Το συνέδριο της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU), το οποίο εξέλεξε νέα αρχηγό του κόμματος την Άνεγκρετ Κραμπ-Καρενμπάουερ, υπήρξε από τη φύση του λιγότερο μια ανοικτή διαδικασία βάσης και περισσότερο μια αντιπαράθεση μηχανισμών. Με αυτή την έννοια, δεν είναι παράλογο που μετά από 18 χρόνια στην ηγεσία η Άγκελα Μέρκελ αποδείχθηκε ότι είχε τα μέσα να επιβάλει την εκλεκτή της για τη διαδοχή. Για άλλη μία φορά την τελευταία εικοσαετία, το “κορίτσι από την ανατολική Γερμανία” νίκησε τους κομματικούς βαρόνους που συσπειρώνει ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Από την άλλη πλευρά, οι 999 κομματικοί σύνεδροι που προσήλθαν στο Αμβούργο δεν μπορούσαν να αγνοήσουν και τις διαθέσεις που επικρατούσαν ευρύτερα στο ακροατήριο της Χριστιανοδημοκρατίας, όπου η υποστήριξη προς την Κραμπ-Καρενμπάουερ υπήρξε, κατά τις δημοσκοπήσεις, πλειοψηφική και με ανοδική τάση. Το ήπιο προφίλ της “μίνι Μέρκελ”, η επιτυχημένη θητεία της ως πρωθυπουργού του Ζάαρλαντ, η φιλοδοξία της να μετατρέψει και πάλι την CDU σε “κόμμα του 40%” αποτέλεσαν βασικά πλεονεκτήματα. Ο συνυποψήφιός της, Φρίντριχ Μερτς, παρά τη διαπιστωμένη διαχειριστική του αποτελεσματικότητα, είχε, ως εκατομμυριούχος μάνατζερ, σοβαρά προβλήματα εικόνας και αποδοχής από ικανό τμήμα του γερμανικού κοινού.
Ο κρισιμότερος παράγοντας, ωστόσο, φαίνεται πως υπήρξε η αποστροφή της CDU προς το ρίσκο. Η παρουσία της Κραμπ-Καρενμπάουερ στην ηγεσία του κόμματος δεν δημιουργεί προβλήματα για τη συνέχιση της θητείας της Μέρκελ στην καγκελαρία. Αντιθέτως, η ανάδειξη του Μερτς θα δημιουργούσε μιαν εκρηκτική δυαρχία που σύντομα θα οδηγούσε σε κυβερνητική κρίση. Αυτό ενδεχομένως εξηγεί και το γιατί οι ψήφοι του τρίτου και συγγενέστερου ιδεολογικά προς τον Μερτς υποψηφίου, Γενς Σπαν, δεν κινήθηκαν συντεταγμένα στον δεύτερο γύρο.
Στην πραγματικότητα, η CDU βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα δυσάρεστο δίλημμα: η υποψηφιότητα της Κραμπ-Καρενμπάουερ αποτελούσε μιαν επιλογή “συνέχειας”, η οποία ενείχε τον κίνδυνο να καταστήσει μη αντιστρεπτή την αργή φθορά του κόμματος επί των τελευταίων ετών της Μέρκελ. Όμως η επιλογή μιας “ταυτοτικής στροφής” με τον Μερτς κινδύνευε να απορροφήσει την CDU σε έναν, ενδεχομένως μάταιο, διαγκωνισμό με την “Εναλλακτική για τη Γερμανία”, αφήνοντας ακάλυπτο ολοένα και περισσότερο χώρο στο κέντρο, όπου λ.χ. οι Πράσινοι βρίσκουν ολοένα και περισσότερους ψηφοφόρους.
Το δίλημμα δεν απαντήθηκε παρά οριακά υπέρ της Κραμπ-Καρενμπάουερ. Με αυτή την έννοια, η ανάδειξη, χάριν της κομματικής ενότητας, περισσότερο συντηρητικών θέσεων στα κοινωνικά ζητήματα και περισσότερο φιλελεύθερων θέσεων στα οικονομικά ζητήματα θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη.
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος καίτοι πρόεδρος της Μπούντεσταγκ στήριξε ανοικτά τον Μερτς, δηλώνει δεν υπάρχει κανένας φόβος διάσπασης. Υπεραμύνεται, δε, της δημοκρατικής αντιπαράθεσης ως τρόπου να αναζωογονηθεί το κόμμα και το πολιτικό σύστημα και να περιοριστεί ο ρόλος των “άκρων”. Συνιστά βεβαίως η τοποθέτησή του άλλον έναν δηλητηριώδη υπαινιγμό για την καγκελάριο, όπως άλλωστε και η προηγούμενη εγκωμιαστική αναφορά του στον Μερτς ως πολιτικό που βγαίνει εξαρχής μπροστά με τις θέσεις του, χωρίς να περιμένει να διαμορφωθεί ο συσχετισμός.
Όμως το πρόβλημα που δύσκολα θα αναγνωρίσει ο άλλοτε τσάρος της γερμανικής οικονομίας είναι ότι η αποδυνάμωση της CDU, η πολυδιάσπαση του κομματικού συστήματος και η ανάδυση των “άκρων” οφείλονται σε αίτια βαθύτερα από το στυλ ηγεσίας της Μέρκελ.
Όπως χαρακτηριστικά υποστήριξε με άρθρο γνώμης στους New York Times την Παρασκευή ο Oliver Nachtway, “δεν έχει σημασία ποιος θα διαδεχθεί τη Μέρκελ: η Γερμανία είναι τραυματισμένη”. Σύμφωνα με την ανάλυσή του, το τωρινό “οικονομικό θαύμα” της ηγέτιδας δύναμης της Ευρωζώνης υποκρύπτει μιαν ιστορία διάβρωσης του μεταπολεμικού μοντέλου, με επέκταση της ανασφάλειας, συρρίκνωση της μεσαίας τάξης, υποβάθμιση των όρων διαβίωσης σημαντικού μέρους του πληθυσμού, όξυνση των ανισοτήτων, άρα και ακύρωση των προηγούμενων συναινέσεων, ταυτοτήτων και σχέσεων πολιτικής εκπροσώπησης.
*Πηγή: Capital.gr