Είναι δυνατός ένας σοσιαλδημοκρατικός νεοφιλελευθερισμός;
Είναι ίσως από τις ελάχιστες φορές στην μεταπολεμική ελληνική ιστορία που διεξάγονται βουλευτικές εκλογές με το εργατικό λαϊκό κίνημα παροπλισμένο και στο περιθώριο. Τέτοια τείνει να αναδειχθεί η εκλογική αντιπαράθεση που βρίσκεται μπροστά μας, είτε αυτή διεξαχθεί μέσα στην τρέχουσα ή μέσα στην επόμενη χρονιά. Οι δύο πόλοι του αστικού δικομματισμού, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, παρόλες τις μεταξύ της διαφοροποιήσεις, εμφανίζονται να «αντιμάχονται» σε καίρια ζητήματα (φορολογίας, μισθών, κοινωνικής ασφάλισης, επιχειρηματικής δραστηριότητας κλπ.), σε ένα γήπεδο όπου απουσιάζει ο αντίπαλος της αστικής μνημονιακής πολιτικής, το ίδιο το κίνημα της μισθωτής εργασίας.
Και είναι δεδομένο ότι η Αριστερά δεν μπορεί να ξεπεράσει τα ιστορικά εκλογικά της όρια (περί το 10% αθροιστικά), αν δεν έχει την ενεργό υποστήριξη ενός σημαντικού μέρους της εργατικής τάξης. Αυτό συνέβη το 1981 με την μαζική παρουσία των εργοστασιακών σωματείων και των ομοσπονδιών της κοινής ωφέλειας, με την περίπτωση της «αλλαγής» του ΠΑΣΟΚ που το ώθησε στην πραγματοποίηση ορισμένων μεταρρυθμιστικών αλλαγών. Αυτό συνέβη και το 2015 με την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στην διακυβέρνηση της χώρας, που γρήγορα οδήγησε, λόγω της εκσυγχρονιστκής μικροαστικής φύσης των πολιτικών του μηχανισμών, στην μετατόπισή του στο πεδίο της αστικής πολιτικής, εγκαταλείποντας κάθε αναφορά λαϊκότητας και ριζοσπαστισμού.
Το ίδιο προφανώς συμβαίνει σε γειτονικές μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες : Στην περίπτωση της Ιταλίας η ριζοσπαστική Αριστερά κατέγραψε μια απελπιστικά μικρή επιρροή (κάτω του 1%), εφόσον ο κραταιός πάλαι ποτέ συνδικαλιστικός μηχανισμός είχε ήδη ενσωματωθεί ή διαλυθεί, ως αποτέλεσμα της πολύχρονης κεντροαριστερής διακυβέρνησης από τον Πρόντι μέχρι τον Ρέντζι. Και το αντίστροφο στην περίπτωση της γαλλικής κοινωνίας όπου ένα σχετικά ζωτικό εργατικό κίνημα, με τον πρωταγωνιστικό ρόλο της CGT, αλλά και των άλλων συνδικάτων (SUD, FO κλπ.), με τις κινητοποιήσεις του στη διετία 2015 – 17 κατόρθωσε να συμβάλει στη διαμόρφωση των όρων για την άνοδο στις προεδρικές εκλογές του Μελανσόν σχεδόν στο 20%.
