Επεξηγώντας την απόφαση της Ρωσίας να ανακαλέσει στη Μόσχα για διαβουλεύσεις τον πρεσβευτή της στην Ουάσιγκτον, μετά τις εμπρηστικές δηλώσεις του προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν για τον Ρώσο ομόλογό του Βλαντίμιρ Πούτιν, η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών Μαρία Ζαχάροβα δήλωσε: “Ενδιαφερόμαστε να μην επιτρέψουμε την επιδείνωση των σχέσεών μας μέχρι του σημείου που δεν υπάρχει επιστροφή, αν οι Αμερικανοί αντιλαμβάνονται τα ρίσκα που συσχετίζονται με αυτό”. Πρόκειται για μία δήλωση που παρά τη λιτότητά της, θα έπρεπε να προκαλέσει συναγερμό.
Στο πνεύμα αντίστοιχων πρόσφατων δηλώσεων του πολιτικού της προϊσταμένου, Σεργκέι Λαβρόφ, η Ζαχάροβα περιγράφει μία κατάσταση κηρυγμένου Ψυχρού Πολέμου, ο οποίος, προκειμένου περί δύο πυρηνικών δυνάμεων, κινδυνεύει να εκφύγει πέρα από κάθε φαντασία.
Η δήλωση της εκπροσώπου του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών (και βέβαια η ίδια η κίνηση της ανάκλησης του Ρώσου πρεσβευτή στην Ουάσιγκτον) αποτυπώνει μια κατάσταση πνευμάτων στη Μόσχα, όπου ως μόνο ουσιαστικό σημείο επαφής και διαλόγου των δύο πλευρών αναγνωρίζεται πλέον ακριβώς η ιδιότητά τους ως ανταγωνιστών εφοδιασμένων με όπλα μαζικής καταστροφής.
Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, καθώς οι δηλώσεις Μπάιντεν σχετικά με τον Πούτιν δεν είχαν το αντίστοιχό τους ούτε στον Ψυχρό Πόλεμο των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών και πάντως προετοιμάζουν το ακροατήριό τους για κάθε είδους εντάσεις.
Δεν αλλάζει πολλά το ότι ο ένοικος του Λευκού Οίκου έχει τη φήμη του γκαφατζή και ο συνομιλητής του Τζορτζ Στεφανόπουλος πιεστικά προσπάθησε κατά την επίμαχη συνέντευξη να εκμαιεύσει τη δήλωση ότι ο Πούτιν είναι “δολοφόνος” και ότι “θα πληρώσει το τίμημα” για την θρυλούμενη παρέμβαση της Ρωσίας στις εσωτερικές πολιτικές διαδικασίες των ΗΠΑ. Ο Μπάιντεν είπε αυτό ακριβώς που ήθελε να ακούσει ο μιντιακός οργανισμός που τον φιλοξενούσε, αυτό που λέει με παραπλήσιες εκφράσεις όλο το στελεχιακό δυναμικό των Δημοκρατικών εδώ και τουλάχιστον τέσσερα χρόνια και αυτό στο οποίο οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ έδωσαν τη νομιμοποίησή τους με την πρόσφατη έκθεση στην οποία βεβαιώνεται (όπως άλλοτε “βεβαιωνόταν” το οπλοστάσιο μαζικής καταστροφής του Σαντάμ Χουσεϊν) η “ρωσική παρέμβαση”.
Απέναντι σε αυτά, η σημερινή Ρωσία διαμηνύει ότι δεν αναγνωρίζει πλέον τη Δύση ως φερέγγυο συνομιλητή και δεν υπακούει στη σχέση δασκάλου-μαθητή που εγκαθιδρύθηκε, σε ό,τι αφορά τη λειτουργία της δημοκρατίας και της αγοράς, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Άλλωστε, δεν είναι μόνο οι δηλώσεις που συνυπολογίζονται από τους ιθύνοντες του Κρεμλίνου, αλλά και οι πολεμικές προετοιμασίες των τελευταίων ημερών στην Ουκρανία που προοιωνίζονται νέα ανάφλεξη.
