Μόνο η ενότητα σε κοινές επιμέρους δράσεις δεν αρκεί, ούτε διασφαλίζει την πολιτική ηγεμονία της Αριστεράς. Αντίθετα, και η ενότητα στη δράση υπονομεύεται από την έλλειψη βούλησης για την προώθηση μιας πρότασης πολιτικής συμμαχίας που θα αφορά ένα ευρύ φάσμα αριστερών δυνάμεων, από το ΚΚΕ μέχρι την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Συνεπής στην γραμμή της νεοφιλελεύθερης μετάλλαξης, της ολοκληρωτικής εφαρμογής των μνημονίων και της πλήρους υποταγής στις απαιτήσεις των δανειστών, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ εκλιπαρεί για το κλείσιμο της αξιολόγησης, που θα σημάνει πρόσθετα βάρη για την εργατική και τις άλλες λαϊκές τάξεις. Το νέο βαρύ «ψαλίδι» στις συντάξεις, η περαιτέρω μείωση του αφορολόγητου, οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί, το ξεπούλημα της ΔΕΗ, η απελευθέρωση των απολύσεων, θα εξαντλήσουν όσες οικονομικές αντοχές έχουν απομείνει σε μια κοινωνία που βιώνει ήδη την εξαθλίωσή της. Παράλληλα, θα ενισχύσουν τις κοινωνικές ανισότητες, αφού οι «μεταρρυθμίσεις» που απαιτεί η τρόικα έχουν σαφές ταξικό πρόσημο και θίγουν σχεδόν αποκλειστικά τα κατώτερα λαϊκά στρώματα, οδηγώντας σε ένα νέο σπιράλ ύφεσης και αύξησης του χρέους, που διαρκώς θα μετακυλίεται στους οικονομικά ασθενέστερους.
Οι «μεταρρυθμίσεις» που είναι βέβαιο ότι θα αποδεχθεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ επικαλούμενη την γνωστή «παραφιλολογία» περί δήθεν αντισταθμιστικών μέτρων (εκτός κι αν, για λόγους εκλογικής της «αυτοσυντήρησης», επιλέξει την έξοδο), διαμορφώνουν ένα εφιαλτικό κοινωνικό τοπίο, που, αναπόφευκτα, συνοδεύεται από μια συρρίκνωση των δημοκρατικών θεσμών, αύξηση της καταστολής και επιβολή μιας ρατσιστικής αντιπροσφυγικής ατζέντας, στα μέτρα μιας ΕΕ και μιας Ευρώπης-Φρούριο που ολοένα και περισσότερο ενσωματώνει ακροδεξιές επιλογές.
Αίσθηση αδιεξόδου
Μέσα σε αυτό το ζοφερό πλαίσιο, η Αριστερά έχει υποστεί μια εξαιρετικά τρομακτική δυσφήμιση. Η αποδοχή από τον «αριστερό» ΣΥΡΙΖΑ του δόγματος ΤΙΝΑ και η ταχύτατη προσαρμογή και αφομοίωση του στελεχικού του δυναμικού στις νεοφιλελεύθερες δομές και πρακτικές άσκησης της εξουσίας, έχουν πλήξει καίρια το ηθικό και πολιτικό πλεονέκτημα που η Αριστερά εξακολουθούσε να διατηρεί ακόμη και σε περιόδους δεινής ήττας της. Αυτήν τη δυσφήμιση δεν την «χρεώνεται» μόνο ο μνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και οι δυνάμεις της αντιμνημονιακής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, ανεξαρτήτως στάσης και διαφοροποιήσεων, όπως ακριβώς συνέβη και κατά την περίοδο κατάρρευσης του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Η αίσθηση του πολιτικού αδιεξόδου, της απογοήτευσης και της αποστράτευσης ακόμη και αγωνιστών που αντιτάχθηκαν δυναμικά στην ψήφιση των μνημονίων, επιτείνεται από τον σημερινό κατακερματισμό της ριζοσπαστικής/αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και το σεχταρισμό που φαίνεται να έχει κυριαρχήσει σήμερα στους κόλπους της. Μιας Αριστεράς που στα λόγια προκρίνει την ενότητα, αλλά στην πράξη δυσανασχετεί ή και αρνείται την αναγκαιότητα συγκρότησης ενός ενιαίου πολιτικού μετώπου που, χωρίς την ανάγκη πλήρους ταύτισης ως προς τις απαντήσεις σε όλα τα ανοιχτά πολιτικά επίδικα, θα προωθεί, παράλληλα με έναν διαρκή και ανοιχτό πολιτικό διάλογο, τον κοινό πολιτικό βηματισμό ως προσπάθεια ανασύνθεσης της Αριστεράς και κοινής απάντησης στα προβλήματα της κοινωνίας. Κατευθύνοντας τα ρυάκια των αγώνων που εξακολουθούν να αναπτύσσονται σε ένα μεγάλο ποτάμι που θα τα συσπειρώσει και τους δώσει τη δυναμική να επηρεάσουν ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας, αλλάζοντας τη ζωή των ανθρώπων.
