Πρόσφατα, µε αφορµή την τοποθέτηση του υιού Νετανιάχου σχετικά µε την τουρκική βαρβαρότητα, επισηµαίνοντας τους γενοκτονικούς διωγµούς στους οποίους κατέφευγε η Οθωµανική Αυτοκρατορία εναντίον εθνικών µειονοτήτων, των Ελλήνων, των Αρµενίων, των Ασσυρίων κ.ά., αποµαγνητοφωνήσαµε σχετική ραδιοφωνική µας εκποµπή µε τον Λεωνίδα Αποσκίτη, όπου αποκαλύπτεται µια επιµελής αποσιωπηµένη σφαγή 30.000 Ελλήνων αιχµαλώτων, στην οποία επιδόθηκαν οι µακελάρηδες του Κεµάλ αµέσως µετά το τέλος της µικρασιατικής τραγωδίας. Το 1922 είναι µια από τις χρονολογίες-ορόσηµο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς κατέρρευσε το ελληνικό µέτωπο στη Μικρά Ασία και ο ελληνικός στρατός υποχρεώθηκε σε άτακτη υποχώρηση και σε ουσιαστική διάλυση. Ακολούθησε η κατάληψη από τα κεµαλικά στρατεύµατα όλων των περιοχών της Μικράς Ασίας που βρίσκονταν υπό ελληνική κατοχή από τον Μάιο του 1919, περιλαµβανοµένης και της Σµύρνης, που, σύµφωνα µε τη Συνθήκη των Σεβρών, βρισκόταν υπό την προσωρινή διοίκηση της Ελλάδας.
Έλληνες αιχμάλωτοι πολέμου
Η άτακτη υποχώρηση των ελληνικών στρατευµάτων είχε ως αποτέλεσµα ένας µεγάλος αριθµός στρατιωτικών να αιχµαλωτισθεί από τους Τούρκους. Στις αρχές Οκτωβρίου 1922 εξεδόθη επίσηµο ανακοινωθέν του τουρκικού υπουργείου Πολέµου µε στοιχεία των αιχµάλωτων στρατιωτών. Τα αντίστοιχα ελληνικά στοιχεία εδόθησαν στον Ερυθρό Σταυρό από τις ελληνικές στρατιωτικές Αρχές και αναφέρονται στην έκθεση της επιτροπής που λειτούργησε υπό την αιγίδα του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Οι βεβαιωµένοι νεκροί του ελληνικού στρατού κατά την περίοδο από 1ης Νοεµβρίου 1920 µέχρι και τη Μικρασιατική Καταστροφή, τον Σεπτέµβριο του 1922, ήσαν 7.860. Οι αριθµοί των αγνοούµενων Ελλήνων στρατιωτικών, των αιχµαλωτισθέντων τον Οκτώβριο του 1922 και εκείνων που τελικώς απελευθερώθηκαν και επέστρεψαν έχουν ως ακολούθως: Οι παλιννοστούντες ήσαν περίπου οι µισοί από όσους είχε παραδεχθεί η Τουρκία ότι είχε συλλάβει ως αιχµαλώτους τον Οκτώβριο του 1922. Οι Τούρκοι δεν είχαν πρόθεση να επιστρέψουν τους αιχµαλώτους πολέµου πριν υπογραφεί η Συνθήκη Ειρήνης, διότι θεωρούσαν ότι υπήρχε πιθανότητα να επιστρατευθούν εκ νέου και να πολεµήσουν εναντίον τους. Οι τελευταίοι Ελληνες αιχµάλωτοι πολέµου επέστρεψαν τον Μάρτιο του 1924.
Το τέλος της σφοδρότερης ελληνοτουρκικής συγκρούσεως στη σύγχρονη ιστορία είχε τραγικές συνέπειες για τον άµαχο πληθυσµό. Μέσα σε λίγες εβδοµάδες, η ∆υτική Μικρά Ασία είχε πλήρως εκκενωθεί από τον ελληνικό πληθυσµό, ενώ δεκάδες χιλιάδες Ελληνες και Αρµένιοι που δεν κατόρθωσαν να φύγουν αιχµαλωτίσθηκαν και, κατά κανόνα, βρήκαν τον θάνατο.
Έλληνες πολιτικοί κρατούμενοι
Στις 3/16 Σεπτεµβρίου 1922, µία εβδοµάδα µετά την είσοδο των Τούρκων στη Σµύρνη, ο στρατιωτικός διοικητής Σµύρνης, Νουρεντίν, µε την υπ’ αριθµόν 5 διαταγή του, έδωσε εντολή να συλληφθούν όλοι οι άρρενες Ελληνες και Αρµένιοι ηλικίας από 18 έως 45 ετών. Στην πράξη συνελήφθησαν όλοι οι άρρενες ηλικίας από 15 έως 55-60 ετών. Με την ίδια απόφαση εκλήθησαν όλες οι οικογένειες των Ελλήνων και των Αρµενίων που κατάγονταν από τα µικρασιατικά παράλια να εγκαταλείψουν τη χώρα µέχρι τη 17η / 30ή Σεπτεµβρίου 1922. Οσοι δεν µπόρεσαν να φύγουν µέχρι τη συγκεκριµένη ηµεροµηνία θεωρήθηκαν ύποπτοι απειλής κατά της ασφάλειας του στρατού και της δηµοσίας τάξεως, µε συνέπεια να εξορισθούν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Εκεί εντάχθηκαν στα λεγόµενα «τάγµατα εργασίας» (αµελέ ταµπουρού). Τα συγκεκριµένα τάγµατα είχαν δηµιουργηθεί από τους Νεότουρκους λίγο πριν τον Α’ Παγκόσµιο Πόλεµο, προκειµένου να στελεχωθούν από ανεπιθύµητους στρατευµένους (κυρίως Ελληνες και Αρµενίους). Οι συνθήκες διαβιώσεως σε αυτά ήσαν τραγικές, αφού παρουσίαζαν υψηλότερη θνησιµότητα ακόµα και συγκριτικά µε τις µονάδες που βρίσκονταν στο µέτωπο. Αναφέρεται ότι η µέση διάρκεια ζωής σε αυτά τα τάγµατα ήσαν δύο µήνες. Οι κεµαλικοί συνέχισαν την ίδια πρακτική.