Στην ελληνική περίπτωση η μνημονιακή μετάλλαξη και μεταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ (που δεν είναι εύκολα αναστρέψιμη όπως θέλουν να πιστεύουν οι ιδεολογικοί του φωστήρες), επέφερε το πλέον ισχυρότατο πλήγμα στο εργατικό κίνημα, οδηγώντας τις πανεργατικές πανελλαδικές απεργίες του 2015 – 18, απέναντι στις ρυθμίσεις του τρίτου μνημονίου, σε μια πλήρη αποψίλωση, και απελπιστικά χαμηλή, αν όχι μηδενική συμμετοχή. Προφανώς όταν η πλειονότητα της εργατικής τάξης επιλέγει τον πολιτικό φορέα της ριζοσπαστικής αντιμνημονιακής πολιτικής, και όταν αυτός στρέφεται ευθέως και ανοιχτά σ’ αυτή στην αστική πολιτική, είναι επόμενο το φρόνημα της μισθωτής εργασίας, μπροστά σε ένα τέτοιο πλήγμα που προέρχεται από τα «μέσα», από την ίδια την καρδιά της Αριστεράς, να προκαλεί αφωνία, απογοήτευση, παραίτηση, και να διαμορφώνεται μια κατάσταση παρατεταμένης εργατκής αδρανοποίησης. Είναι η Αριστερά που ώθησε τις λαϊκές τάξεις στον «περίφημο καναπέ», στο βαθμό που αυτές επί μια τριετία (2010 – 12) είχαν σηκώσει ολόκληρο το βάρος του απεργιακού αντιμνημονιακού αγώνα, και είχαν φτάσει στα όριά τους : Επέλεξαν, μετά πολλές δεκαετίες την Αριστερά για να ικανοποιήσει τις στοιχειώδεις τους επιδιώξεις και αυτή τις ξαπέστειλε στα τάρταρα. Είναι η Αριστερά που στρογγυλοκάθησε, με κάθε μορφή ιδιοτέλειας,, στους ευρύχωρους «καναπέδες» της πολιτικής εξουσίας, «μαθητευόμενοι μάγοι» των μικροαστικών μυθευμάτων, τη στιγμή που η εργατική τάξη συνέχισε να ζει το δικό της κοινωνικό δράμα (μαζική ανεργία, απορρύθμιση εργασιακών σχέσεων, εισοδηματική λιτότητα, υπέρμετρη φορολόγηση κλπ.), εργαζόμενη στην παραγωγή, αγωνιώντας για τη νέα γενιά της ανεργίας, βλέποντας τις συντάξεις της να εξανεμίζονται χρόνο με τον χρόνο κ.ά.
Ο ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ στις μεταμνημονιακές συνθήκες
Αν η απόσυρση αυτή του λαϊκού εργατικού κινήματος χαρακτηρίζει καθοριστικά το προεκλογικό σκηνικό που τείνει να διανοιχθεί, το δεύτερο θεμελιώδες χαρακτηριστικό που χαρακτηρίζει αυτή την συγκυρία είναι το κυβερνητικό εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ να πραγματώσει, μετά την «έξοδο» από την επιτροπεία και τα μνημόνια, μια ορισμένη «σοσιαλδημοκρατικού» τύπου μεταστροφή, μια πολιτική με υποτιθέμενο «αριστερό», προκειμένου να αποκαταστήσει ένα μέρος τουλάχιστον του λαϊκού εκλογικού του ακροατηρίου του 2015 (36%). Μ’ αυτό τον τρόπο ευελπιστεί. σε συνδυασμό με το άγριο μετωπικό νεοφιλελευθερισμό της ΝΔ (αντιδεξιό μέτωπο), να συγκρατήσει σημαντικές δυνάμεις, που είτε θα τον οδηγήσουν εκ νέου στα έδρανα της εξουσίας (με τις κατάλληλές αυτή τη φορά νέες πολιτικές συμμαχίες), είτε σε μια θέση ισχυρής αξιωματικής αντιπολίτευσης, αποφεύγοντας την προηγούμενη πορεία συρρίκνωσης και περιθωριοποίησης του ΠΑΣΟΚ. Είναι προφανές ότι αυτή η επιχειρούμενη μεταστροφή δεν ξαναφέρνει τον ΣΥΡΙΖΑ προς το πεδίο της λαϊκής ριζοσπαστικής πολιτικής. Απεναντίας συνεχίζει να κινείται εντός των πλαισιών μιας «μετριοπαθούς» νεοφιλελεύθερης πολιτικής στο βαθμό που :
Συνεχίζει να διατηρεί και να νομιμοποιεί ολόκληρο το θεσμικό πλαίσιο των τριών μνημονίων, πέραν ακραίων εξαιρέσεων, που αποτελεί την βάση της σύγχρονης καπιταλιστικής συσσώρευσης και την μετατόπιση των δανειακών αναγκών στους ώμους της μισθωτής εργασίας. Κυρίαρχη κατεύθυνση της πολιτικής του είναι, όπως διατυμπανίζεται σε όλους τους τόνους, η ανάπτυξη της καπιταλιστικής επιχειρηματικότητας, πεμπτουσία της συνολικής οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της χώρας. Πρόκειται για μια άκαμπτη εκδοχή της αστικής πολιτικής στην σημερινή περίοδο, που δεν επιδέχεται αμφισβητήσεις : Προσέλκυση επενδύσεων, παραγωγικές αναδιαρθρώσεις και ανασυγκρότηση, διατήρηση της γενικευμένης εργασιακής απορρύθμισης, ολοσχερής εκποίηση του δημόσιου τομέα της οικονομίας, μεταξύ των άλλων, αντιπροσωπεύουν τους σύγχρονους πυλώνες της ανάπτυξης του κεφαλαίου.