Ένα τέτοιου είδους μέτωπο δεν μπορεί να συγκροτηθεί με τη λογική της περιχαράκωσης και του πολιτικού «καθρέφτη». Ιδίως όταν οι θέσεις πάνω στις οποίες αναπτύσσεται αυτή η λογική της περιχαράκωσης είναι σε μεγάλο βαθμό προσχηματικές, εξυπηρετώντας τη διαίρεση, ενώ συχνά «τέμνονται» με έναν ιδιότυπο οπορτουνισμό: αυτόν που επιτρέπει συμμαχίες με δυνάμεις που, στο ιδεολογικοπολιτικό πεδίο, αποκλίνουν περισσότερο από τον φορέα που τις προτείνει, αλλά αρνείται τις συγκλίσεις με δυνάμεις που θεωρούνται «ανταγωνιστικές» στο πεδίο της μικροπολιτικής σκοπιμότητας. Δεν εξηγείται διαφορετικά η σημερινή άρνηση μιας ενιαιομετωπικής ενότητας της Αριστεράς που αντιτάχθηκε στα μνημόνια, στην ευρωζώνη και στην ΕΕ.
Δεν εξηγείται διαφορετικά ούτε ο υποτιμητικός διαχωρισμός της «ενωτικής» πρότασης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως προς την ΛΑΕ και το ΚΚΕ σε δύο σκέλη, ένα κινηματικό και ένα πολιτικό, που ουσιαστικά αναπαράγει την πρόταση του ΚΚΕ περί «κοινωνικών συμμαχιών», αποκλείοντας παντελώς την κεντρική πολιτική συνεργασία με τις δυνάμεις αυτές. Επιτρέποντας έτσι «δεύτερες σκέψεις» για την αξιοπιστία και την σκοπιμότητα της πρότασής της.
Συμμαχία
Προφανώς, η βάση για τη συγκρότηση κάθε πολιτικής συμμαχίας είναι η ενότητα στους αγώνες και στην κοινή δράση. Ωστόσο μόνο η ενότητα σε κοινές επιμέρους δράσεις δεν αρκεί, ούτε διασφαλίζει την πολιτική ηγεμονία της Αριστεράς. Αντίθετα, και η ενότητα στη δράση υπονομεύεται από την έλλειψη βούλησης για την προώθηση μιας πρότασης πολιτικής συμμαχίας που θα αφορά ένα ευρύ φάσμα αριστερών δυνάμεων, από το ΚΚΕ μέχρι την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Συμπεριλαμβάνοντας όλες τις δυνάμεις που διαχωρίστηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ από το καλοκαίρι του 2015, όπως η Δικτύωση Ριζοσπαστικής Αριστεράς και η Πλεύση Ελευθερίας.
Μια τέτοιου είδους κινηματική και πολιτική συμμαχία είναι που θα επιτρέψει την ανάπτυξη της πρότασης για την ανατροπή της λιτότητας και των μνημονίων στη βάση της ρήξης με τους δανειστές και της άρνησης πληρωμής του χρέους, της εξόδου από το ευρώ και της αποδέσμευσης από την ΕΕ, της εθνικοποίησης των τραπεζών και των καίριων παραγωγικών τομέων, στη βάση ενός μεταβατικού προγράμματος για τον παραγωγικό μετασχηματισμό και την αναδιανομή του πλούτου υπέρ των φτωχών.
