Ολόκληρη η ευρωπαϊκή ήπειρος που εντάσσεται στη σφαίρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης, διατρέχεται σήμερα από μια δίχως προηγούμενο νεοφιλελεύθερη επίθεση απέναντι στις εθνικές εργατικές τάξεις, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα φαινόμενα της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου όσο και να επιτευχθεί μια ισχυρή παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα των παραγομένων προϊόντων και υπηρεσιών στην ευρωπαϊκή και στις διεθνείς αγορές (Κίνα, BRICS, ΗΠΑ κλπ.). Ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός μπορεί να βρίσκεται στο πιο υψηλό παγκοσμίως επίπεδο τεχνολογικής βιομηχανικής ανάπτυξης, ωστόσο αυτό δεν είναι αρκετό για να εξασφαλίσει την κερδοφορία του : Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ξεκίνησε στις περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες η εφαρμογή πολιτικών που στρέφονται με δομικούς όρους σε αντιπαράθεση με τα συμφέροντα της μισθωτής εργασίας. Αυτή η διαδικασία ξεκινά από τα επίπεδα των εθνικών καπιταλισμών, ως εσωτερική ανάγκη της ανάπτυξής τους, και φτάνει να προσλαμβάνει συντονισμένες μορφές δια μέσου των θεσμών, ρυθμίσεων και παρεμβάσεων των οργάνων της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Μ’ αυτή την έννοια οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν αντιπροσωπεύουν μια δύναμη που «υπερίπταται» υπεράνω των εθνικών κοινωνιών και υπαγορεύει κανόνες και επιταγές, αλλά απεναντίας είναι το αποτέλεσμα του συντονισμού των εθνικών αστικών τάξεων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Δεν είναι το «τέρας των Βρυξελλών» που υπαγορεύει στα «υποτελή» εθνικά κράτη πολιτικές και κατευθύνσεις, αλλά είναι η Ιερά Συμμαχία των εθνικών αστικών τάξεων που συντονισμένα κατευθύνουν τον κοινό τους βηματισμό έναντι των ευρωπαϊκών εργατικών τάξεων.
Δεν ήταν η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωζώνη που ματαίωσαν την υλοποίηση του στοιχειωδώς σοσιαλδημοκρατικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ (αυτό ούτως ή άλλως είχαν την πρόθεση να κάνουν σε κάθε περίπτωση τόσο η ελληνική όσο και οι υπόλοιπες αστικές τάξεις της Ιερής Συμμαχίας), αλλά ήταν ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ που από τον Ιούνιο 2012 μέχρι τον Ιανουάριο 2015 είχε υποκλιθεί, λόγω της βαθειά μικροαστικής φύσης της πλειοψηφίας του, στις υπαγορεύσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης, και ήταν έτσι αυτή η τελευταία που επέβαλε την συμμόρφωση στις απαιτήσεις των δανειστών, ήταν αυτός που από μόνος του αποποιήθηκε τις στοιχειώδεις λαϊκές μεταρρυθμίσεις που επαγγέλονταν. Ήταν η μικροαστική τεχνοκρατία που στάθηκε σταθερός εντολοδόχος των αστών, ήταν αυτοί που όχι μόνον «δεν πρόδωσαν» ή δεν «έκαναν κωλοτούμπα», αλλά αυτοί που στάθηκαν συνεπείς στον εαυτό τους ως βραχίονας της αστικής πολιτικής που ήταν. Ας πάψουμε επιτέλους να παριστάνουμε τις «απατημένες συζύγους» κι’ ας αντιληφθούμε ότι εμείς (το λαϊκό ριζοσπαστικό ρεύμα) δεν ήμασταν παρά η «μικρή κρυφή σχέση» του μικροαστικού εκσυγχρονισμού για τον οποίο ο «μεγάλος επίσημος δεσμός» δεν ήταν άλλος παρά η αστική τάξη.