Αυτό που επιχειρεί (αποκατάσταση του κατώτατου μισθού του 2012, της λειτουργίας των συλλογικών διαπραγματεύσεων και αποτροπή της κατάργησης της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις) δεν αντιπροσωπεύει μια λαϊκή σοσιαλδημοκρατική πολιτική για τους εξής λόγους : Αποκαθίσταται ο κατώτατος μισθός, χωρίς να χορηγηθεί το εισόδημα που προέκυψε από την μείωσή, και το οποίο καταχράσθηκε αποκλειστικά η ελληνική αστική τάξη. Πρόκειται απλά για την κατάργηση μιας αντισυνταγματικής εκτροπής (Φεβρουάριος 2012) και όχι για μέτρο αναδιανεμητικής εισοδηματικής πολιτικής. Η ανάκαμψη του ελληνικού καπιταλισμού από την κρίση υπερσυσσώρευσης (2010 – 14) και η σταθερή του είσοδο στην κερδοφορία (από το 2015) ουδόλως αντιπροσωπεύει για τον ΣΥΡΙΖΑ το πεδίο άσκησης μιας αναδιανεμητικής πολιτικής. Το ίδιο ισχύει για την αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, οι οποίες επιχειρείται να λειτουργήσουν σε ένα περιβάλλον δυσμενέστατου συσχετισμού δυνάμεων για την εργατική τάξη, με την ανεργία να συνεχίσει να υπερβαίνει το 20%, αντί της νομοθετικής αποκατάστασης των μισθών του 2012. Για δε την προσωπική διαφορά στις συντάξεις είναι ο ΣΥΡΙΖΑ (άνοιξη 2016), που δημιούργησε το ζήτημα και το υλοποίησε ο νόμος Αχτσιόγλου, ότι με τον ασφαλιστικό νόμο Κατρούγκαλου όλες οι νέες συντάξεις υπολογίζονται με τις μνημονιακές συνταγές των Λοβέρδου – Κουτρουμάνη, δηλαδή μειώνονται κατά μέσο όρο κατά 20% – 30%. Δεν πρόκειται δηλαδή για σοσιαλδημοκρατικές βελτιώσεις, για ανάπτυξη με «κοινωνική δικαιοσύνη», αλλά για κινήσεις διευθέτησης στα πλαίσια του ήπιου νεοφιλελευθερισμού.
Άλλωστε, αν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν στοιχειωδώς συνεπής στο πρόγραμμά του 2014, είχε τέσσερα χρόνια μπροστά του για να εφαρμόσει αυτά τα μέτρα. Απεναντίας το ότι τα «ξαναθυμάται» σήμερα είναι έωλο για τον απλό λόγο ότι η πιθανή ανάδειξη της ΝΔ στην διακυβέρνηση θα τα καταργούσε άμεσα, και ο ΣΥΡΙΖΑ θα διαμαρτυρόταν γιατί εφαρμόζονται τη στιγμή που ο ίδιος τα έχει ψηφίσει. Έτσι λ.χ. η άμεση κατάργηση όλων των νομοθετικών του παρεμβάσεων (νόμοι Κατρούγκαλου και Αχτσιόλου) μπορούσαν να καταργηθούν νομοθετικά εδώ και μια τριετία και να μην είχαν ψηφιστεί καθόλου.
