26 Νοέμβρη του 1943. Μέρα φονική, μέρα τρόμου, μέρα πένθους. Μέρα που στο Μονοδένδρι της Λακωνίας, οι ναζιστές-φασίστες εκτέλεσαν 118, διαλεχτά παλικάρια της Σπάρτης. Όλοι τους ΕΑΜίτες, κομμουνιστές, ΕΠΟΝίτες, αντιστασιακοί.
26 Νοέμβρη του 2018. Μέρα μνήμης, μέρα περισυλλογής, μέρα αφύπνισης. Η ηρωική θυσία τους, σύμβολο, παράδειγμα και έμπνευση για αντίσταση και αγώνες σήμερα και πάντα σε κάθε μορφή βίας και φασισμού.
Το παρακάτω ποίημα, έχει γραφτεί στις 26 Νοέμβρη του 1969, από το συναγωνιστή Σταύρο Ψιμογεράκο, από την Πετρίνα Λακωνίας, όταν ήταν εξόριστος, από τη χούντα,
στο Παρθένι της Λέρου.
Είναι αφιερωμένο, στη χαροκαμένη μάνα, τη Τζιβανοπουλίνα, που της εκτέλεσαν τέσσερις γιους.
Η ΤΖΙΒΑΝΟΠΟΥΛΙΝΑ
Τί έχεις κυρά κι είσαι αχαμνή και είσαι λυπημένη;
Τί έχεις και είσαι ξεμάλλιαστη και μαυροφορεμένη;
Τί έχεις και πήρες τα βουνά και τρέχεις στα δρολάπια
και δρασκελάς τα διάσελα και δρασκελάς στους λόγγους;
Μην είσαι χαροκτύπητη χαροκυνηγημένη;
Μην είσαι η Τζαβέλενα μην είσαι η Μπουμπουλίνα;
Ξεσφάλισε το στόμα σου το λόγο σου αρχίνα.
Δεν είμαι η Τζαβέλενα δεν είμαι η Μπουμπουλίνα
μια μάνα είμαι, Σπαρτιάτισσα, η Τζιβανοπουλινά.
Το Μονοδένδρι θα διαβώ, θα βγω ψηλά στη χούνη να συναντήσω το γιατρό, το Χρήστο τον Καρβούνη,
κι άλλους πολλούς γέρους και νιους, λεβέντες ΕΑΜίτες
και τους δικούς μου τέσσερους λεβέντης ΕΠΟΝίτες
που σκότωσαν οι Γερμανοί οι ταγματασφαλίτες.
Για τούτο πήρα τα βουνά, ματάκια μου και φως μου.
Γιατί έχασα το είναι μου και το συλλοϊκό μου.
Τους έπεσα γονατιστή, τους φίλησα τα πόδια
από τα τέσσερα παιδιά να αφήσουνε το ένα.
Και οι προδότες μου ‘πανε έλα και διάλεξέ το.
Ποια σκύλα μάνα είναι αυτή που τα παιδιά διαλέγει,
να κάνει βήμα στο σωρό, να μπει και να διαλέξει;
Ποιόνε να αφήσω στο σωρό και ποιον να διαφεντέψω;
Το πρωτοπαίδι ή το στερνό; Το δεύτερο ή το τρίτο;
Που όλα και τα τέσσερα καρδιά μου είναι και αίμα;
Όρος βαρύς, όρος σκληρός, μπροστά γκρεμός,
βαθύς γκρεμός φαράγγι από ξωπίσω.
Ποιόνε να αφήσω στη σφαγή και ποιόνε να κρατήσω;
Δεν είναι γλέντι η ζωή και ο θάνατος παιχνίδι.
Η τρέλα τα συλλοϊκά τρυπάει σα μαύρο φίδι.
Σαν πικραμένη Παναγιά, Αρτέμιδα ορθία τ’ αψηλού,
ορθώνω το κορμί, και στους προδότες λέω:
Εγώ δε ξεδιαλέω, πάρε τους και τους τέσσερους.
Χαλάλι της πατρίδας, της λευτεριάς της ακριβής,
να γίνουν ηλιαχτίδα.
Μοιρολογάει η Αράχωβα, ο Μαλεβός δακρύζει
και ο Πενταδάχτυλος σεμνά, σκύβει και γονατίζει,
το Μονοδένρι προσκυνά.
Τ’ αηδόνια βουβάθηκαν δεν κελαηδούν στο ρέμα,
βάφτηκε ο ήλιος κόκκινος έγινε ο ήλιος αίμα.
Αν τύχει ξένε και διαβείς και πας κατά τη Σπάρτη,
πες στους προδότες να χαθούν, να πέσουν στον Ευρώτα,
για να ξεπλύνουν την ντροπή που δώκανε στη Σπαρτη.
Αν τύχει ξένε και διαβείς και πας στις Θερμοπύλες
στο Λεωνίδα ιστόρησε, ξένε αυτά που είδες
του στέλνουν χαιρετίσματα, οι έλατοι, οι κέδροι,
τα νέα Σπαρτιατόπουλα, από το ΜΟΝΟΔΕΝΔΡΙ.