Η Ανατολική Μεσόγειος «φλέγεται»-Η Ελλάδα στην κόψη του (διπλωματικού) ξυραφιού

1154
πανδημία

Η ανακοίνωση των δύο μνημονίων συνεργασίας ανάμεσα στην Τουρκία και τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Λιβύης φαίνεται ότι λειτούργησε ως ένας καταλύτης για την ελληνική διπλωματία, που αντιμέτωπη με την προσπάθεια της Τουρκίας να διαμορφώσει τετελεσμένα, έχει επιδοθεί σε έναν πραγματικό διπλωματικό μαραθώνιο με στόχο να έχουν πραγματικά αποτελέσματα οι τουρκικές κινήσεις και ταυτόχρονα να διαμορφωθεί περιβάλλον και γεωπολιτικός συσχετισμός δύναμης που να ευνοεί τις ελληνικές θέσεις.

Όμως, την ίδια στιγμή η ελληνική προσπάθεια έχει να αντιμετωπίσει ένα σύνθετο πεδίο αντιθέσεων και κινήσεων από ένα πλήθος «παικτών», κάτι που σημαίνει ότι δεν θα είναι ούτε εύκολη ούτε δεδομένη η προσπάθεια προάσπισης των ελληνικών θέσεων.

 

Η τουρκική διεκδίκηση αυτόνομου ρόλου στην περιοχή

Η πιο μεγάλη δυσκολία που έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική πλευρά είναι ότι σε αντίθεση με προηγούμενες περιόδους όπου η Τουρκία πρόβαλε τις αξιώσεις της εντός του πλαισίου των ευρωατλαντικών θεσμών και των όποιων περιορισμών μπορεί αυτοί να επέβαλαν.

Σήμερα η Τουρκία δείχνει να διεκδικεί ένα είδος αναγνώρισης ως περιφερειακής δύναμης στην ευρύτερη περιοχή και όχι απλώς την αναβάθμισή της εντός του ΝΑΤΟ. Αυτό εξηγεί γιατί μπορεί να αμφισβητεί τις αμερικανικές κυρώσεις, γιατί μπορεί να προχωράει σε τακτικές συμπράξεις με τη Ρωσία ή γιατί μπορεί να έρχεται σε αντιπαράθεση με το Ισραήλ.

Αυτή η διεκδίκηση αυτόνομου ρόλου κάνει την Τουρκία πιο επιθετική στην προβολή «αναθεωρητικών» απόψεων και πιο ανεξέλεγκτη στις κινήσεις της, όμως ταυτόχρονα μπορεί να αποβεί και το αδύναμο σημείο της, ακριβώς γιατί μπορεί να τη φέρει αντιμέτωπη με έναν ευρύτερο συσχετισμό εναντίον της.

Σε αυτή τη δύσκολη και τεθλασμένη ισορροπία η ελληνική πλευρά προσπαθεί να βρει τρόπους να ασκήσει εκείνο το είδος πίεσης που θα μπορεί πραγματικά να έχει αποτελέσματα αλλά και να ανακόψει τη συστηματική προσπάθεια της Τουρκίας να δημιουργεί τετελεσμένα.

 

Η «λιβυκή εμπλοκή» της Τουρκίας και η ελληνική προσπάθεια αντίδρασης

Η Τουρκία έχει επενδύσει ιδιαίτερα στη σχέση της με την κυβέρνηση της Τρίπολης. Το γεγονός ότι δεν έχει κρύψει την παροχή ακόμη και στρατιωτικής βοήθειας, κατά παράβαση του της σχετικής απαγόρευσης από τον ΟΗΕ, αποτυπώνει τη σημασία που αποδίδει και την επιδίωξή της να κατοχυρωθεί η εγγυήτρια δύναμη σε μια κρίσιμη χώρα. Ταυτόχρονα, επένδυσε σε αυτή τη σχέση ακριβώς για να μπορεί να προχωρήσει και σε κινήσεις όπως η χάραξη ΑΟΖ, ώστε να μπορεί να δείξει ότι οι αξιώσεις της, που παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο, έχουν έρεισμα σε διακρατική συμφωνία.

Όμως, αυτό έχει κάνει την Τουρκία μέρος του προβλήματος στη Λιβύη. Μπορεί η κυβέρνηση της Τρίπολης να έχει μια μερική διεθνή αναγνώριση, όμως την ίδια στιγμή η πλευρά Χαφτάρ έχει σημαντική υποστήριξη από ένα ευρύτερο φάσμα δυνάμεων, από την Αίγυπτο, τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, μέχρι τη Ρωσία και τη Γαλλία, την ώρα οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν δίαυλο επικοινωνίας. Η μονομερής εμπλοκή της Τουρκίας μπορεί να τη φέρει στο τέλος με τη μεριά των ηττημένων.

