ΟΙ ΗΓΕΤΕΣ ΤΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΔΟ ΑΝΕΛΑΒΑΝ ΤΑ ΚΥΡΙΑ ΠΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΪ
Του ΑΡΗ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΥ
Ψυχρολουσία για όσους διατηρούν ελπίδες ότι η ετυμηγορία του βρετανικού λαού υπέρ του Brexit μπορεί να ανατραπεί σύντομα αποτέλεσαν οι κεντρικές επιλογές της νέας πρωθυπουργού, Τερέζα Μέι, για το υπουργικό συμβούλιο.
Αφού επιβεβαίωσε και πάλι με κατηγορηματικό τρόπο ότι η επιλογή που έγινε με το δημοψήφισμα είναι οριστική και αμετάκλητη, η Μέι, στις πρώτες δηλώσεις της από την πρωθυπουργική κατοικία της Ντάουνινγκ Στριτ, έστειλε σαφή μηνύματα στους ηγέτες της ηπειρωτικής Ευρώπης και των ΗΠΑ, ανακοινώνοντας μέσα σε λίγες ώρες από την ανάληψη των καθηκόντων της τα πρόσωπα που θα στελεχώσουν τα κύρια υπουργεία.
Το καινούργιο “υπουργείο Brexit”, που θα αναλάβει τη διαπραγμάτευση για τους όρους του διαζυγίου, ανέλαβε ο Ντέιβιντ Ντέιβις. Ένθερμος οπαδός της αποδέσμευσης, ο Ντέιβις έχει χρηματίσει πρόεδρος των Βρετανών Συντηρητικών και ήταν ανθυποψήφιος του Ντέιβιντ Κάμερον στην αναμέτρηση για την ηγεσία του κόμματος, το 2005.
Προς έκπληξη των περισσότερων αναλυτών, το υπουργείο Εξωτερικών ανέλαβε ο επικεφαλής της εκστρατείας για το Brexit, Μπόρις Τζόνσον, τον οποίο πολλοί βιάστηκαν να ξεγράψουν όταν βγήκε από την κούρσα διαδοχής του Κάμερον. Ο τρίτος άνθρωπος που θα εμπλακεί άμεσα στις διαπραγματεύσεις για την έξοδο από την Ε.Ε. αλλά και για τη σύναψη εναλλακτικών συμφωνιών οικονομικής συνεργασίας με άλλες χώρες, είναι ο πρώην υπουργός Άμυνας Λίαμ Φοξ, επίσης φλογερός υποστηρικτής του Brexit, ο οποίος αναλαμβάνει το κρίσιμο υπουργείο Διεθνούς Εμπορίου.
Αντίθετα, ο μέχρι χθες υπουργός Οικονομικών Τζορτζ Όζμπορν, ο οποίος έκανε επιθετική εκστρατείαυπέρ της παραμονής και προαλειφόταν για διάδοχος του Κάμερον, έμεινε εκτός υπουργικού συμβουλίου. Ενδεχομένως ο Όζμπορν θα αποτελεί τη χρυσή εφεδρεία των ευρωπαϊστών, οι οποίοι ελπίζουν πλέον μόνο σε μια οικονομική καταστροφή της χώρας τους, κάτι που θα μπορούσε να ξαναφέρει στην ημερήσια διάταξη την ανατροπή του Brexit με νέο δημοψήφισμα ή εκλογές.
Υπέρ αυτής της εξέλιξης (ανατροπή της απόφασης για αποχώρηση με νέο δημοψήφισμα ή εκλογές) τάσσονται οι δύο υποψήφιοι για την αρχηγία του Εργατικού Κόμματος που φιλοδοξούν να ανατρέψουν τον αριστερό ηγέτη του, Τζέρεμι Κόρμπιν, ως όχι αρκούντως ευρωπαϊστή: ο Όουεν Σμιθ και η Άντζελα Ιγκλ. Ωστόσο είναι πιθανό ότι και οι δύο υποψήφιοι, που χρεώθηκαν την υποστήριξή τους στον φρικτό πόλεμο των Μπους- Μπλερ εναντίον του Ιράκ, να αποτύχουν και ο Τζέρεμι Κόρμπιν να επικρατήσει και πάλι στη μάχη για την αρχηγία, χάρη στην υποστήριξη της νεολαίας, των εργατικών στρωμάτων και των ακτιβιστών της κομματικής βάσης.
Όσο για το ενδεχόμενο εκλογών, αν γίνουν με τα σημερινά δεδομένα, απλώς θα προσφέρουν στη Μέι την απ’ ευθείας λαϊκή νομιμοποίηση που θα την ενισχύσει στις διαπραγματεύσεις με τους Ευρωπαίους. Τέλος, το ενδεχόμενο ενός οικονομικού Αρμαγεδδώνα δεν φαίνεται στον ορίζοντα, καθώς η βρετανική οικονομία μοιάζει να απορροφά τους αναπόφευκτους κραδασμούς που προκάλεσε το δημοψήφισμα, ενώ οι Ευρωπαίοι συνειδητοποιούν ότι μια μεγάλη αναταραχή ενδέχεται να πλήξει περισσότερο την ευρωζώνη παρά τη Βρετανία.