Μπορεί η Αριστερά να υπερβεί τη χρεοκοπία ΣΥΡΙΖΑ;
Απέναντι σ’ αυτή την διαμορφούμενη προεκλογική συγκυρία η κατάσταση των πολιτικών σχηματισμών της Αριστεράς, μεγαλύτερων ή μικρότερων, δεν φαίνεται ικανή να υπονομεύσει και ανατρέψει το σκηνικό του αστικού διπολισμού (ήπιου φιλελευθερισμού του ΣΥΡΙΖΑ, μετωπικού νεοσυντηρητισμού της ΝΔ), να εισέλθει στο κεντρικό πολιτικό προσκήνιο και να μετασχηματίσει τους υφιστάμενους πολιτικούς συσχετισμούς. Ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνον έχει μετατοπιστεί από το πεδίο της αριστερής πολιτικής, αλλά αδυνατεί να πολιτευτεί ακόμη και ως μια κλασική σοσιαλδημοκρατική δύναμη (η «Κίνηση των 53» είναι εξυπαρχής πλήρως αφομοιωμένη στους κυβερνητικούς μηχανισμούς και στερείται παντελώς αξιοπιστίας και φερεγγυότητας). Οι αριστεροί σχηματισμοί (από το ΚΚΕ μέχρι την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και από την Λαϊκή Ενότητα μέχρι την Πλεύση Ελευθερίας κλπ.), πέρα από τις διαφοροποιημένες, και αντικρουόμενες μεταξύ τους, πολιτικές τους επεξεργασίες, στερούνται εξίσου αξιόλογων ερεισμάτων στην εργατική τάξη, πέραν ορισμένων παρουσιών στον δημόσιο αποκλειστικά τομέα (νοσηλευτικό σύστημα, τοπική αυτοδιοίκηση και εκπαίδευση), λόγω της ισχύουσας μονιμότητας της απασχόλησης, με χαρακτηριστικά ωστόσο σαφούς αδρανοποίησης. Η Αριστερά υφίσταται ως μορφή πολιτικών ομαδοποιήσεων και ουδόλως ως έκφραση ενός υπαρκτού λαϊκού εργατικού κινήματος : Το γεγονός ότι το ΚΚΕ διαφεύγει από αυτό τον κανόνα είναι σχετικά αβάσιμο γιατί η παρέμβασή του στην κοινωνική παραγωγή, με βάση τις ίδιες τις επίσημες διακηρύξεις της ηγεσίας του γίνεται για την ενίσχυση του κομματικού τους υποκειμένου, της ενδυνάμωσης και ισχυροποίησης του ΚΚΕ και όχι με στόχο την ανάπτυξη ενός αυτοδύναμου, ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος, με όρους ενωτικούς και αυτοπροσδιορισμού, πράγμα που περιορίζει τα μέγιστα αυτήν την επιρροή και παρέμβαση. Σε τελική ανάλυση πώς να διεκδικήσει η Αριστερά πλατειές εκλογικές εργατικές εκπροσωπήσεις, όταν επί 3,5 χρόνια τώρα συμβαδίζει με μια εξουδετέρωση και περιθωριοποίηση του κινήματος της μισθωτής εργασίας, αρκούμενη σε μια «καταγγελιολογία» χωρίς πρακτικές κοινωνικές απολήξεις και κινηματικές εξάρσεις ;
Αυτή η αναπηρία του αριστερού κινήματος στο επίπεδο της κοινωνικής του γείωσης συνοδεύεται από τις πολύμορφες διαφοροποιήσεις του, που στέκονται εμπόδιο στην ενωτική του συμπαράταξη, πράγμα που δεν είναι αποτέλεσμα της «κακοτροπίας» τους, αλλά προϊόν ενός πολυσήμαντου πολιτικού υποκειμενισμού, που προφανώς και συνδέεται με την καθίζηση του λαϊκού κινήματος και την απουσία οργανικών σχέσεων με την εργατική τάξη. Όσο στη διάρκεια της Πρώτης Εργατικής Διεθνούς, γράφει ο Κ. Μαρξ σε μια επιστολή του σε γερμανό συνδικαλιστή σύντροφό του, επικρατούσε νηνεμία, η Διεθνής κατασπαράσσονταν από τις έριδες των διαφόρων «αιρέσεων» του κινήματος. Μόνον όταν ήρθε στην ιστορική επιφάνεια η εξέγερση της Παρισινής Κομμούνας αυτές έδωσαν την θέση