Ένα τέτοιο μέτωπο, που προτείνεται από τη ΛΑΕ και το Κόκκινο Δίκτυο, είναι ακόμη πιο αναγκαίο σε μια χρονική στιγμή όπου οι δυνάμεις του φασισμού και της ακροδεξιάς, πατώντας στο έδαφος του ρατσισμού, της ισλαμοφοβίας και της οικοδόμησης του κράτους «έκτακτης ανάγκης», παίρνουν «κεφάλι» σε πολλές χώρες της Ευρώπης και του πλανήτη, επωφελούμενες από την κρίση, αλλά και όπου την απαξίωση που προκάλεσε σε διεθνές επίπεδο η μνημονιακή διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Ας το ξανασκεφτούμε, λοιπόν, προτού είναι πολύ αργά!
*μέλος της ΛΑΕ και του Κόκκινου Δικτύου
Αναδημοσίευση από την “Εργατική Αριστερά”, φ. 381 (5/4)
Οι «μεταρρυθμίσεις» που είναι βέβαιο ότι θα αποδεχθεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ επικαλούμενη την γνωστή «παραφιλολογία» περί δήθεν αντισταθμιστικών μέτρων (εκτός κι αν, για λόγους εκλογικής της «αυτοσυντήρησης», επιλέξει την έξοδο), διαμορφώνουν ένα εφιαλτικό κοινωνικό τοπίο, που, αναπόφευκτα, συνοδεύεται από μια συρρίκνωση των δημοκρατικών θεσμών, αύξηση της καταστολής και επιβολή μιας ρατσιστικής αντιπροσφυγικής ατζέντας, στα μέτρα μιας ΕΕ και μιας Ευρώπης-Φρούριο που ολοένα και περισσότερο ενσωματώνει ακροδεξιές επιλογές.
Αίσθηση αδιεξόδου
Μέσα σε αυτό το ζοφερό πλαίσιο, η Αριστερά έχει υποστεί μια εξαιρετικά τρομακτική δυσφήμιση. Η αποδοχή από τον «αριστερό» ΣΥΡΙΖΑ του δόγματος ΤΙΝΑ και η ταχύτατη προσαρμογή και αφομοίωση του στελεχικού του δυναμικού στις νεοφιλελεύθερες δομές και πρακτικές άσκησης της εξουσίας, έχουν πλήξει καίρια το ηθικό και πολιτικό πλεονέκτημα που η Αριστερά εξακολουθούσε να διατηρεί ακόμη και σε περιόδους δεινής ήττας της. Αυτήν τη δυσφήμιση δεν την «χρεώνεται» μόνο ο μνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και οι δυνάμεις της αντιμνημονιακής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, ανεξαρτήτως στάσης και διαφοροποιήσεων, όπως ακριβώς συνέβη και κατά την περίοδο κατάρρευσης του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Η αίσθηση του πολιτικού αδιεξόδου, της απογοήτευσης και της αποστράτευσης ακόμη και αγωνιστών που αντιτάχθηκαν δυναμικά στην ψήφιση των μνημονίων, επιτείνεται από τον σημερινό κατακερματισμό της ριζοσπαστικής/αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και το σεχταρισμό που φαίνεται να έχει κυριαρχήσει σήμερα στους κόλπους της. Μιας Αριστεράς που στα λόγια προκρίνει την ενότητα, αλλά στην πράξη δυσανασχετεί ή και αρνείται την αναγκαιότητα συγκρότησης ενός ενιαίου πολιτικού μετώπου που, χωρίς την ανάγκη πλήρους ταύτισης ως προς τις απαντήσεις σε όλα τα ανοιχτά πολιτικά επίδικα, θα προωθεί, παράλληλα με έναν διαρκή και ανοιχτό πολιτικό διάλογο, τον κοινό πολιτικό βηματισμό ως προσπάθεια ανασύνθεσης της Αριστεράς και κοινής απάντησης στα προβλήματα της κοινωνίας. Κατευθύνοντας τα ρυάκια των αγώνων που εξακολουθούν να αναπτύσσονται σε ένα μεγάλο ποτάμι που θα τα συσπειρώσει και τους δώσει τη δυναμική να επηρεάσουν ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας, αλλάζοντας τη ζωή των ανθρώπων.