Η μακρά πορεία των αστικών εργασιακών αναδιαρθρώσεων
Αυτή η συνολική πανευρωπαϊκή επίθεση των κυρίαρχων αστικών δυνάμεων στον εργαζόμενο κόσμο των ευρωπαϊκών χωρών, διεκπεραιώνεται αδιακρίτως σε βάρος όλων των εργατικών τάξεων της Ευρώπης, βορείων και νοτίων κρατών, με κοινούς παρονομαστές και αντίστοιχα χαρακτηριστικά, και μάλιστα πρωτίστως στην ίδια την καρδιά του ευρωπαϊκού καπιταλισμού (άξονας Γερμανίας – Γαλλίας). Έτσι δεν πρόκειται αρχικά παρά για την ίδια την επίθεση στα εργατικά δικαιώματα που ξεδιπλώθηκε στη γερμανική οικονομία στη δεκαετία του 2000, με τον τίτλο της «Ατζέντας 2010» και εμπνευστή τον πρώην διευθυντή προσωπικού της Volkswagen Πήτερ Χάρτζ. Πρόκειται για την πρώτη μεγάλης κλίμακας αντεργατική μεταρρύθμιση, στην ίδια την «καρδιά του θηρίου», προκειμένου να καταστεί ο γερμανικός καπιταλισμός αρκούντως παραγωγικός και διεθνώς ανταγωνιστικός : Η καθιέρωση του συστήματος των minijobs με τις μηνιαίες αποδοχές των 400 ευρώ, καθώς και τα εξοντωτικά μέτρα απέναντι στους ανέργους που ασκούν τα Jobcenter, είναι μόνον η κορυφή του παγόβουνου αυτής της εκστρατείας, που υλοποιήθηκε μάλιστα από το γερμανικό SPD του Γκέρχαρντ Σρέντερ. Και αντίστοιχα οι μεταρρυθμίσεις που επιδιώκουν να ακυρώσουν θεμελιώδη εργατικά δικαιώματα του γαλλικού Κώδικα Εργασίας, εγχείρημα που ξεκίνησε με το νόμο Εμμανουέλ Μακρόν την άνοιξη του 2015, συνεχίστηκε με το νόμο Μιριάμ Ελ Κομρί το 2016 και σήμερα προσλαμβάνει την πιο ολοκληρωμένη του μορφή με την εξοντωτική μεταρρύθμιση της προεδρίας πλέον του Ε. Μακρόν, κατά τα γερμανικά καταφανώς πρότυπα.
Ακολούθησαν οι μνημονιακές πολιτικές στις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου (Πορτογαλία, Ισπανία, Ελλάδα), όπου με αφορμή και πρόσχημα την επιδείνωση της σχέσης δημόσιου χρέους προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, εφαρμόστηκαν κυβερνητικές πολιτικές αποψίλωσης των εργατικών μισθών και ακύρωσης των λαϊκών δικαιωμάτων, βαρύτατης υπερφορολόγησης των εργαζομένων, σταθεροποίησης της ανεργίας σε υψηλότατα επίπεδα. Στόχος και σ’ αυτή την περίπτωση, μέσα από την επιβολή μορφών εξαγωγής απόλυτης υπεραξίας, η στήριξη της ανάκαμψης των αντίστοιχων εθνικών καπιταλισμών, προκειμένου να λειτουργούν χωρίς προσκόμματα στην ενιαία αγορά και νόμισμα των 510 εκατομμυρίων κατοίκων. Και τέλος, παράλληλα, η επιβολή ιδιαίτερων πολιτικών καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης στις οικονομίες της (πρώην ανατολικής) Κεντρικής Ευρώπης (Τσεχία, Ουγγαρία, Σλοβακία κλπ.) και διαχείρισης της μετάβασης από τον κρατικό στον ιδιωτικό νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό (π.χ. δεκαετείς περίοδοι φορολογικής χάριτος για τις μεγάλες επιχειρήσεις, εξευτελιστικά επιδόματα ανεργίας των 60 ευρώ κ.ά.).
Αυτή η μεταλλαγή του ταξικού συσχετισμού των δυνάμεων σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο έγινε δυνατή εξ αιτίας δύο καθοριστικών πολιτικών παραγόντων : Αφενός της προσχώρησης της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας στο νεοφιλελευθερισμό (από το Εργατικό Κόμμα του Τόνι Μπλέρ και το γερμανικό SPD, μέχρι το ελληνικό ΠΑΣΟΚ και την τελευταία περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ), όπου αυτή υπήρξε ο πιο ισχυρός θιασώτης των νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων. Η σοσιαλδημοκρατία ανέλαβε να διεκπεραιώσει τον ρόλο των συντηρητικών παρατάξεων, επιφέροντας έτσι και την διάλυση του εργατικού ιστού που αποτελούσε τον ιστορικό άξονα αναφοράς της. – Αφετέρου εξ αιτίας της ανεπάρκειας και παρακμής του ευρωπαϊκού κομμουνιστικού κινήματος, ιδιαίτερα με την άνευ προηγουμένου καταβαράθρωση του γαλλικού και του ιταλικού ΚΚ, και αντίστοιχα την κατάρρευση των καθεστωτικών κομμουνιστικών κομμάτων της Ανατολικής Ευρώπης, που δεν κατόρθωσαν να αναχαιτίσουν από αντιπολιτευτικές θέσεις τη νεοφιλελεύθερη επίθεση της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και της εργασιακής απορρύθμισης. Προφανώς αυτές οι εξελίξεις στην σοσιαλιστική και κομμουνιστική Αριστερά προκάλεσαν την αποδιάρθρωση του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος και κλόνισαν καθοριστικά τις όποιες μορφές λαϊκής ηγεμονίας υπήρχαν.