τους σε ενωτικές λαϊκές επαναστατικές πολιτικές, βάζοντας στην άκρη τις «αιρέσεις» και αναδεικνύοντας εντελώς πρωτότυπα χαρακτηριστικά που ξεπερνούσαν την προηγούμενη πολιτική εμπειρία. Πώς να αναδειχθεί μια εργατική μετωπική ενωτική πρακτική όταν στη πρώτη θέση τίθεται ο υποκειμενισμός και οι εντελώς ασύμπτωτες αριστερές τροχιές, μεταξύ των οποίων η μετατόπιση του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού στο απώτατο μέλλον, η κυριαρχία του οικονομισμού και της πρωταρχικής προώθησης της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων έναντι της αναντικατάστατης προτεραιότητας της αλλαγής των σχέσεων παραγωγής, αντιλήψεις όπως η παραγωγική ανασυγκρότηση του ελληνικού καπιταλισμού, η πρόταξη της αποχώρησης από την ευρωζώνη και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση αντί της προαγωγής της αντικαπιταλιστικής διαπάλης στο εσωτερικό της χώρας και η αντιπαράθεση σε ευρωπαϊκό επίπεδο ως αποτέλεσμα της εσωτερικής αντιμνημονιακής αντιπαλότητας, η ανάδειξη συμμαχικών κοινωνικών προοπτικών με τις κατηγορίες των μικροαστικών τάξεων, τη στιγμή που η πλειονότητά τους συμμετέχει σε αστικές συμμαχίες και συνασπισμούς κλπ;
Λαϊκό Κίνημα Ζωτικών Κοινωνικών Αναγκών
Μ’ αυτά τα δεδομένα μπροστά τους οι αριστερές δυνάμεις (κομμουνιστικές, ριζοσπαστικές, αντικαπιταλιστικές) δεν φαίνονται σε θέση να διεμβολήσουν τον αστικό διπολισμό, παρά την αποκρουστικότητα της πολιτικής της ΝΔ και την σταθερή μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ. Η θέση τους προβλέπεται εκ του ασφαλούς περιθωριακή να αντιστρέψει τους κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς. Επόμενο είναι λοιπόν, πέραν οποιουδήποτε κομματικού υποκειμενισμού ή συμμαχιών χωρίς κοινωνική γείωση, να αντιστραφεί ο ρόλος της Αριστεράς, και από διεκδικητής των λαϊκών εκπροσωπήσεων, εν απουσία λαϊκού κινήματος, να καταστεί ταξικός δημιουργός του ίδιου του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος στην καπιταλιστική παραγωγή. Αυτό μπορεί να γίνει με την ανάδειξη ενός ενωτικού κοινωνικού μετώπου, που υπερβαίνει τους επιμέρους υποκειμενισμούς, και να συγκροτείται από ένα Κίνημα Χειραφέτησης των Ζωτικών Λαϊκών αναγκών, με δυνατότητες αυτοτελούς ανάπτυξης και παρέμβασης, όπως επίσης και πολιτικού του αυτοπροσδιορισμού.
Αυτό και μόνον είναι σε θέση να εισέλθει από λαϊκές αριστερές θέσεις και πρακτικές στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, να αντιμετωπίσει τους ταξικούς αντιπάλους (κόμματα του αστικού διπολισμού, εργοδοτικές οργανώσεις και φορείς του εργοδοτικού συνδικαλισμού, ευρωπαϊκά υπερεθνικά καπιταλιστικά κέντρα), και εκείνο αυτό που μπορεί να επαναπροσδιορίσει τους προσανατολισμούς των αριστερών δυνάμεων, κατά τρόπο ισότιμο, δημοκρατικό και διαλεκτικό. Παραφράζοντας την Ρ. Λούξεμπουργκ, αριστερό κίνημα δεν μπορεί να αναδεικνύεται παρά μέσα στην ιστορική εξέλιξη της πάλης των τάξεων, και όχι υπό την μορφή αυτονομημένων πολιτικών κομμάτων που στέκονται απέναντι από την εργατική τάξη.