Κύπρος, Ιούλιος-Αύγουστος 1974: Η Διπλή Προδοσία

1433
κρίση

Πέρασαν 44 χρόνια από τις 15 Ιουλίου του 1974, όταν η Ελληνική χούντα, χρησιμοποιώντας μονάδες της ΕΛΔΥΚ, ανέτρεψε τον Μακάριο και νομιμοποίησε την Τουρκική εισβολή πέντε μέρες αργότερα.

Στη δεύτερη φάση της εισβολής (14-16 Αυγούστου), και όταν στην Ελλάδα είχε πλέον εγκατασταθεί το καθεστώς Καραμανλή-Μαύρου (24 Ιουλίου), η Τουρκία καταλαμβάνει το 37% της Κύπρου και σταματά στη γραμμή που είχε προτείνει στο διαμεσολαβητή του ΟΗΕ, Γκάλο Πλάζα, το 1965.

Η Τουρκία, να σημειωθεί, είχε απορρίψει πέντε σχέδια που είχε προτείνει ο Άτσεσον το 1964 παρέχοντάς της μέχρι και 25% του Κυπριακού εδάφους, με το βασικό επιχείρημα ότι τέτοια έκταση, και με βάση τη συγκεκριμένη μορφολογία της οροσειράς του Πενταδάκτυλου, δεν της επέτρεπαν να έχει αμυντικό βάθος σε περίπτωση σύγκρουσης με Ελληνικές δυνάμεις.

Τα σχέδια Άτσεσον – τα οποία και μαγειρευόταν πίσω από τη πλάτη του Μακάριου αλλά που τελικά ο Μακάριος τα πληροφορήθηκε από δικές του πηγές – έγιναν αντικείμενο δριμείας κριτικής τόσο από το Μακάριο, όσο και από τον Ανδρέα Παπανδρέου.

Ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν έτοιμος να συναινέσει στις Αμερικανικές προτάσεις ΝΑΤΟϊκήςδιχοτόμησης της Κύπρου μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας.

Οι προετοιμασίες των τριών Τουρκικών όπλων (αεροπορία, ναυτικό, στρατός ξηράς) για απόβαση είχαν ξεκινήσει μήνες πριν και χρονολογούνται το Νοέμβριο του 1973. Η Ελληνική χούντα το γνώριζε αυτό.

Η Τουρκική αποβατική δύναμη, παρά του ότι η Ελλάδα είχε να αντιτάξει δύο αμυντικά σχέδια απόκρουσης πιθανής Τουρκικής εισβολής, τα λεγόμενα «Αφροδίτη 1» και «Αφροδίτη 2» που είχε εκπονήσει ο Γρίβας το 1963-64, δεν συνάντησε ουσιαστική αντίσταση.

Τα σχέδια του Γρίβα ήταν, κατά το μάλλον, ασκήσεις επί χάρτου, εφόσον μπορούσαν να τύχουν κάποιας εφαρμογής μόνο σε περίπτωση που η Ελλάδα διέθετε τη μεραρχία που είχε σταλεί κρυφά στη Κύπρο επί Γεωργίου Παπανδρέου το 1964, αλλά που απέσυρε η χούντα το 1967.[1] 

Εξάλλου, ο Ιωαννίδης είχε πειστεί από τις ΗΠΑ προ πολλού να ενεργήσει για την ανατροπή του Μακαρίου για την επιβολή του ΝΑΤΟϊκού σχεδίου της «διπλής ένωσης».

Έτσι, μέσα στο χάος του πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου, όπου Ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις προσπαθούσαν ακόμα να εξολοθρεύσουν Μακαριακούς εθνοφρουρούς, η Τουρκική αποβατική δύναμη, με στήριξη αεροπορίας και αλεξιπτωτιστών, καταφέρνει και ενώνεται με το Τουρκοκυπριακό θύλακα του Άγιου Ιλαρίωνα/Κιόνελι μέχρι τη πρώτη «παύση πυρός» της 22ας Ιουλίου.

Ωστόσο, αυτή η παύση πυρός έδωσε την αφορμή στους επιτελάρχες Αραπάκη (αρχηγός στόλου) και Παπανικολάου (αρχηγός αεροπορίας), κάτω πάντα υπό την πίεση του Σίσκο, να επιχειρηματολογήσουν υπέρ της αναβολής επ’ αόριστον της αποστολής 17 μαχητικών Φάντομ στην Κύπρο καθώς και δύο υποβρυχίων.