Μ’ αυτά τα δεδομένα η ευρωπαϊκή ήπειρος φαίνεται σήμερα να διατρέχεται από δύο αντίρροπες τάσεις : την κυρίαρχη που βασίζεται στη λειτουργία του γαλλογερμανικού άξονα σταθεροποίησης των δομών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (προεδρική εκλογή Ε. Μακρόν με την μαζική υποστήριξη της γαλλικής ρεπουμπλικανικής δεξιάς, διαφαινόμενη επικράτηση της χριστιανοδημοκρατίας στις επικείμενες γερμανικές εκλογές), με τις αναγκαίες διευθετήσεις μονιμοποίησης των μορφών εξαγωγής απόλυτης υπεραξίας, μέσα στην ίδια την καρδιά των μορφών εξαγωγής υψηλής σχετικής υπεραξίας, και την στήριξη του συνόλου σχεδόν των εθνικών αστικών τάξεων. Και από την άλλη πλευρά των εργατικών και αριστερών αντιστάσεων που προβάλλονται από τις καινούριες μορφές της ευρωπαϊκής Αριστεράς (Ανυπότακτη Γαλλία, Unidos Podemos κλπ.), καθώς και του εργατικού κινήματος (κινητοποιήσεις CGT στη Γαλλία, απεργίες στην αυτοκινητοβιομηχανία της Τσεχίας, Σλοβακίας κ.ά.). Αυτή είναι η κύρια ταξική διαχωριστική γραμμή που διατρέχει τις ευρωπαϊκές κοινωνίες ανάμεσα στις δυνάμεις της αστικής κυριαρχίας που συνασπίζονται στους θεσμούς της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, και στις δυνάμεις του κόσμου της μισθωτής εργασίας στην διαπάλη τους απέναντι στους εθνικούς καπιταλισμούς. Αυτό είναι το υπαρκτό πεδίο της ταξικής διαπάλης, αυτό της αλλαγής των ταξικών συσχετισμών, αυτό των υλικών και συγκεκριμένων λαϊκών διεκδικήσεων, πέραν των ευρωπαϊκών θεσμών όπου : Η μεν Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι Σύνοδοι Κορυφής ασκούν την συντονισμένη πολιτική εξουσία των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων, το δε Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν διαθέτει καμιά ουσιαστική νομοθετική αρμοδιότητα.
Ο κοινός παρονομαστής των ταξικών αντιπαραθέσεων
Πέραν αυτών των δύο θεμελιακών ανταγωνιστικών δυνάμεων και πολιτικών, προβάλλεται μια τρίτη αντίληψη των πραγμάτων που είναι αυτή της εθνικής αναδίπλωσης, της εθνικιστικής περιχαράκωσης, η οποία και υποστηρίζεται κυρίως από δυνάμεις της άκρας δεξιάς στην Ευρώπη, όπως στη Γαλλία, την Ιταλία, τη Βρετανία, τη Γερμανία, την Αυστρία και τις χώρες της πρώην Ανατολικής Ευρώπης. Αυτή, θέτοντας στο απυρόβλητο τον εθνικό καπιταλισμό της κάθε επιμέρους χώρας, αναζητώντας τον «εχθρό» και τον «αποδιοπομπαίο τράγο» στους εσωτερικούς (στην Ευρώπη) και στους εξωτερικούς (από την Αφρική και την Ασία) μετανάστες, επιδιώκει την αποχώρηση των αντίστοιχων χωρών από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, την ενίσχυση των εσωτερικών κατασταλτικών μηχανισμών, την εφαρμογή ακρότατων νεοφιλελεύθερων πολιτικών, την ανάπτυξη των «πατριωτικών» τμημάτων της κεφαλαιοκρατίας των αντίστοιχων χωρών κλπ. Προφανώς γι’ αυτή την αντίληψη η όξυνση των κοινωνικών προβλημάτων δεν προέρχεται από την κρίση και την ανασυγκρότηση των επιμέρους καπιταλισμών, αλλά από τους «ξένους» επικυρίαρχους, τον εξωτερικό «εχθρό» (μετανάστες και ευρωπαϊκή ολοκλήρωση αδιακρίτως).
Η ταξική πάλη των ευρωπαϊκών εργατικών τάξεων διεξάγεται πρωταρχικά και υλικά στο εσωτερικό των εθνικών κοινωνικών σχηματισμών απέναντι στην επικρατούσα αστική ταξική κυριαρχία, που εκφράζει τόσο την επιβολή της εγχώριας κεφαλαιοκρατίας, όσο και τις επιταγές των συνασπισμένων αστικών τάξεων της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Τα γαλλικά συνδικάτα της CGT, των Unitaires κλπ., από κοινού με την γαλλική Αριστερά (Ανυπότακτη Γαλλία και γαλλικό ΚΚ), κινητοποιούνται απέναντι στη συρρίκνωση των εργατικών δικαιωμάτων που προετοιμάζει να επιβάλλει η προεδρία Ε. Μακρόν στον γαλλικό Κώδικα Εργασίας. – Ο εργαζόμενος κόσμος στην αυτοκινητοβιομηχανία της Volkswagen της Μπρατισλάβα της Σλοβακίας, στην Audi της Ουγγαρίας, στην Fiat Chrysler της Σερβίας, στην Skoda της Τσεχίας, κινητοποιούνται σ’ αυτή τη διάρκεια του 2017, μετά από πολύχρονη κοινωνική καταστολή δεκαετιών, προκειμένου να επιτύχουν αύξηση των χαμηλών εργατικών τους αποδοχών (τη στιγμή που διασφαλίζουν μια υψηλότατη παραγωγικότητα της εργασίας), προστασία της μισθωτής τους αξιοπρέπειας κλπ. – Αντίστοιχα στην ισπανική κοινωνία το Unidos Podemos αντιπαρατίθεται με την διεφθαρμένη συντηρητική διακυβέρνηση, επιδιώκοντας την συμμαχία με το PSOE για την ανατροπή της κλπ.
Σε όλες δίχως εξαίρεση τις περιπτώσεις διεξαγωγής της ταξικής πάλης αναδεικνύεται δηλαδή η αντιπαλότητα προς την αστική κυριαρχία (όπου συναιρείται η εγχώρια και ευρωπαϊκή καπιταλιστική διαχείριση), και σε καμία περίπτωση δεν τίθεται ως αφετηριακή προτεραιότητα η απομάκρυνση από την Ευρωζώνη ή η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μια τέτοια λογική θα αιωρούνταν στο κενό, αδυνατώντας άλλωστε να διαμορφώσει το οποιοδήποτε ριζοσπαστικό λαϊκό κίνημα, εφόσον θα παρέμενε χωρίς καμία παραγωγική ταξική γείωση. Αντιευρωπαϊκά εθνικιστικά κινήματα με σχετικά ευρεία πολιτική υπόσταση μόνον οι ακροδεξιές δυνάμεις κατόρθωσαν να δρομολογήσουν, που όμως τοποθετούνται στον αντίποδα των εργατικών συμφερόντων και δικαιωμάτων, βασιζόμενα στην ξενοφοβία και τον ρατσισμό, την ισχυροποίηση των κατασταλτικών μηχανισμών και την σαρωτική αποψίλωση των εργατικών ελευθεριών.
Έτσι η διεξαγωγή της ταξικής αντιπαράθεσης στο εθνικό κοινωνικό επίπεδο είναι αυτή που μπορεί να τροποποιήσει τους κοινωνικούς συσχετισμούς, και εκ των πραγμάτων να θέσει ζήτημα ανατροπής και των ίδιων των ευρωπαϊκών οικονομικών ρυθμίσεων, εφόσον στέκονται εμπόδιο στην πραγμάτωση των εργατικών αναγκών. Διαφορετικά εκείνο που γίνεται είναι η μετατόπιση από το πεδίο της εργοστασιακής ταξικής διαπάλης στο επίπεδο της «εθνικής» πολιτικής, δηλαδή της εθνικής απόσχισης από τους θεσμούς της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, σε μια προοπτική αναγκαστικής κυριαρχίας των ηγεμονικών δυνάμεων του «έθνους» και της «πατρίδας», που θα ετίθεντο επικεφαλής ενός εγχειρήματος ανεξάρτητης καπιταλιστικής ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας. Η κίνηση των πραγμάτων σ’ αυτή την τροχιά στην βρετανική περίπτωση το καλοκαίρι του 2016, οδήγησε προφανώς στο Brexit, ωστόσο αυτό έγινε υπό μια εθνικιστική ηγεμονία (άσχετο αν ψηφίστηκε και από λαϊκά στρώματα του Εργατικού Κόμματος), και ουδόλως επέφερε το άνοιγμα μιας προοδευτικής πορείας της βρετανικής κοινωνίας. Το αντίθετο ακριβώς και έγινε : Οξύνθηκε η αντεργατική επίθεση του κυβερνώντος Συντηρητικού Κόμματος, το οποίο και αυτό διαχειρίζεται τη διαδικασία της αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, στη βάση της διευθέτησης των συμφερόντων του βρετανικού καπιταλισμού. Ευτυχώς που διαμεσολάβησε η κυριαρχία των ριζοσπαστικών ρευμάτων στο εσωτερικό των Εργατικών και έγινε δυνατή η αποτύπωση ενός αριστερού κοινωνικού στίγματος, πέρα από την εμπλοκή στο αδιέξοδο του Remain ή του Brexit, ξαναθέτοντας επί τάπητος το κοινωνικό ζήτημα, το οποίο οι εθνικιστικές συντηρητικές δυνάμεις είχαν κατορθώσει να το απωθήσουν.
«Πατριωτική» συμμαχία εργατικής και αστικής τάξης ;
Μ’ αυτά τα σημερινά δεδομένα η αντίληψη που συναντάται σε ορισμένα αριστερά ευρωπαϊκά κόμματα για την προοπτική μετασχηματισμού της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης σε μια αντιφιλελεύθερη κατεύθυνση, συνεργασίας των λαών, ισονομίας κλπ., όπως συμβαίνει και με τον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ, ανήκει στη σφαίρα του φαντασιακού. Κι’ αυτό γιατί ο σύγχρονος νεοφιλελευθερισμός δεν αντιπροσωπεύει μια «εκτροπή» από τις ιστορικές «ευρωπαϊκές αξίες και αρχές» (ποιες είναι άραγε αυτές ;), αλλά είναι εγγεγραμμένος στο DNA των ευρωπαϊκών θεσμών και λειτουργιών. Η ευρωπαϊκή συμμαχία των αστικών τάξεων δεν υπάρχει και λειτουργεί για να υπηρετήσει την ανάπτυξη και την κοινωνική δικαιοσύνη στην ευρωπαϊκή ήπειρο, αλλά για να προωθήσει όλες εκείνες τις νεοφιλελεύθερες αναδιαρθώσεις στη μισθωτή εργασία, στις δημόσιες κοινωνικές υπηρεσίες κλπ., που θα καταστήσουν τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό ανταγωνιστικό, τόσο στο ευρωπαϊκό έδαφος όσο και στη διεθνή οικονομική σκηνή. Συνεπώς οι όποιες παρεμβάσεις σε οποιοδήποτε θεσμικό ευρωπαϊκό επίπεδο, δεν είναι παρά προσχηματικές προφάσεις προκειμένου να αναδειχθούν μορφές διευθέτησης της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής διαχείρισης.
Από την άλλη πλευρά, οι λογικές της απόσχισης και της εθνικής απομόνωσης, στην οπτική της προστασίας και υπεράσπισης της «πατριωτικής» καπιταλιστικής ανάπτυξης σε επιμέρους εθνικά κράτη, και μάλιστα η αντίληψη ότι μια τέτοια διαδικασία υπηρετεί το επιμέρους έθνος και μπορεί να προσλάβει ριζοσπαστικά εργατικά χαρακτηριστικά είναι εξίσου έωλη για δύο σαφείς λόγους : Από τη μια πλευρά οι ίδιες οι αστικές τάξεις των ευρωπαϊκών χωρών είναι εξολοκλήρου προσδεδεμένες στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά και νόμισμα, εφόσον τους διασφαλίζουν μια πολλαπλάσια της εθνικής τους αγοράς. Συνεπώς δεν μπορεί να υπάρξει «πατριωτική» συμμαχία σε επιμέρους ευρωπαϊκές χώρες, με τα στρώματα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είτε συνολικότερα με τμήματα της αστικής τάξης, που να μπορεί να στηρίξει μια τέτοια προοπτική. Αλλά και αν ακόμη επιτυγχάνονταν αυτή η παρά φύση ταξική συμμαχία, δεν θα είχε παρά αυθεντικά αστικό πολιτικό πρόσημο, μακράν της υπηρέτησης των λαϊκών συμφερόντων.
Οι ευρωπαϊκές εργατικές τάξεις δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να βαδίσουν με μια τέτοια λογική εθνικής απομόνωσης, συμμαχίας με αστικές «πατριωτικές» δυνάμεις (πού βρέθηκαν πάλι κι’ αυτές 😉 και να βάλουν πλάτη σε μια «εθνικά υπερήφανη» και ανεξάρτητη ανάπτυξη του επιμέρους καπιταλισμού της αντίστοιχης χώρας. Ένα απλό παράδειγμα : Η εισαγωγή εθνικού νομίσματος και η εκ των πραγμάτων σοβαρή του υποτίμηση (κατά 30% και πάνω), θα ενισχύσει την επιχειρηματική δράση των κεφαλαιοκρατών τόσο γιατί θα αυξήσει τη διεθνή τους ανταγωνιστικότητα, όσο και επειδή η αποψίλωση των εργατικών μισθών από τα μνημόνια και τη νομισματική υποτίμηση θα ενισχύσει την επιχειρηματική κερδοφορία. Ωστόσο με μια τέτοια οικονομική λογική, και οι μισθοί και συντάξεις θα υποστούν αντίστοιχη υποτίμηση. Έτσι αντί της αποκατάστασης των εργατικών μισθών και συντάξεων από τα πλήγματα των μνημονίων, και σχετικής τους αύξησης, θα έχουμε διπλή τους μείωση : Μία της τάξης του 30% περίπου από την επταετή εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών και μία πρόσθετη ισοδύναμη από την υποτίμηση του εθνικού νομίσματος. Άρα σε μια τέτοια περίπτωση θα τονωθεί ενδεχομένως η εξαγωγική επιχειρηματική καπιταλιστική δραστηριότητα, ενώ ταυτόχρονα θα επιδεινωθεί στα σίγουρα διπλά η οικονομική θέση των εργαζομένων. Έτσι θα σηκωθεί ψηλά η εθνική περήφανη σημαία των επιχειρήσεων που θα ωφεληθούν (υποτίμηση, ρευστότητα, στήριξη μικρομεσαίων κεφαλαίων), αλλά η ταπεινή σημαία των εργατικών αναγκών κυριολεκτικά θα κουρελιαστεί.
Απεναντίας η θέση των εργατικών τάξεων της ευρωπαϊκής ηπείρου δεν τοποθετείται (και αυτό συμβαίνει στην αντικειμενική πραγματικότητα) παρά στο πεδίο της αντικαπιταλιστικής διαπάλης απέναντι στους επιμέρους εθνικούς καπιταλισμούς, οι οποίοι ενσωματώνουν στο εσωτερικό τους τις συμφωνίες και υπαγορεύσεις της αστικής τους συμμαχίας στο ευρωπαϊκό θεσμικό επίπεδο. Η κοινότητα των προβλημάτων και των κοινωνικών καταστάσεων (παρά προφανώς τις επιμέρους διαφοροποιήσεις στην αναπτυγμένη καπιταλιστική Δύση έναντι του ευρωπαϊκού νότου και της Κεντρικής (πρώην ανατολικής) Ευρώπης, εκείνο που επιτάσσουν και στο οποίο αναπότρεπτα ιστορικά οδηγούν, είναι ο εργατικός διεθνιστικός συντονισμός απέναντι στην συνολική ευρωπαϊκή καπιταλιστική οικονομία, την οποία διαχειρίζονται τα θεσμικά νεοφιλελεύθερα κέντρα της Ευρώπης.
Εξέλιξη και διαστρέβλωση του εργατικού διεθνισμού
Κατά έναν εντελώς τηλεγραφικό τρόπο μπορεί να δει κανείς τις μορφές συμπαράταξης ή διαχωρισμού που χαρακτήρισαν την πορεία του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος στην ευρωπαϊκή ήπειρο εδώ και ενάμισι περίπου αιώνα : Σε μια πρώτη περίοδο των μέσων του 19ου αιώνα αναδείχθηκε κατά τον πλέον αυθεντικό τρόπο η Διεθνής Ένωση των Εργατών, που συνοδεύτηκε από την συγγραφή του Κομμουνιστικού Μανιφέστου και στη διάρκεια της οποίας προέκυψε και ηττήθηκε η επανάσταση της Παρισινής Κομμούνας και οδηγήθηκε στην μετέπειτα διάλυσή της εξ αιτίας των απηνών διώξεων που ακολούθησαν. Την θέση της πήρε η Δεύτερη Διεθνής με την ισχυρή παρουσία της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, με κύρια γεγονότα στη διάρκεια του βίου της την προσχώρηση της πλειονότητας των γερμανών σοσιαλιστών στο «εθνικό» στρατόπεδο και την ψήφιση των πολεμικών δαπανών στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και την έκρηξη της οκτωβριανής επανάστασης, με το σχίσμα που ακολούθησε (κομμουνιστών – σοσιαλδημοκρατών) και την κήρυξή της σε χρεοκοπία.
Η Τρίτη Κομμουνιστική (πλέον) Διεθνής που διήρκεσε στο διάστημα του μεσοπολέμου, επικαθόρισε και τους όρους ύπαρξης του κομμουνιστικού κινήματος εκτός της ΕΣΣΔ, επέβαλε τους «21 Όρους» συμμετοχής των επιμέρους κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων, η δράση των αριστερών κινημάτων συνδέθηκε με την προάσπιση των κρατικών συμφερόντων της «πατρίδας του σοσιαλισμού», επέβαλε τη θεωρία του σοσιαλ-φασισμού που στη συνέχεια ανασκεύασε με την πολιτική των λαϊκών μετώπων, και οδηγήθηκε στην διάλυση με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. – Επιλέχθηκαν έτσι στη μεταπολεμική περίοδο οι «εθνικοί δρόμοι» για τον σοσιαλισμό, που στη δεκαετία του 1970 πήραν για ορισμένα κομμουνιστικά κόμματα το έμβλημα του «σοσιαλισμού στα εθνικά χρώματα» (που «μύριζε θυμάρι της ελληνικής γης» κατά τον θεμελιωτή της ελληνικής μικροαστικής εκσυγχρονιστικής Αριστεράς και γεννήτορα του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ της «υγιούς» καπιταλιστικής ανάπτυξης), και οδήγησαν σε μια ευρύτερη συνεργασία με την αποτύπωση του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος με την τριμερή Διάσκεψη του Βερολίνου, επιφέροντας προοπτικά την ουσιαστική διάλυση ή περιθωριοποίηση του ιταλικού, γαλλικού και ισπανικού ΚΚ. Και από την άλλη πλευρά, δεν έπαψαν οι Διεθνείς Συνδιασκέψεις των Κομμουνιστικών Κομμάτων που ασπάζονταν την σοβιετική «ορθοδοξία» και ακολουθούσαν πιστά την πορεία του «υπαρκτού σοσιαλισμού», όπου η κατάρρευσή του στο μεταίχμιο του 1990 συμπαρέσυρε και την όποια διεθνιστική αναφορά, εφόσον είχε αποκαθηλωθεί το σφυροδρέπανο από το Κρεμλίνο.
