“Δεν βλέπω κάποια απλή λύση για την προστασία των επιχειρήσεων από το σύνολο των κινδύνων των αμερικανικών κυρώσεων“, δήλωσε ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Χέικο Μάας, συμπληρώνοντας ότι “οι συνομιλίες με τους Ευρωπαίους και τις υπόλοιπες χώρες που υπέγραψαν τη συμφωνία του 2015 (για τα πυρηνικά του Ιράν) αφορούν και το πώς θα καταστεί εφικτή η συνέχιση του εμπορίου με το Ιράν”.
Σε άλλες δηλώσεις του προς το περιοδικό “Spiegel”, ο Γερμανός υπουργός καυτηρίασε την έλλειψη θέλησης από μέρους των ΗΠΑ να λάβουν τις θέσεις των συμμάχων τους σοβαρά, επισημαίνοντας τη μεγάλη ζημιά που προκαλεί στη σχέσεις ΗΠΑ-Γερμανίας μακροπρόθεσμα. “Ο υπό εξέλιξη μετασχηματισμός των HΠΑ πιέζει τους διατλαντικούς δεσμούς”, δήλωσε ο Μάας. “Είμαστε προετοιμασμένοι να μιλήσουμε, να διαπραγματευτούμε, αλλά και να πολεμήσουμε για τα συμφέροντά μας όπου χρειαστεί, σε όλα τα επίπεδα και όχι μόνο στον Λευκό Οίκο”, τόνισε.
Τα οικονομικά συμφέροντα της Γερμανίας στο Ιράν είναι μεγάλα, καθώς περισσότερες από 10.000 εταιρείες έχουν εμπορικές σχέσεις με τη χώρα αυτή της Μέσης Ανατολής. Κατά συνέπεια, ήταν αναμενόμενη η αντίδραση του Βερολίνου, που χαρακτήρισε “σοβαρό λάθος” την απόφαση Τραμπ να αποχωρήσει μονομερώς από τη συμφωνία με την Τεχεράνη για τα πυρηνικά.
Οπως αναφέρει η “Deutsche Welle”, η γερμανική κυβέρνηση δείχνει αποφασισμένη να συνεχίσει την τήρηση των όρων της συμφωνίας ερχόμενη σε σύγκρουση με τον υψηλότερο εκπρόσωπο του αμερικανού προέδρου στη Γερμανία, το νέο αμερικανό πρέσβη Ρίτσαρντ Γκρενέλ, ο οποίος, μέσω του twitter, κάλεσε τις γερμανικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο Ιράν να διακόψουν άμεσα τη λειτουργία τους.
“Δεν ανήκει στις αρμοδιότητες ενός αμερικανού πρέσβη να δίνει οδηγίες ή να απειλεί γερμανικές επιχειρήσεις“, είπε ο Μίχαελ Τόκους, εκπρόσωπος του Γερμανοϊρανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, ανακοινώνοντας ότι 10.000 γερμανικές εταιρείες έχουν εμπορικές σχέσεις με το Ιράν, 120 από τις οποίες βρίσκονται στη χώρα και απασχολούν δικό τους προσωπικό.
Το να τα αφήσουν όλα και να φύγουν δεν αποτελεί γι´ αυτούς επιλογή. Ο εμπορικός κόσμος ανησυχεί. Το Γερμανικό Βιομηχανικό και Εμπορικό Επιμελητήριο για παράδειγμα κάνει λόγο για “τεράστια ανασφάλεια λόγω των αμερικανικών κυρώσεων”.
Όλες οι εταιρίες που έχουν εμπορικές συναλλαγές και με τις ΗΠΑ, θα πρέπει να υπολογίζουν σε αμερικανικές κυρώσεις σε περίπτωση που παραβιάσουν τις αποφάσεις του Ντόναλντ Τραμπ. “Με τον τρόπο αυτό η Ευρώπη δεν ασκεί κανένα έλεγχο στις δικές της επιχειρήσεις, δεν θα τις ελέγχουν οι Βρυξέλλες, αλλά η Ουάσιγκτον“, αναλύει ο Σάσα Λόμαν, ειδικός σε θέματα κυρώσεων στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ.
Τα μεγαλύτερα προβλήματα θα αντιμετωπίσουν οι τράπεζες. Η γερμανική Commerzbank έπρεπε να καταβάλει 1,5 δις δολάρια το 2014 ως πρόστιμο, η γαλλική Paribas 9 δις δολάρια. Γι αυτό και επιχειρήσεις με διεθνή πελατεία ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικές στο να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις στο Ιράν. Είναι επίσης και ο λόγος που δεν έγινε κάποιο εμπορικό «μπουμ» με το Ιράν, όπως ήλπιζαν οι Γερμανοί μετά την υπογραφή της συμφωνίας για τα πυρηνικά της Τεχεράνης.
Παρ´όλα αυτά η Γερμανία πωλεί περισσότερα αγαθά στο Ιράν από ό,τι άλλες χώρες της Ε.Ε. Η απόσταση όμως με άλλα εμπορικά κράτη συνεχώς μεγαλώνει. Η Κίνα μπόρεσε να αυξήσει το μερίδιό της στη ιρανική αγορά και σήμερα κατέχει το 25%. Η γερμανική κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να σταθεί στο πλευρό των οικονομικών της εκπροσώπων παρά το tweet του αμερικανού πρέσβη και τις αποφάσεις του αμερικανού προέδρου.
Εκείνο που θα κάνει είναι να διερευνήσει ποιες οι επιπτώσεις θα μπορούσαν να έχουν στις γερμανικές επιχειρήσεις η αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία. Ο υπουργός Οικονομικών Όλαφ Σολτς πρόκειται σύντομα να συνομιλήσει με την αμερικανική κυβέρνηση με στόχο να περιορίσουν πιθανές συνέπειες ακόμη και για ολόκληρη την ευρωπαϊκή οικονομία.
“Σε τελική ανάλυση πρόκειται για μια διεθνή συμφωνία, στην οποία δεν εμπλέκονται μόνο οι ΗΠΑ και ο Ιράν”, σημειώνει ο Μάρκους Κάιμ, από το Ινστιτούτο Επιστήμη και Πολιτική του Βερολίνου. “Όσοι από τη Ευρώπη συνυπέγραψαν τη συμφωνία, δηλαδή η Γαλλία, η Βρετανία και η Γερμανία, έχουν το ίδιο μερίδιο ευθύνης, όπως η Ρωσία και η Κίνα.
Το υπόλοιπο τμήμα της συμφωνίας παραμένει ανέπαφο, όσο καιρό οι υπόλοιποι που τη συνυπέγραψαν συνεχίζουν να εφαρμόζουν τα όσα ορίζει”.