Ακριβώς για αυτό το λόγο η ελληνική πλευρά επέλεξε να κάνει ένα τολμηρό άνοιγμα προς την πλευρά Χαφτάρ (παρότι αυτή δεν έχει επίσημη διεθνή αναγνώριση). Με αυτό τον τρόπο επιδιώξει να ανακόψει τις τουρκικές πρωτοβουλίες αλλά και θα προσθέσει επιχειρήματα σε σχέση με την μη ισχύ των δύο μνημονίων συνεργασίας, εφόσον το λιβυκό κοινοβούλιο, που είναι με την πλευρά Χαφτάρ δεν επικυρώνει τις αποφάσεις της κυβέρνησης της Τρίπολης.

Βέβαια το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στην ίδια τη Λιβύη και τον συνεχιζόμενο εμφύλιο πόλεμο δεν είναι δεδομένο. Μένει να δούμε εάν η τρέχουσα επίθεση της πλευράς Χαφτάρ, με την ενισχυμένη διεθνή στήριξη που έχει, θα μπορέσει να πετύχει αυτό που δεν έχει καταφέρει μέχρι τώρα, δηλαδή την κατάληψη της λιβυκής πρωτεύουσας, ή εάν θα υπάρξει κάποιου είδους τελικά περισσότερο συμβιβαστική προσπάθεια της διεθνούς κοινότητας μέσω κάποιας νέας προσπάθειας για «εθνική συμφωνία». Σε μια τέτοια περίπτωση είναι προφανές ότι το ανοιχτό ερώτημα για την ελληνική περίπτωση είναι να εξασφαλίσει ότι οι συμφωνίες για την Τουρκία δεν αποτελούν μέρος του αυριανού «κεκτημένου».

 

Ο East Med, ο ρόλος της Τουρκίας στους άλλους αγωγούς και η συσχετισμός γύρω από την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων

Η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να επιταχύνει την υπογραφή της αρχικής διακρατικής συμφωνίας για τον αγωγό East Med, εντάσσεται σε μια συνολικότερη προσπάθεια αναβάθμισης της ελληνικής παρουσίας στην εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου αλλά και στην προσπάθεια διαμόρφωσης συσχετισμού απέναντι στην Τουρκία.

Ας μην ξεχνάμε ότι μέχρι τώρα η Τουρκία διεκδικούσε να έχει αναβαθμισμένο ρόλο στην ίδια την εκμετάλλευση υδρογονανθράκων, εγείροντας τις δικές της αξιώσεις εντός των ορίων της ελληνικής υφαλοκρηπίδας αλλά και της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας. Παράλληλα, διεκδικούσε ιδιαίτερα ενεργό ρόλο και τη μεταφορά φυσικού αερίου και τα δίκτυα αγωγών, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τον αγωγό  TANAP που θα μεταφέρει προς την Ευρώπη φυσικό αέριο από τα κοιτάσματα του Αζερμπαϊτζάν.

Ο ίδιος βέβαια ο East Med δεν επιδιώκει να καλύψει μόνο τη γεωγραφική ανάγκη μιας διαδρομής, αλλά κυρίως να είναι ο τρόπος για να φτάσουν στην Ευρώπη τα μεγάλα κοιτάσματα φυσικού αερίου της νοτιοανατολικής Μεσογείου: του Ισραήλ, της Κύπρου, της Αιγύπτου αλλά και προοπτικά και τα ελληνικά. Στέλνει παράλληλα το μήνυμα ότι διαμορφώνεται ένας συσχετισμός και μια συνεργασία στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο που δεν περιλαμβάνει την Τουρκία, ακριβώς σε ένα θέμα, το ενεργειακό, που έχει αναχθεί σχεδόν σε «υπαρξιακό» για την Άγκυρα.

Σημασία έχει και ο τρόπος που και ΗΠΑ αναγνωρίζουν τη σημασία του συγκεκριμένου αγωγού, στο πλαίσιο της γενικής υποστήριξής τους προς κάθε βήμα που περιορίζει την εξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι πέραν της γενικής στήριξης θα αναλάβουν παραπάνω πολιτικές ή οικονομικές πρωτοβουλίες. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι οι ΗΠΑ γενικά προκρίνουν τη μεταφορά υγροποιημένου φυσικού αερίου.

