Με απόσταση σχεδόν τριών χρόνων η Άντζελα Μπρούσκου και η ομάδα του «Θεάτρου Δωματίου» επαναφέρει στη σκηνή την πολύ επιτυχημένη της παράσταση «Ψύχωση 4.48» της Βρετανίδας Σάρα Κέιν, στο Θέατρο Θησείον.
Τα πέντε συνολικά θεατρικά έργα της Κέιν ανεβασμένα, αδιάλειπτα, επί δύο σχεδόν δεκαετίες στις κεντρικές και περιφερειακές σκηνές της χώρας μας, είναι από τα πιο πολυσυζητημένα των τελευταίων χρόνων. Ανήκουν στο σύγχρονο θεατρικό είδος που αναπτύχθηκε στην Αγγλία τη δεκαετία του 1990 και ονομάζεται «Στα μούτρα θέατρο» (In–Yer–Face Theatre) ή αλλιώς «νέα βαρβαρότητα» (new brutalism). Με θέμα του τη βία και το σεξ στη δυτική κοινωνία του τέλους του 20ού αιώνα, ο θεατής αντιμετωπίζει μια απροκάλυπτη και βίαιη επίθεση από σκηνής, προκαλώντας την αντίδρασή του και, ιδανικά, την αφύπνισή του, όπως ομολόγησε σε συνέντευξή της η συγγραφέας. Η «Ψύχωση 4.48» είναι ένα κείμενο που δεν εγκλωβίζεται στη μορφή ενός μονολόγου ή ενός διαλόγου. Γραμμένο με τρόπο που να μπορεί να αποδοθεί από έναν ηθοποιό, και με υπόδειξη της Κέιν να παρουσιαστεί από τρεις, μία γυναίκα και δύο άντρες, εισέρχεται ευθύς εξ αρχής στο χώρο του μεταμοντέρνου, στον οποίο δεν αναγνωρίζεται η πρωτοκαθεδρία καμιάς μορφής και καμιάς σκέψης, αξιακής αρχής ή ιδεολογίας. Η δραματική φιγούρα, λοιπόν, πολυδιασπασμένη, όπως και η αλήθεια της, στα πολλά πρόσωπα, το λόγο και τις φωνές των ερμηνευτών της παράστασης, προαναγγέλλει την αυτοκτονία της στις 4.48 τα ξημερώματα, ώρα που στατιστικά συμβαίνουν οι περισσότερες αυτοκτονίες, ενώ, στον ενδιάμεσο χρόνο της παράστασης, γίνονται κάποιες «απόπειρες» προκειμένου να βιωθεί στο έπακρο, να τεκμηριωθεί και να ολοκληρωθεί η όλη πορεία προς τον στόχο. Το υποκείμενο, ούτε άνδρας ούτε γυναίκα, ούτε ασθενής ούτε γιατρός, ούτε θύμα ούτε θύτης, έρχεται αντιμέτωπο με την ετερότητα που κρύβει μέσα του, το σκοτεινό κομμάτι του εαυτού του. Αυτό το τρομερό Άλλο που στοιχειώνει την ύπαρξή μας, την προσδιορίζει, της δίνει χαρακτήρα και εντέλει μια μορφή, ένα πρόσωπο, για να φανερωθεί στον κόσμο, να συνδιαλαγεί μαζί του και, για το οποίο, καλούμαστε διαρκώς να αναλάβουμε την ευθύνη των πεπραγμένων του χωρίς, ωστόσο, να το ελέγχουμε ή να αποφασίζουμε εμείς για αυτό.
Η Άντζελα Μπρούσκου, από τους πρωτοπόρους της ελληνικής μεταμοντέρνας σκηνής, καταφέρνει να δώσει μια παράσταση υπόδειγμα της συγκεκριμένης καλλιτεχνικής έκφρασης, ελέγχοντας εκ των έσω και επί της ουσίας τους σκηνικούς κώδικες και τον πλουραλισμό των μέσων που διαθέτει το σύγχρονο θέατρο (ψηφιακές κάμερες, μικρόφωνα). Παρούσα η ίδια στη σκηνή, αναλαμβάνοντας μία από τις τρεις φωνές του έργου, την πιο ορθολογική και άτεγκτη, ενσαρκώνει το ρόλο του «γιατρού» που διαπιστώνει την απόκλιση του «νοσούντος υποκειμένου», όπως αυτό ερμηνεύεται εξαιρετικά από την πιο εσωστρεφή εκδοχή της Παρθενόπης Μπουζούρη και την πιο εξωστρεφή της Κωνσταντίνας Αγγελοπούλου. Η ερμηνεία της πρώτης επικεντρώνεται στην εκφραστικότητα του προσώπου της και τη συνδρομή των close up λήψεων της κάμερας σε αυτό, και της δεύτερης στην κίνηση του σώματος. Το σκηνικό κουαρτέτο συμπληρώνει η μουσικός της παράστασης Nalyssa Green με τις απόλυτα εναρμονισμένες στη δράση ηχητικές και φωνητικές παρεμβάσεις/ συνθέσεις της, κινούμενες κυρίως σε λυρικούς τόνους. Τέλος, έργο της Μπρούσκου είναι τόσο η μετάφραση όσο και το σκηνικό της παράστασης, που ολοκληρώνουν με τη σειρά τους το άρτιο αποτέλεσμα.
*Η Ναταλί Μηνιώτη είναι διδάκτωρ θεατρολόγος.