Αντιλαμβάνομαι την ανάγκη των περισσότερων δημοσιολογούντων να εκφράσουν την ανακούφιση τους για την επικράτηση του Μαρκ Ρούτε στην Ολλανδία, ιδιαίτερα από τη στιγμή που μέχρι πριν από λίγες βδομάδες βρισκόμασταν ενώπιον του φάσματος της πρώτης επίσημης εκλογικής νίκης ακροδεξιού υποψηφίου, όπως ο Γκέερντ Βίλντερς, στην Ευρώπη.
Κάτι ανάλογο συνέβη πριν από λίγους μήνες με την τελική επικράτηση του Αλεξάντερ Βαν ντερ Μπέλεν επί του Νόμπερτ Χόφερ στις αυστριακές προεδρικές εκλογές, ενώ πλέον όλοι φαίνεται να στρέφουν το βλέμμα στη Γαλλία, όπου η αποτροπή του ενδεχόμενου εκλογής της Μαρί Λεπέν στην επικείμενη αναμέτρηση του Μαΐου μονοπωλεί το ενδιαφέρον. Μπορεί όμως να είναι πραγματικά ικανοποιημένος ο πολιτικός κόσμος στην Ολλανδία, την Αυστρία και τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες μπροστά στις εξελίξεις των τελευταίων ετών; Ή μάλλον, για να το θέσω καλύτερα, πόσα έχουν γίνει για να αποτραπεί η ανάδειξη της ακροδεξιάς σε κυρίαρχη πολιτική δύναμη;
Είναι χρήσιμο σε αυτό σημείο να γίνει μια μικρή ιστορική αναδρομή: πριν από 15 χρόνια η Γαλλία υφίστατο τεράστιο σοκ, όταν ο Ζαν Μαρί Λεπέν περνούσε στο δεύτερο γύρο των προεδρικών αφήνοντας πίσω του τον σοσιαλιστή υποψήφιο, Λιονέλ Ζοσπέν. Απέναντι του έβρισκε τον Ζακ Σιράκ, ο οποίος διεκδικούσε τη δεύτερη θητεία στη γαλλική προεδρία, παρά το γεγονός πως δε διένυε και τις καλύτερες μέρες του εξαιτίας των αποκαλύψεων για υπεξαίρεση δημόσιου χρήματος αλλά και για παράνομη χρηματοδότηση του κόμματός του.
Παρ’ όλα αυτά, η αποκρουστική πολιτική φύση της υποψηφιότητας Λεπέν οδήγησε στη λεγόμενη δημοκρατική συσπείρωση γύρω από τον τότε Γάλλο πρόεδρο, την ίδια στιγμή βέβαια που αρκετοί δεν είχαν αυταπάτες όσον αφορά στις επιλογές που είχαν ενώπιόν τους: «ψηφίστε τον απατεώνα, όχι το φασίστα» ήταν ένα από τα βασικά συνθήματα που επικράτησαν το διάστημα πριν από τη διεξαγωγή του δεύτερου γύρου.
Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή: ο Σιράκ «θριάμβευσε» με 82%, ενώ στη συνέχεια μετά το πέρας της θητείας του έφαγε μια καταδίκη (με αναστολή εννοείται) για τα σκάνδαλα, στα οποία είχε εμπλακεί. Οι Συντηρητικοί συνέχισαν να αναδεικνύουν υποψηφίους «βουτηγμένους» στη διαφθορά (Σαρκοζί, Φιγιόν), ενώ οι Σοσιαλιστές απέδειξαν στην πράξη, μέσω της θητείας Ολάντ, πως δεν ξεπέρασαν ποτέ τη βαθιά κρίση πολιτικής ταυτότητας.
Στο δε στρατόπεδο της ακροδεξιάς, η παράδοση των σκήπτρων από τον πατέρα στην κόρη δε φαίνεται να άλλαξε πολύ τη δυναμική του εν λόγω ρεύματος στο εσωτερικό της γαλλικής κοινωνίας. Κάπως έτσι, λοιπόν, η Μαρί Λεπέν εμφανίζεται εδώ και πολύ καιρό ως το μεγάλο φαβορί για να περάσει στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών. Μόνο που τώρα κάτι τέτοιο δε θεωρείται «αδιανόητο», αλλά αντιθέτως όλοι δείχνουν να το έχουν αποδεχτεί ως μια απολύτως φυσική εξέλιξη των πραγμάτων. Και κάτι τέτοιο μόνο θετικά δεν μπορεί να αποτιμάται.
Με αυτά τα δεδομένα, η προβαλλόμενη ανακούφιση για την επικράτηση των «μεταρρυθμιστικών» δυνάμεων μοιάζει πολύ περισσότερο με στρουθοκαμηλισμό ή καλύτερα με βαθιά υποκρισία. Κανείς από τους αγαλλιάζοντες δε φαίνεται άλλωστε να αναθεωρεί σχετικά με την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική, η οποία ενέτεινε ακόμη παραπάνω τις κοινωνικές ανισότητες στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, δημιουργώντας έτσι τις συνθήκες για να βρει πρόσφορο έδαφος η ξενοφοβική κι επικίνδυνη ρητορεία κάθε Βίλντερς και κάθε Λεπέν.
Κανείς δε δείχνει να αντιλαμβάνεται πως ακόμη και μέσα από τις όποιες εκλογικές ήττες τους, οι δυνάμεις της ακροδεξιάς αναδεικνύονται ουσιαστικά νικήτριες, από την ώρα που έχουν επιβάλει την πολιτική τους ατζέντα στο μεταναστευτικό, τις κοινωνικές ελευθερίες κι όχι μόνο. Πιθανότατα μάλιστα κανείς να μην πέσει από τα σύννεφα, όταν κάποια στιγμή στο απώτερο μέλλον η κυβερνώσα ακροδεξιά πετύχει εκείνο, που σήμερα μοιάζει «αδιανόητο».
και οι περίφημοι μεταρρυθμιστές φασίστες είναι. Χρησιμοποιούν τους ακροδεξιούς για να κρύβονται ότι τάχα μου είναι δημοκράτες.