Βέβαια, η ίδια η κατασκευή του East Med θα χρειαστεί να ξεπεράσει αρκετά εμπόδια, τόσο οικονομικά και τεχνικά, όσο και πολιτικά. Για παράδειγμα, αυτή τη στιγμή η Αίγυπτος, που έχει τα μεγαλύτερα κοιτάσματα, δείχνει να προκρίνει την υγροποίηση. Αντίστοιχα, τα ελληνικά κοιτάσματα είναι ακόμη προς εξεύρεση, ενώ και στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, τα κοιτάσματα που έχουν βρεθεί χρειάζεται όντως να κριθούν εκμεταλλεύσιμα. Θα πρέπει επίσης το συγκεκριμένο έργο να προλάβει τυχόν μελλοντικούς περιορισμούς στις εξορύξεις στο όνομα της αποφυγής της κλιματικής αλλαγής.

Την ίδια στιγμή δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας ότι υπάρχουν και παράλληλες κινήσεις και από τη μεριά της Τουρκίας αλλά και άλλων χωρών της περιοχής. Ενδεικτική από αυτή την άποψη θα είναι τυχόν αναθέρμανση της προοπτικής συνεργασίας ανάμεσα σε Ισραήλ και Τουρκία για τη μεταφορά φυσικού αερίου από το Ισραήλ μέσω Τουρκίας.

 

Η χάραξη της ελληνικής ΑΟΖ και το ερώτημα της προσφυγής

Αντιμέτωπη με τις τουρκικές κινήσεις η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε και να επιταχύνει την προσπάθεια για οριοθέτηση και της ελληνικής ΑΟΖ. Σε αυτό το πλαίσιο έχει ιδιαίτερη σημασία ότι ξεκινά εκ νέου η συζήτηση με την Αίγυπτο για την οριοθέτηση των ΑΟΖ των δύο χωρών.

Αυτό θα έδινε στην ελληνική πλευρά το πλεονέκτημα να μπορεί να υποστηρίζει ότι έχει και αυτή έννομο συμφέρον στην ευρύτερη περιοχή και μάλιστα με τρόπο που να ακολουθεί τις προβλέψεις του διεθνούς δικαίου.

Βέβαια την ίδια στιγμή, η ελληνική κυβέρνηση επιμένει και στο αίτημα προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για τα διμερή ζητήματα.

Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι η ελληνική κυβέρνηση θα κληθεί να βρει μια ισορροπία ανάμεσα στις δικές της «μονομερείς» κινήσεις, έστω και εάν είναι σύμφωνες με το διεθνές δίκαιο, και την διαρκή υπενθύμιση ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη για από κοινού προσφυγή σε διεθνή όργανα και προφανώς και για διαπραγμάτευση.

 

Το διεθνές τοπίο και οι ελληνικές κινήσεις

Η βασική δυσκολία που θα αντιμετωπίσει η Ελλάδα αφορά το μεταβατικό χαρακτήρα του διεθνούς τοπίου. Παρά τα μεγάλα ρήγματα που έχουν υπάρξει, κύρια με την όξυνση της αντιπαράθεσης ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία, αυτό δεν αναιρεί και την παράλληλη προσπάθεια διαχείρισης κρίσεων, με όρους πιο «ρεαλιστικούς», όπως φάνηκε και από την τελική αμερικανική στάση στο ζήτημα της Συρίας.

Αυτό ενισχύεται και από την αντίστοιχη ρωσική στάση που κυρίως επιδιώκει να εξασφάλιση ειρήνευσης σε κρίσιμες «θερμές ζώνες» επίσης μέσω συμβιβασμών στο τέλος. Ακόμη και χώρες όπως το Ισραήλ, που έχει να αντιμετωπίσει και την ιδιαίτερα σοβαρή εσωτερική πολιτική κρίση οδεύοντας ξανά προς εκλογές, επιδιώκουν όχι μόνο να προωθούν την πολιτική τους, αλλά και να εξασφαλίζονται έναντι επιδείνωσης της κατάστασης.

Αυτό διαμορφώνει ένα πεδίο για την ελληνική διπλωματία να προσπαθήσει οι όποιες ισορροπίες, έστω και προσωρινές, να αντανακλούν ως ένα βαθμό τις δικές τις προτεραιότητες. Όμως την ίδια στιγμή –και εδώ είναι η δυσκολία–η Τουρκία θα προσπαθήσει οι όποιοι τελικοί συμβιβασμοί διαμορφωθούν να περιλαμβάνει ένα μέρος τουλάχιστον από τα τετελεσμένα που έχει προσπαθήσει να κατοχυρώσει.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας