηλινών θαλάσσιων δικαιοδοσιών, εξελίχθηκε σε αυτογκόλ. Η Χεζμπολλάχ, ως ένοπλη οργάνωση που είναι ταυτοχρόνως κοινοβουλευτικό κόμμα και δίκτυο αρωγής, έδειξε ότι έχει και τις οργανωτικές δυνατότητες και τα διεθνή ερείσματα, ώστε να συνδράμει τους συμπολίτες της εκεί που όλο το υπόλοιπο πολιτικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένων και των φιλοδυτικών δυνάμεων.
Το να εμφανιστούν οι ΗΠΑ να παρεμποδίζουν μια τέτοια αποστολή βοήθειας θα συνιστούσε καταστροφή από την άποψη των δημοσίων σχέσεων, ρίχνοντας όλους τους Λιβανέζους, Χριστιανούς και Μουσουλμάνους, στην αγκαλιά της Χεζμπολλάχ. Εξ ού και με αμερικανική ενθάρρυνση προέκυψε μια ευφάνταστη εναλλακτική λύση.
Σε τετραμερή σύνοδο των υπουργών Ενέργειας της Αιγύπτου, της Ιορδανίας, της Συρίας και του Λιβάνου που πραγματοποιήθηκε χθες Τετάρτη στο Αμάν συμφωνήθηκε ένας “οδικός χάρτης” σε “στενό συντονισμό με την Παγκόσμια Τράπεζα” για την επαναλειτουργία του “αραβικού αγωγού”, η λειτουργία του οποίου διεκόπη μετά το 2011, με στόχο την εξαγωγή αγυπτιακού φυσικού αερίου προς την λιβανική αγορά μέσω της ιορδανικής και συριακής επικράτειας. Ενδιαμέσως, οι πρόσθετες εξαγωγές αιγυπτιακού φυσικού αερίου θα χρησιμοποιηθούν για την αύξηση της παραγωγής ενέργειας στην Ιορδανία, με στόχο την τροφοδοσία του δικτύου του Λιβάνου.
Είχε προηγηθεί η πρώτη μετά από μία δεκαετία επίσκεψη λιβανικής κυβερνητικής αντιπροσωπείας στη Δαμασκό.
Το ότι όλα αυτά τα σενάρια περιλαμβάνουν την Συρία, η οποία τελεί προς το παρόν σε καθεστώς κυρώσεων, δεν μπορεί να υποτιμηθεί, ούτε άλλωστε το ότι θα χρειαστεί να χρηματοδοτηθεί (αδιευκρίνιστο από ποιον) η αποκατάσταση του συριακού δικτύου, που έχει υποστεί καταστροφές κατά τον δεκαετή πόλεμο. Και βέβαια, συνεργασίες τέτοιου είδος πάντοτε προλειάνουν και βαθύτερες πολιτικές ευθυγραμμίσεις.
Η Συρία παίζει, σημειωτέον, αναντικατάστατο ρόλο και στα σχέδια της Χεζμπολλάχ, καθώς οι τελευταίες πληροφορίες θέλουν τα ιρανικά τάνκερ να ελλιμενίζονται για λόγους ασφαλείας σε συριακά λιμάνια, με την κυβέρνηση Άσαντ να αναλαμβάνει την περαιτέρω μεταφορά του φορτίου μέσω βυτιοφόρων προς τον Λίβανο. Οι ρωσικές δυνάμεις που από το 2015 σταθμεύουν στη Συρία θα παρακολουθούν τις εξελίξεις μάλλον μειδιώντας.