Τα τελευταία χρόνια, ιδιαιτέρως απ’ όταν ανέλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ την εξουσία, η γελοιογραφία δυσπραγεί όχι ως προς τη σχέση της με τους αναγνώστες, ή την αποδοχή της, αλλά ως προς την αντιμετώπισή της από την πρώτη φορά Αριστερά. Η οποία ελέγχεται για δυσανεξία, μισαλλοδοξία και ενίοτε για τάσεις καταδίωξης – συχνά με επιτυχία.
Καταξιωμένοι γελοιογράφοι δέχονται επιθέσεις (και σε προσωπικό επίπεδο), όπως εδώ και καιρό ο Αρκάς, λοιδορούνται (προσφάτως η «Αυγή» αναδημοσίευσε σκίτσο του Δημήτρη Χαντζόπουλου με υπότιτλο «σκίτσο της κυρίας Σπυράκη») ενώ ορισμένοι γελοιογράφοι έχουν χάσει ακόμα και τη δουλειά τους.
Είναι φανερό (και γνωστό) ότι η γελοιογραφία αποτυπώνει την πάλη των ιδεών, ακόμα και την ταξική πάλη. Και ως τέτοια γινόταν αποδεχτή εδώ και δεκαετίες. Όχι πλέον. Επί ΣΥΡΙΖΑ η γελοιογραφία δεν περνάει (επιτυχώς ή ανεπιτυχώς),μόνον τη βάσανο των αναγνωστών, αλλά υφίσταται τη βαναυσότητα της εξουσίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρώτος ταύτισε τους γελοιογράφους (και τους δημοσιογράφους) με τα αφεντικά των μέσων όπου εργάζονται! Ουδέν χυδαιότερο. Εκτός από τα τρολ, πάλι του ΣΥΡΙΖΑ, διά των οποίων το κόμμα αυτό προβαίνει συστηματικώς σε δολοφονίες χαρακτήρων – ω του ηθικού πλεονεκτήματος.
Παλιότερα ήταν αλλιώς: πολλοί γελοιογράφοι εργάζονταν σε πολλά μέσα (ΝΕΑ, Ελευθεροτυπία, Καθημερινή, για να αναφέρω μόνον λίγα) στα οποία διατύπωναν ελεύθερα τη γνώμη τους, συχνά αντίθετη προς τη γραμμή της εφημερίδας. Σήμερα δεν είναι έτσι και κυρίως στα μέσα που ελέγχει ο ΣΥΡΙΖΑ. Για παράδειγμα η «Εφ. Συν.» αναδημοσιεύει σκίτσα, όπως παλαιότερα έκανε η «Ελευθεροτυπία». Συχνά– πυκνά τα σκίτσα που αναδημοσιεύονταν τότε στην «Ε» (στην στήλη του κ. Γιάννη Τριάντη) ήταν αντίθετα με το πνεύμα της εφημερίδας – αλλά ήταν ωραία. Εν αντιθέσει το κακέκτυπο της «Ελευθεροτυπίας» που κυκλοφορεί σήμερα δεν έχει αναδημοσιεύσει μέσα σε έξι χρόνια ούτε ένα δικό μου σκίτσο, κανα– δυο του κ. Πετρουλάκη για να τα κακολογήσει και μερικά ακόμα για να τα συκοφαντήσει. Όπως τα σκίτσα του ίδιου της του σκιτσογράφου κ. Μιχάλη Κουντούρη, ο οποίος συκοφαντήθηκε (και θα συκοφαντείται σε όλη του τη ζωή) για αντισημιτισμό. Τέτοια μισαλλοδοξία!
Τα πράγματα είναι απλά: μια γελοιογραφία αρέσει ή δεν αρέσει. Αυτό κρίνεται απ’ το κοινό. Όταν δεν αρέσει κατ’ εξακολούθησιν, δεν αρέσει και ο γελοιογράφος. Σε όλο αυτό το φαινόμενο η ειδοποιός διαφορά έγκειται στην ιδεολογία (της γελοιογραφίας και του αναγνώστη, που συγκλίνουν ή αποκλίνουν) αλλά κυρίως έγκειται στην ειλικρίνεια. Η ψεύτρα γελοιογραφία δεν πείθει, η ειλικρινής προκαλεί προβληματισμό.
Στην εποχή του ΣΥΡΙΖΑ, που έχει συνηθίσει να «φυτεύει» «δημοσιογράφους» στα μέσα ή να αφομοιώνει μέσα ολόκληρα ή να δημιουργεί προπαγανδιστικά συγκροτήματα εν είδει μέσων ενημέρωσης, η γελοιογραφία που δεν πάει με τα νερά του είναι φτιαγμένη από γελοιογράφους εχθρούς του λαού Ποτέ άλλοτε μετά τη μεταπολίτευση δεν βρέθηκε στην Ελλάδα η γελοιογραφία αντιμέτωπη με τέτοια δυσανεξία, μισαλλοδοξία και επαγγελματική καταδίωξη.
Η κυβέρνηση αυτή, ο ίδιος ο Τσίπρας και το περιβάλλον του, δεν αρκείται στη λογοκρισία εκεί που μπορεί να την ασκήσει ή στην αυτολογοκρισία εκεί που μπορεί δολίως να επιβάλλει, αλλά παροτρύνει τους συριζίτες, τους οπαδίτες και τα τρολ να διασύρουν ικανότητες και να διαπομπεύουν πρόσωπα, μάλιστα με μένος! – «στην πυρά τα γραφτά και τα βιβλία». Δεν πρόκειται περί ιδεολογικής πάλης, αλλά περί εξουσιαστικής καταστολής, ηθικής απαξίωσης και επαγγελματικής εξόντωσης.
Που μάλιστα απλώνεται σαν περονόσπορος. Διότι εν τέλει επηρεάζει και τα άλλα ΜΜΕ. Σήμερα για να πιάσεις δουλειά σε μια εφημερίδα πρέπει να είσαι «δικός της» ή για να διατηρήσεις τη δουλειά σου σε ένα μέσο πρέπει να γίνεις «δικός του», να προσαρμοσθείς. Έτσι η πολυφωνία, η διαφορετικότητα (ζητούμενο άλλωστε των μέσων άλλοτε) έχει επιστρέψει πολλές δεκαετίες πίσω. Στα περισσότερα μέσα (πλην ολίγων εξαιρέσεων) έχει επικρατήσει η ομογενοποιημένη σκέψη (της μιας πλευράς ή της άλλης πλευράς, αλλά πάντα του ίδιου νομίσματος)– κίβδηλου και άνευ αντικρίσματος στην κοινωνία, όπως μαρτυρούν οι κυκλοφορίες και η στάθμη του κύρους δημοσιογράφων και μέσων.
Οι παθολογίες αυτές υπήρχαν προ ΣΥΡΙΖΑ, το «κλίμα Τσίπρα» όμως τις επέτεινε. Και όχι μόνον. Φεύγοντας απ’ τις καρέκλες οι εξ αυτών δασύτριχοι δυσανεξικοί αφήνουν κληρονομιά τη δυστοπία που δημιούργησαν. Την απενοχοποίηση δηλαδή των αφεντικών και της κρατικής εξουσίας ως προς το θεμιτόν της ιδοκτησίας δημοσιογράφων. Καθώς και τον εθισμό του κοινού των αναγνωστών, των ακροατών και των θεατών σε αυτήν την κακοδαιμονία: της
Ιδιοκτησίας ανθρώπων…
*Πηγή: topontiki.gr