Από τους εκατοντάδες χιλιάδες αμάχους που συνελήφθησαν από τους Τούρκους, σχεδόν όλοι εξοντώθηκαν – Στην Ελλάδα επέστρεψαν μόνον 320 άτομα
Κατά τις µαρτυρίες, υπολογίζεται ότι από την περιοχή της Σµύρνης και τις γύρω πόλεις συνελήφθησαν από 125.000 έως 150.000 άτοµα. Στον αγγλικό Τύπο της εποχής αναφέρθηκε ότι, σύµφωνα µε τουρκικές πηγές, είχαν συλληφθεί 125.000 άνδρες. Ο Αγγελοµάτης αναφέρει περισσότερους από 150.000, συνυπολογίζοντας όµως και τα γυναικόπαιδα. Ο επίτροπος της Κοινωνίας των Εθνών για τους Πρόσφυγες, Νάνσεν, παρατήρησε τον Νοέµβριο του 1922 ότι οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία αποτελούντο κυρίως από γυναικόπαιδα και ηλικιωµένους άνδρες. Σύµφωνα µε στοιχεία που είχαν παρατεθεί στη Βουλή των Ελλήνων το 1924, περίπου 270.000 πολίτες είχαν συλληφθεί από τους Τούρκους (τα στοιχεία αυτά θα πρέπει να αντιµετωπίζονται µε επιφύλαξη, διότι δεν υπήρχαν ελληνικές Αρχές στη Μικρά Ασία οι οποίες θα µπορούσαν να προβούν σε καταµέτρηση των αιχµαλώτων). Οι επισκέψεις από τον ∆ιεθνή Ερυθρό Σταυρό και την οργάνωση Near East Relief επετράπησαν αρκετούς µήνες µετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και ενώ είχαν προηγηθεί µαζικές σφαγές κρατουµένων ή χιλιάδες θάνατοι στα τάγµατα εργασίας. Από τους εκατοντάδες χιλιάδες αµάχων που συνελήφθησαν από τους Τούρκους, σχεδόν όλοι εξοντώθηκαν. Στην Ελλάδα επέστρεψαν µόνον 320 άτοµα. Μεταξύ αυτών δεν υπήρχαν γυναίκες και παιδιά. Οπως συνήθως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις, µετά τις σφαγές επενέβησαν οι Μεγάλες ∆υνάµεις. Στις 20 Σεπτεµβρίου / 3 Οκτωβρίου 1922 συνεκλήθη στα Μουδανιά, µια κωµόπολη στη θάλασσα του Μαρµαρά, Στρατιωτική Σύσκεψη Ανακωχής. Σε αυτή συµµετείχαν η Βρετανία, η Γαλλία, η Ιταλία και η κεµαλική Τουρκία. Η Ελλάδα προσκλήθηκε προς το τέλος της Συσκέψεως, όταν οι βασικές αποφάσεις για την αποχώρηση των ελληνικών στρατευµάτων από την Ανατολική Θράκη είχαν σχεδόν οριστικοποιηθεί.
Ανταλλαγή αιχμάλωτων πολέμου και πολιτικών κρατούμενων μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας
Εκτός από τους Ελληνες αιχµαλώτους στην Τουρκία, υπήρχαν και Τούρκοι αιχµάλωτοι πολέµου και πολιτικοί κρατούµενοι στην Ελλάδα. Επρόκειτο για στρατιωτικούς που είχαν συλληφθεί κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέµου, καθώς και για Οθωµανούς πολιτικούς αξιωµατούχους και γυναικόπαιδα (οικογένειες αξιωµατούχων) που είχαν εκτοπισθεί µετά το 1919. Αυτοί βρίσκονταν σε στρατόπεδα αιχµαλώτων, τα οποία επισκέφθηκε επιτροπή του ∆ιεθνούς Ερυθρού Σταυρού τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 1922. Το θέµα των αιχµαλώτων πολέµου και των πολιτικών κρατουµένων ήταν καθαρά ανθρωπιστικό και για αυτό τον λόγο αντιµετωπίσθηκε µε την υπογραφή της σχετικής συµφωνίας αποδόσεως των πολιτικών κρατουµένων και ανταλλαγής των αιχµαλώτων πολέµου της 17ης / 30ής Ιανουαρίου 1923, πριν την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης. Με βάση τη συµφωνία επέστρεψαν εκατέρωθεν 33.183 άτοµα.