Με αυτά τα δεδομένα, το άμεσο δίλημμα δεν είναι αν υλοποιηθεί ή ακυρωθεί το Brexit, αλλά αν επιλέξει η νέα βρετανική κυβέρνηση ένα “σκληρό” ή ένα “μαλακό” Brexit. Η δεύτερη εκδοχή, που αποτελεί τη νέα γραμμή άμυνας των ευρωπαϊστών και τη λύση που θα προτιμούσε η Ουάσιγκτον, συνίσταται στο να φύγει η Βρετανία από την Ε.Ε., μένοντας ωστόσο όσο πιο κοντά της γίνεται και διατηρώντας τη συμμετοχή της στην Κοινή Αγορά μέσω του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), κάτι που ήδη συμβαίνει με τη Νορβηγία και την Ισλανδία.
Πρόκειται για μια δύσκολη επιλογή για την κυβέρνηση Μέι. Τα πλεονεκτήματα αυτής της λύσης δεν είναι μικρά: Η Βρετανία θα εξακολουθήσει να έχει πλήρη πρόσβαση σε μια μεγάλη ζώνη ελευθέρου εμπορίου, που απορροφά το 47% των εξαγωγών της. Το γεγονός αυτό θα διευκολύνει το Σίτι του Λονδίνου να παραμείνει το πρώτο στην Ευρώπη (και ένα από τα δύο κεντρικά στον κόσμο, πλάι στη Γουόλ Στριτ) κέντρο του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Στο πολιτικό επίπεδο, μια τέτοια εξέλιξη θα συγκρατήσει τις τάσεις των Σκωτσέζων για ανεξαρτησία και των Ιρλανδών για ενοποίηση, αφού και η Σκωτία θα παραμείνει στην Κοινή Αγορά και η Β. Ιρλανδία δεν θα δει ξαφνικά να ξαναστήνονται σύνορα με τους νότιους αδελφούς της.
Εξίσου σημαντικά είναι τα μειονεκτήματα γι αυτή την κυβέρνηση της σκληρής, βρετανικής Δεξιάς. Για να πετύχει πλήρη πρόσβαση στην Κοινή Αγορά, η Βρετανία θα υποχρεωθεί να αποδεχθεί την πλήρη ελευθερία μετακίνησης μεταναστών από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες στα εδάφη της- κάτι πολύ βαρύ για τη Μέι, η οποία, ως υπουργός Εσωτερικών, και παρά την (πολύ απρόθυμη, είναι αλήθεια) υποστήριξή της στο Remain, είχε πιο σκληρή γραμμή σε αυτό το θέμα και από αυτόν τον Νάιτζελ Φαράζ του ξενοφοβικού UKIP.
Υπάρχει, βέβαια, το ενδεχόμενο μιας συμφωνίας “Νορβηγίας light”, μερική πρόσβαση στην Κοινή Αγορά έναντι μερικού ανοίγματος στους Ευρωπαίους μετανάστες. Κάτι τέτοιο, όμως, θα αποτελέσει αντικείμενο μακράς και δύσκολης διαπραγμάτευσης (είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς θα μπορούσε να δεχθεί κάτι τέτοιο, άνευ σοβαρών ανταλλαγμάτων, μια πολωνική κυβέρνηση). Επί πλέον, η Βρετανία θα υποχρεωθεί να συνεισφέρει στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό και να υφίσταται τις συνέπειες από τις αποφάσεις για την ενιαία αγορά χωρίς να έχει θεσμικά κατοχυρωμένο ρόλο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων (άλλο πράγμα, βέβαια, η ουσιαστική άσκηση επιρροής μέσω της οικονομικής και πολιτικής δύναμης, του βρετανικού “λόμπι” που θα δημιουργηθεί στις Βρυξέλλες κλπ).
Θα ήταν ευχής έργον αν ακούγαμε εναλλακτικές απαντήσεις στα σκληρά διλήμματα που θέτει η πραγματικότητα από μια βρετανική Αριστερά που δεν θα είχε καθηλωθεί στην ουρά των Συντηρητικών οπαδών του Remain, όπως δυστυχώς έπραξε η άτολμη, σ’ αυτό το κρίσιμο θέμα, ηγεσία των Εργατικών. Δυστυχώς, η εσωτερική αναταραχή στο Εργατικό Κόμμα και η ανοιχτή απειλή της διάσπασής του, δεν αφήνουν παρόμοιες ελπίδες για το προσεχές μέλλον. Με τα σημερινά δεδομένα, εύχεται κανείς να αποτύχουν οι προσπάθειες ανατροπής του Κόρμπιν από τα δεξιά και να σταθεί αυτή η περιπέτεια αφορμή για μια ριζική ανασυγκρότηση της βρετανικής Αριστεράς, ώστε το Lexit, το αριστερό- διεθνιστικό Exit των λαών, να αποκτήσει τη δική του, αυτόνομη και ισχυρή φωνή.