Η Ελλάδα είχε τότε εμφατική υπεροχή, ειδικά στον αέρα. Η αποστολή των Νοράτλας στις 21-22 Ιουλίου έγινε πρόχειρα, σε ελλειπή συντονισμό με τη Κυπριακή πλευρά, που ωστόσο έφεραν αποτέλεσμα, συγκεκριμένα την μη-κατάληψη του αεροδρομίου της Λευκωσίας από Τουρκικές δυνάμεις.[2] 

Η αβεβαιότητα της Τουρκίας σε σχέση με τα στρατιωτικά της πλάνα έγκειτο στο γεγονός ότι δεν ήταν απολύτως σίγουρη σε ποιο σημείο του Κυπριακού εδάφους «θα σταματούσε», καθώς αυτό εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από την αυτοτέλεια που θα παρουσίαζε το Ελληνικό κράτος ως προς τις Αμερικανικές πιέσεις, αν δηλαδή θα εμπλέκετο ή όχι ως εγγυήτρια δύναμη στη Κύπρο κάτι που όχι μόνο είχε δικαίωμα αλλά και υποχρέωση να πράξη.

Αυτό το δίλημμα για την Ελληνική πλευρά ετίθετο εντονότερα στη νέα, πολιτική πλέον, ηγεσία των Καραμανλή-Μαύρου, εφόσον προήχε η προστασία του Ελληνικού στοιχείου και η αλλαγή της καταστροφικής πολιτικής της χούντας.

Γνωρίζουμε, βέβαια, τον αποτρεπτικό ρόλο που διεδραμάτισαν οι Κίσιντζερ-Σίσκο στην εμπλοκή της Ελλάδας στο Κυπριακό θέατρο επιχειρήσεων.

Η πίεση πάνω στη χούντα του Ιωαννίδη για μη-επέμβαση της Ελλάδας ήταν αφόρητη. Για παράδειγμα, στις 7 Ιουνίου του 1974, και με το σκεπτικό του ευάλωτου των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, ο Ιωαννίδης ανακοίνωσε ότι θα πρέπει, «για λόγους ασφαλείας, να αποφευχθεί με κάθε κόστος οποιαδήποτε πρόκληση από μέρους της Ελλάδας εναντίον της Τουρκίας».[3] 

Έπειτα, υπήρχε και η θεωρία του ότι «η Κύπρος είναι μακρυά και εκτός επιχειρησιακής δυνατότητας της Ελληνικής αεροπορίας». Η ίδια πολιτική ακολουθήθηκε, ουσιαστικά, και κατά την περίοδο της πρώτης εισβολής (20-22 Ιουλίου).

Έτσι, η Ελλάδα, διά στόματος Γρηγόρη Μπονάνου, αρχηγού στρατού την πρώτη ημέρα της εισβολής, εξεστόμισε την περίφημη φράση«Η Τουρκία εισβάλλει στην Κύπρο. Εμείς, όμως, είμαστε Ελλάς».

Είναι, ως ένα βαθμό, κατανοητή αυτή η στάση της χούντας του Ιωαννίδη την περίοδο 20-22 Ιουλίου και της επίτευξης προγεφυρώματος εκ μέρους των πρώτων αποβιβασθέντων στρατιωτικών τμημάτων της Τουρκίας στο Πέντε Μίλι.

Στο κάτω-κάτω, και όπως έχουν δείξει πλήθος αρχειακών μελετών, η χούντα στην Ελλάδα έγινε για δύο, ρητά αλληλένδετους, λόγους: να αποτρέψει πρωθυπουργοποίηση του Ανδρέα Γ. Παπανδρέου και να λυθεί το Κυπριακό με βάση το(α) σχέδιο(α) διχοτόμησης του Άτσεσον.

Η στάση της πολιτικής ηγεσίας Καραμανλή-Μαύρου, όμως, κατά τη διάρκεια της δεύτερης τουρκικής επέκτασης στο νησί, με πιο μέτρο μπορεί να κριθεί; Εδώ τίθεται ένα μεγάλο θέμα που δεν έχει ερευνηθεί διεξοδικά, και που έχει να κάνει με το θέμα της συνέχειας μεταξύ χουντικής και Καραμανλικής εξωτερικής πολιτικής, μια πολιτικής υποτελούς στις ΗΠΑ και, ταυτόχρονα, υποθαλψης των Τουρκικών στρατηγικών συμφερόντων στην Ανατολική Μεσόγειο.

Γνωρίζουμε ότι η Τουρκική πλευρά στις διαπραγματεύσεις της Γενεύης πριν τη δεύτερη προώθηση των Τουρκικών δυνάμεων στη Κύπρο, ζητούσε με εμμονή πράγματα που ούτε ο Μαύρος ούτε ο Κληρίδης μπορούσαν να δεχτούν, κι αυτό διότι ήθελαν να απαλλαγούν από την αβεβαιότητά του όποιου συμβιβασμού, δηλαδή να περιοριστούν σε Κυπριακό έδαφος της τάξης του 23%-25%.

