Με απώλειες της τάξης του 25,3% από τις αρχές της χρονιάς, με το μεγαλύτερο μέρος αυτών να έχει καταγραφεί τις τελευταίες δύο εβδομάδες και από την ημέρα του διεθνούς “ξεπουλήματος” που προκάλεσε η εξάπλωση του κοροναϊού σε όλο και περισσότερες χώρες και εντός των τειχών της Ευρώπης, το Χρηματιστήριο Αθηνών έχει πλέον την πρωτιά ως η αγορά με τις χειρότερες επιδόσεις διεθνώς το 2020 έως σήμερα. Ακολουθούν ο ρωσικός δείκτης RTSI με απώλειες 19%, ο WIG 20 της Πολωνίας με πτώση 18,2%, ο ΑΤΧ της Αυστρίας με απώλειες 18%, ο βραζιλιάνικος Bovespa o οποίος βρίσκεται στο -15%, ο βρετανικός FTSE 100 στο -14%, ο γαλλικός CAC 40 στο -13,8%.
Ο τραπεζικός δείκτης έχει χάσει 43% από τις αρχές του έτους, ενώ ο απολογισμός της τελευταίας αυτής εβδομάδας, όπου το Χ.Α βρέθηκε να χάνει τελικά τις 700 μονάδες, είναι απογοητευτικός. Ο Γενικός Δείκτης σημείωσε πτώση της τάξης του 4,9% -περιορίστηκε χάρη στο ισχυρό ριμπάουντ που σημείωσε μέσα στην εβδομάδα- αγγίζοντας πλέον νέα χαμηλά 52 εβδομάδων, ενώ ο τραπεζικός δείκτης σημείωσε βουτιά 12% καταγράφοντας και αυτός νέα χαμηλά 52 εβδομάδων.
Η εικόνα του Χ.Α. το οποίο έχει χάσει πάνω από 12 δισ. ευρώ από την κεφαλαιοποίησή του από τις αρχές του έτους, δημιουργεί επικίνδυνο προηγούμενο σε ό,τι αφορά τις “αντοχές” του για τη συνέχεια, με δεδομένο και η τρέχουσα βίαια διόρθωση έχει συνδυαστεί με εκτόξευση του τζίρου, που σημαίνει αυτομάτως και ισχυρή αποχώρηση επενδυτών, σε μία στιγμή που η επιστροφή των θεσμικών ήταν και το μεγάλο ζητούμενο.
Η Alpha Bank έκλεισε στο -14,92%, η Πειραιώς στο -7,28%, η Εθνική στο -10,56% και η Eurobank στο -13,13%. Από τα υπόλοιπα blue chips των οποίων η εικόνα ήταν δραματική, τις μεγαλύτερες απώλειες σημείωσαν η ΔΕΗ η οποία έκλεισε στο -14,23%, η ΓΕΚ Τέρνα στο -10,09%, η Motor Oil στο -8,23%, η Σαράντης στο -6,51%, η Aegean στο -6,04%, ο ΟΠΑΠ στο -5,74% , η Jumbo στο -5,12% και η Lamda Development στο -5,07%.
Η έλλειψη οποιασδήποτε ορατότητας σχετικά με τις συνέπειες της κρίσης που έχει προκαλέσει ο κοροναϊος στην οικονομία, εντείνει την αβεβαιότητα και τη μεταβλητότητα, κάνοντας την φυγή των επενδυτών μονόδρομο. Επιπλέον, η έως τώρα αντίδραση της Wall Street στην έκτακτη μείωση των επιτοκίων από την Fed δείχνει ξεκάθαρα πως η νομισματική πολιτική δεν φαίνεται να καταφέρνει πολλά. “Η αδυναμία ποσοτικοποίησης των επιπτώσεων στην οικονομική δραστηριότητα και η έλλειψη ορατότητας αναφορικά με τον χρονικό ορίζοντα εξομάλυνσης της ταχύτητας διάδοσης της επιδημίας οδηγούν τις αγορές σε αυτήν την έντονη, τοξική καθοδική πορεία”, σημειώνει χαρακτηριστικά παράγοντας της αγοράς.
Ο έλεγχος του Χ.Α σχεδόν αποκλειστικά από ξένα επιθετικά χαρτοφυλάκια, οι απαιτητικές αποτιμήσεις σε αρκετές μετοχές, η ρηχότητα αλλά και η σοβαρή έλλειψη εγχώριας επενδυτικής δυναμικής, είναι από τους παράγοντες που ενέτειναν την διόρθωση λόγω κοροναϊού στο Χ.Α – μία κρίση η οποία δημιουργεί έντονο προβληματισμό για τις προοπτικές του τουρισμού ο οποίος και αποτελεί ένα από τα μεγάλα στηρίγματα της ανάπτυξης – ενώ στο κάδρο έχει προστεθεί και η αβεβαιότητα που προκαλούν οι εξελίξεις με την Τουρκία και το μεταναστευτικό.
Σύμφωνα και με τον κ. Λουκά Παπαϊωάννου, οικονομολόγο της Fast Finance, οι λόγοι της βίαιας διόρθωσης που βιώνει το Χ.Α είναι εξωγενείς και ενδογενείς και δικαιολογούν την αυξημένη μεταβλητότητα, ενώ είναι πλέον εμφανείς σε όλο και περισσότερους επενδυτές, ξένους και εγχώριους, θεσμικούς και ιδιώτες. Οι προφανείς χρηματιστηριακοί “εχθροί” (πέραν των γνωστών παθογενειών του Χ.Α., όπως η ρηχότητα) που ενισχύονται είναι, όπως σημειώνει, η δραματική κλιμάκωση του μεταναστευτικού και η συνεχιζόμενη εξάπλωση των κρουσμάτων του κοροναϊού, η οποία αναμένεται να αυξήσει την επιφυλακτικότητα των καταναλωτών και τις αρνητικές παρενέργειες στην ελληνική οικονομία και στις επιχειρήσεις. Αν και μέχρι τώρα διατηρείται υπό έλεγχο η κατάσταση, είναι πολύ εύκολο να ξεφύγει από τον έλεγχο, όπως φάνηκε στην περίπτωση του ασθενούς από την Ηλεία.
Επιπλέον τα συνεχιζόμενα διαρθρωτικά προβλήματα της Ελληνικής Οικονομίας, που εμφανίζονται σε πρόδρομους μακροοικονομικούς δείκτες, οι καθυστερήσεις και αναβολές στις διαρθρωτικές αλλαγές (κυρίως στον Δημόσιο τομέα) και η έλλειψη σοβαρής παραγωγικής δυναμικής της Χώρας, μετά το τέλος της μετεκλογικής περιόδου χάριτος άρχισαν να επανεμφανίζονται.
Έτσι δεν είναι τυχαίο ότι οι μεγαλύτερες πιέσεις για άλλη μια φορά επικεντρώθηκαν στον τραπεζικό κλάδο, που μετά από τόσα χρόνια και αλλεπάλληλες αυξήσεις κεφαλαίου, συνεχίζουν να αποτελούν τον “αδύναμο κρίκο” του συστήματος.
*Ελευθερία Κουρτάλη