Το πολιτικό παιχνίδι στην Ουάσιγκτον, που έδωσε μια παράδοξα δική του ζωή στο αφήγημα με το οποίο καλύφθηκαν το 2016 οι αποκαλύψεις των Wikileaks εις βάρος της Χίλαρι Κλίντον, δεν αποτελεί πάντως το κυριότερο ερμηνευτικό κλειδί για αυτή την αμερικανική ψυχροπολεμική στροφή. Πέρα από τις λυσσαλέες αντιπαραθέσεις Τραμπ και Δημοκρατικών το προηγούμενο διάστημα, αναδεικνύεται μία βαθύτερη συνέχεια: αυτή που αφορά την αμερικανική αγωνία για την “ευρασιατική ολοκλήρωση”, ήτοι την ανάδυση της Κίνας και την όλο και στενότερη συνεργασία της με μια Ρωσία πολιτικά αγέρωχη και στρατιωτικά ενισχυόμενη, αλλά σταδιακά και με την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν.
Οι διαφορές τακτικής των διαδοχικών αμερικανικών κυβερνήσεων δεν αναιρούν την κοινή κατεύθυνση της “επιτάχυνσης” των εξελίξεων, προκειμένου η Ουάσιγκτον να τις ελέγξει όσο ακόμη υπάρχει καιρός για κάτι τέτοιο. Άλλωστε, οι ΗΠΑ δεν κινούνται μόνες: το νέο στρατηγικό δόγμα της “παγκόσμιας Βρετανίας”, με αύξηση του αριθμού των βρετανικών πυρηνικών όπλων, καθώς και η κλιμάκωση των ενεργειών του Ισραήλ εναντίον του Ιράν, με πράξεις σαμποτάζ σε δώδεκα ιρανικά πλοία με προορισμό τη Συρία, δείχνουν να συντονίζονται με την αμερικανική προσπάθεια, όπως άλλωστε και η κινητικότητα για τη δημιουργία ενός “αραβικού ΝΑΤΟ” στη Μέση Ανατολή και μιας “τετράδας” (ΗΠΑ, Ινδία, Ιαπωνία, Αυστραλία) με αντικινεζικό προσανατολισμό στην Άπω Ανατολή.
Το πλαίσιο αυτό μεταφράζεται στη δική μας γειτονιά σε προσπάθεια προσεταιρισμού της Τουρκίας από τη νέα αμερικανική κυβέρνηση, παρά τα ανοικτά ζητήματα μεταξύ των δύο πλευρών, με ενθάρρυνση των παντουρκικών κεντρασιατικών φιλοδοξιών της Άγκυρας, ώστε να διαρραγεί η συνεργασία της με Ρωσία και Ιράν στο πλαίσιο της “Διαδικασίας της Αστάνα”.
Η στοχοποίηση κατά προτεραιότητα της Ρωσίας, την ώρα που η κυβέρνηση Μπάιντεν προσέρχεται σήμερα σε συνομιλίες με την κινεζική πλευρά στο Άνκορεϊτζ της Αλάσκα, υπαγορεύεται όχι μόνο από τις εσωτερικές πολιτικές ευκολίες των ΗΠΑ, αλλά και από τη λογική ότι ο περισσότερο “ακτιβιστικός” πολιτικο-στρατιωτικά, αλλά λιγότερο ισχυρός οικονομικά, πόλος της ευρασιατικής ολοκλήρωσης είναι και ο πρώτος που θα πρέπει να αντιμετωπισθεί. Εξ ού και τα κείμενα στρατηγικής της Δύσης διακρίνουν ανάμεσα στην ρωσική “απειλή” και τον Κινέζο “ανταγωνιστή”.
Ωστόσο, ο σχεδιασμός που ξεδιπλώνεται προσκρούει σε δύο μεγάλα προβλήματα. Το πρώτο είναι ότι οι πιέσεις της Δύσης κάθε άλλο παρά έχουν επιτύχει να παρεμβάλλουν προσκόμματα στη ρωσο-κινεζική συνεργασία. Το δεύτερο είναι ότι οι σύμμαχοι των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, την Άπω Ανατολή και κυρίως την Ευρώπη είτε ταλανίζονται από δικές τους αντιπαραθέσεις που αδυνατίζουν τη συνοχή του “στρατοπέδου” είτε αρνούνται την ίδια την “στρατοπεδική λογική”, επιθυμώντας να διατηρήσουν σχέση συνεργασίας με την Κίνα, ως επίκεντρο της μετα-πανδημικής ανάκαμψης.