Επιχειρήθηκε τέλος στο πρόσφατο παρελθόν να αναδειχθεί μια μορφή συνεργασίας με την δημιουργία και λειτουργία του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ), με την συμμετοχή των περισσοτέρων αριστερών ευρωπαϊκών κομμάτων. Εντούτοις η άνευ προηγουμένου μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ που διαμεσολάβησε (2015), τη στιγμή μάλιστα που ο πρόεδρός του είχε αναδειχθεί κοινός υποψήφιος του ΚΕΑ για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ακύρωσε κάθε αξιοπιστία και φερεγγυότητα του ΚΕΑ που έχει περιέλθει στην ουσιαστική ανυπαρξία, μια που το «χαϊδεμένο του παιδί» προτίμησε πλέον τον συναγελασμό του με την ευρωπαϊκή νεοφιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία. Έτσι στην σημερινή σημαντική από πολλές απόψεις διαδρομή που ακολουθούν οι ευρωπαϊκές οικονομίες, με κύριο χαρακτηριστικό τις συντονισμένες πολιτικές των εθνικών καπιταλισμών και της Ιερής τους Συμμαχίας στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ολοσχερή απορρύθμιση της μισθωτής εργασίας από κάθε άποψη (προκειμένου ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός να ενισχύσει περαιτέρω την διεθνή του ανταγωνιστικότητα), απουσιάζει παντελώς ο οποιοσδήποτε ουσιαστικός εργατικός ευρωπαϊκός συντονισμός, με δεδομένο προφανώς ότι η κοινοβουλευτική ομάδα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς GUE / NGL δεν διαδραματίζει έναν τέτοιο ρόλο. Πώς μπορεί δηλαδή να αντιμετωπιστούν οι εθνικές αστικές πολιτικές και η ευρωπαϊκή τους ολοκλήρωση που συμπυκνώνεται στην λειτουργία της «γραφειοκρατίας των Βρυξελλών», χωρίς να λειτουργεί ένα συλλογικό διεθνιστικό αντίπαλο δέος από την πλευρά των λαϊκών τάξεων της Ευρώπης, των εργατικών της πληθυσμών, των αριστερών σχημάτων, των ταξικών εργατικών συνδικάτων, των κινημάτων αλληλεγγύης, πέραν των θεσμικών ευρωπαϊκών μορφών ; Δεν είναι αυτός ο μαρξιστικός ιστορικός τρόπος αντιμετώπισης των σημερινών ευρωπαϊκών προκλήσεων ο πλέον γόνιμος και διεθνιστικός, έναντι της επιδίωξης παρακολούθησης δρόμων εθνικής περιχαράκωσης και διαχωρισμών, ή ενσωμάτωσης στα ευρωπαϊκά νεοφιλελεύθερα δόγματα ;
Ο ευρωπαϊκός οικονομικός χώρος, εξ αιτίας της αντικειμενικής διεθνοποίησης του κεφαλαίου και ιδιαίτερα των μετακινήσεων των ευρωπαϊκών κεφαλαίων στο εσωτερικό των ορίων της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης . – Λόγω των μεγάλων και σημαντικών μεταναστευτικών μετακινήσεων πληθυσμών, τόσο από τον Νότο και την Ανατολή προς την Δύση, όσο και από την αφρικανική και ασιατική ήπειρο προς την Ευρώπη. – Εξ αιτίας των κοινών και παράλληλων πολιτικών που ασκούνται από τις αστικές τάξεις και την ευρωπαϊκή τους συμμαχία, και που στη σημερινή συγκυρία συμπυκνώνονται, μεταξύ των άλλων και κυρίως, στη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση των καθεστώτων εργασίας : Γι’ αυτούς και άλλους λόγους αντιπροσωπεύει το κοινό πεδίο της ταξικής πάλης των ευρωπαϊκών εργατικών τάξεων.
Η σύγχρονη ταξική διαπάλη δεν διεξάγεται με όρους αντίθεσης μεταξύ των εθνών κρατών της ευρωπαϊκής ηπείρου. Αυτές οι αντιθέσεις προφανώς και διατρέχουν το ευρωπαϊκό τοπίο, αφορούν ωστόσο τον ανταγωνισμό, παρόλη την συμμαχία μεταξύ τους, των ευρωπαϊκών καπιταλισμών. Απεναντίας αντί να τοποθετείται στο πεδίο της αντίθεσης «ξένων επικυρίαρχων» και επιμέρους εθνών, αυτή αφορά την αντιπαλότητα των εργατικών τάξεων απέναντι στο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό στο εσωτερικό των επιμέρους κοινωνικών σχηματισμών. Αυτή η μορφή διαπάλης της Αριστεράς, εμπεριέχει ταυτόχρονα την αντίθεση προς τις ρυθμίσεις και υπαγορεύσεις των συνασπισμένων ευρωπαϊκών αστικών τάξεων. Έτσι προκειμένου αυτή η ριζοσπαστική διαπάλη απέναντι στα παντοειδή «μνημόνια» (=νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις) στις ευρωπαϊκές χώρες να προσλάβει ευρύτερα ανατρεπτικά χαρακτηριστικά, που να αποδομούν τους όρους της νεοφιλελεύθερης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, απαιτείται ο πανευρωπαϊκός συντονισμός των εργαζομένων, αριστερών κομμάτων, συνδικάτων και κινημάτων, ως το αντίπαλο δέος στον ευρωπαϊκό καπιταλισμό συνολικά.