Ένα τέτοιου είδους μέτωπο δεν μπορεί να συγκροτηθεί με τη λογική της περιχαράκωσης και του πολιτικού «καθρέφτη». Ιδίως όταν οι θέσεις πάνω στις οποίες αναπτύσσεται αυτή η λογική της περιχαράκωσης είναι σε μεγάλο βαθμό προσχηματικές, εξυπηρετώντας τη διαίρεση, ενώ συχνά «τέμνονται» με έναν ιδιότυπο οπορτουνισμό: αυτόν που επιτρέπει συμμαχίες με δυνάμεις που, στο ιδεολογικοπολιτικό πεδίο, αποκλίνουν περισσότερο από τον φορέα που τις προτείνει, αλλά αρνείται τις συγκλίσεις με δυνάμεις που θεωρούνται «ανταγωνιστικές» στο πεδίο της μικροπολιτικής σκοπιμότητας. Δεν εξηγείται διαφορετικά η σημερινή άρνηση μιας ενιαιομετωπικής ενότητας της Αριστεράς που αντιτάχθηκε στα μνημόνια, στην ευρωζώνη και στην ΕΕ.
Δεν εξηγείται διαφορετικά ούτε ο υποτιμητικός διαχωρισμός της «ενωτικής» πρότασης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως προς την ΛΑΕ και το ΚΚΕ σε δύο σκέλη, ένα κινηματικό και ένα πολιτικό, που ουσιαστικά αναπαράγει την πρόταση του ΚΚΕ περί «κοινωνικών συμμαχιών», αποκλείοντας παντελώς την κεντρική πολιτική συνεργασία με τις δυνάμεις αυτές. Επιτρέποντας έτσι «δεύτερες σκέψεις» για την αξιοπιστία και την σκοπιμότητα της πρότασής της.
Συμμαχία
Προφανώς, η βάση για τη συγκρότηση κάθε πολιτικής συμμαχίας είναι η ενότητα στους αγώνες και στην κοινή δράση. Ωστόσο μόνο η ενότητα σε κοινές επιμέρους δράσεις δεν αρκεί, ούτε διασφαλίζει την πολιτική ηγεμονία της Αριστεράς. Αντίθετα, και η ενότητα στη δράση υπονομεύεται από την έλλειψη βούλησης για την προώθηση μιας πρότασης πολιτικής συμμαχίας που θα αφορά ένα ευρύ φάσμα αριστερών δυνάμεων, από το ΚΚΕ μέχρι την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Συμπεριλαμβάνοντας όλες τις δυνάμεις που διαχωρίστηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ από το καλοκαίρι του 2015, όπως η Δικτύωση Ριζοσπαστικής Αριστεράς και η Πλεύση Ελευθερίας.
Μια τέτοιου είδους κινηματική και πολιτική συμμαχία είναι που θα επιτρέψει την ανάπτυξη της πρότασης για την ανατροπή της λιτότητας και των μνημονίων στη βάση της ρήξης με τους δανειστές και της άρνησης πληρωμής του χρέους, της εξόδου από το ευρώ και της αποδέσμευσης από την ΕΕ, της εθνικοποίησης των τραπεζών και των καίριων παραγωγικών τομέων, στη βάση ενός μεταβατικού προγράμματος για τον παραγωγικό μετασχηματισμό και την αναδιανομή του πλούτου υπέρ των φτωχών.
Ένα τέτοιο μέτωπο, που προτείνεται από τη ΛΑΕ και το Κόκκινο Δίκτυο, είναι ακόμη πιο αναγκαίο σε μια χρονική στιγμή όπου οι δυνάμεις του φασισμού και της ακροδεξιάς, πατώντας στο έδαφος του ρατσισμού, της ισλαμοφοβίας και της οικοδόμησης του κράτους «έκτακτης ανάγκης», παίρνουν «κεφάλι» σε πολλές χώρες της Ευρώπης και του πλανήτη, επωφελούμενες από την κρίση, αλλά και όπου την απαξίωση που προκάλεσε σε διεθνές επίπεδο η μνημονιακή διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Ας το ξανασκεφτούμε, λοιπόν, προτού είναι πολύ αργά!
*μέλος της ΛΑΕ και του Κόκκινου Δικτύου
Αναδημοσίευση από την “Εργατική Αριστερά”, φ. 381 (5/4)