Η Τουρκία, στην ουσία, ζητούσε να θέση σε εφαρμογή το δικό της αυτόνομο αμυντικό σχέδιο κατάληψης του 37% του νησιού, που θα τους προσέδιδε και «αμυντικό βάθος» ενώ γνώριζε τις πιέσεις που ασκούσε ο Σίσκο στην Ελληνική πλευρά για αποτροπή στρατιωτικής εμπλοκής της Ελλάδας.

Εδώ φάνηκε και η αυτονομία της Τουρκικής κρατικής πολιτικής απέναντι στο συμβιβασμό που πρότειναν οι ΗΠΑ-Μεγάλη Βρετανία και εδώ φάνηκε η βαθειά εξαρτημένη φύση του Ελληνικού κράτους από τα ΝΑΤΟϊκά ιμπεριαλιστικά κατεστημένα.

«Η Κύπρος είναι μακρυά», θα πει ο Καραμανλής στα μέσα Αυγούστου του 1974 όταν ο Τουρκικός στρατός έμπαινε στη Μόρφου και το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ είχε περικυκλωθεί δίνοντας μάχη ζωής και θανάτου.

Η ιστορική ευθύνη της Καραμανλικής Δεξιάς τον Αύγουστο του 1974 που εγκατέλειψε την Κύπρο με αντάλλαγμα την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ ήταν ότι όχι μόνο δεν πήρε την ορθή απόφαση της στρατιωτικής επέμβασης στην Κύπρο με σκοπό, αν όχι την πλήρη αναχαίτηση των Τουρκικών δυνάμεων, τουλάχιστον την επίτευξη διπλωματικού συμβιβασμού και το περιορισμό της επέκτασης της Τουρκίας στο νησί, αλλά, κυρίως στο ότι παλινδρόμησε και αμφιταλαντεύθηκε σε τέτοιο βαθμό με αποτέλεσμα τη μερική επιτυχία της αποστολής των Νοράτλας, την μη-απογείωση των Φάντομ και τη μη-αποστολή των υποβρυχίων.

Μ’ αυτή την έννοια, χρήζουν απόδοσης μεγίστων τιμών και αποκατάστασης ο Άγνωστος Έλληνας και Κύπριος στρατιώτης, που πολέμησαν στη Κύπρο απροστάτευτοι, μόνοι εναντίον όλων.

Ας ξεκινήσει από δω η κυβερνώσα Αριστερά στην Ελλάδα.

[1] Υπάρχει εδώ ακόμα διαμάχη για το αν η Μεραρχία στάλθηκε στη Κύπρο από το Γ. Παπανδρέου με σκοπό την εξυπηρέτηση της άμυνας του νησιού από πιθανή Τουρκική εισβολή, ή για να στηρίξει πραξικόπημα κατά του Μακαρίου προκειμένου να εφοαρμοστεί άνε από τα σχέδια του Άτσεσον. Η άποψη του γράφοντα είναι ότι εξυπηρετούσε και τους δύο σκοπούς.

[2] Ας μην δοθεί η εντύπωση ότι η Τουρκική απόβαση ήταν στρατιωτικά άψογη. Κάθε άλλο. Για παράδειγμα, Τουρκικές αποβιβαζόμενες δυνάμεις αποπροσανατολίστηκαν και έχασαν τη παραλία απόβασης ανατολικά της Κυρήνειας με αποτέλεσμα να αποβιβαστούν στο Πέντε Μίλι, εκεί που είχε αποβιβαστεί πρωτύτερα ένα άλλο Τουρκικό τμήμα. Ο συνωστισμός δημιούργησε πανικό, αλλά η δύναμη πυρός από Ελληνικής πλευράς ήταν ανύπαρκτη. Δεν είναι εδώ ο χώρος για διεξοδική εξέταση αυτού του θεματος. 

[3] Μάριος Ευβρυβιάδης, «Τρεις μοιραίες προσωπικότητες», Ιστορικά (ειδικό ένθετο Ελευθεροτυπίας), 17 Ιουλίου 2003, σ.10.

*Πρώτη δημοσίευση στο Φιλελεύθερο, 23 Ιουλίου 2018.

** Ο Βασίλης Κων/νου Φούσκας είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Ανατολικού Λονδίνου και αρχισυντάκτης της ακαδημαϊκής επιθεώρησης Journal of Balkan and Near Eastern Studies.

Πηγή: efsyn.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας