Εκατό χρόνια από τη ρωσική επανάσταση και την αποκήρυξη των χρεών (6)

1847
μνημόνια

11. Χρέος: Λόυντ Τζωρτζ κατά σοβιέτ

 
Στη γενική συνέλευση, ο Λόυντ Τζωρτζ έδωσε μια απάντηση που έλεγε πολλά: 
«Η Ρωσία μπορεί να λάβει άφθονη βοήθεια, αλλά αν θέλει να την λάβει, δεν πρέπει να ενεργεί με αυτόν τον τρόπο και να μοιάζει κατά κάποιον τρόπο να το κάνει επίτηδες και να προκαλεί και να προσβάλλει τα αισθήματα, ονομάστε τα προκαταλήψεις, τα αισθήματα της μεγάλης πλειοψηφίας των ανθρώπων (…)
Μίλησα για προκαταλήψεις. Θα σας αναφέρω δυο-τρία, αφού στραπατσαρίστηκαν στο μνημόνιό σας της 11ης Μαΐου. Στην δυτική Ευρώπη, όταν κάποιος πουλά εμπορεύματα σε κάποιον άλλον, έχει μια παράξενη προκατάληψη: θέλει να πληρωθεί. Μια άλλη προκατάληψη είναι αυτή: αν κάποιος δανείζει χρήματα στον γείτονά του, ο οποίος του τα ζήτησε, έναντι υπόσχεσης εξόφλησης, αναμένει να τον εξοφλήσει. Ιδού μια ακόμη προκατάληψη: αν αυτός ο γείτονας έρθει να τον βρει και του ζητήσει ξανά βοήθεια, φυσικά, ο πρώτος τον ρωτά: «Έχετε την πρόθεση να μου τα επιστρέψετε; Επιστρέψτε μου πρώτα αυτά που σας δάνεισα».  Αν ο δανειζόμενος απαντήσει σε αυτό: «Οι αρχές μου δεν μου επιτρέπουν να πληρώσω», όσο παράξενο κι αν αυτό μοιάζει στην ρωσική Αντιπροσωπεία, ο δυτικός αυτός είναι τόσο γεμάτος προκαταλήψεις που, πολύ πιθανά, δεν θα θελήσει να δανείσει νέα χρηματικά ποσά. Δεν είναι θέμα αρχών – ξέρω τι είναι οι επαναστατικές αρχές – αλλά, εκτός Ρωσίας, πώς να το κάνουμε, υπάρχουν παράξενοι άνθρωποι, με παράξενες ιδέες! Κι αν θέλετε να έχετε να κάνετε μαζί μας, πρέπει να μας δεχτείτε όπως είμαστε. Πρόκειται για ιδέες που, κατά κάποιον τρόπο, έχουμε βυζάξει με το γάλα της μητέρας μας, που έχουμε κληρονομήσει από γενιές και γενιές τίμιων και εργατικών προγόνων και, εδώ, θέλω να προειδοποιήσω την ρωσική αντιπροσωπεία ότι δεν πρέπει να αναμένει, σε αυτόν τον δρόμο που θα περπατήσουμε μαζί προς την τελική ειρήνη, ότι θα αφήσουμε έτσι, ψυχρά, στην άκρη του δρόμου τις προκαταλήψεις μας. Αυτές οι προκαταλήψεις, αυτές οι ιδέες έχουν βαθιές ρίζες στο χώμα της δυτικής Ευρώπης. Έχουν ριζώσει εδώ και χιλιάδες χρόνια. (…)Όταν γράφετε σε κάποιον για να λάβετε νέα χρηματικά ποσά, το να αφιερώνετε το μεγαλύτερο τμήμα της επιστολής σε μια λόγια έκθεση αιτιολόγησης της θεωρίας της αποκήρυξης των χρεών, δεν είναι κι ο καλύτερος τρόπος για να το επιτύχετε. Αυτό, δεν θα σας βοηθήσει να λάβετε πιστώσεις. Είναι ίσως μια πολύ ασφαλής θεωρία, αλλά δεν είναι διπλωματικός τρόπος προσέγγισης. (…)Ολοκληρώνοντας, θα σας ικετέψω, μιλώντας ως άνθρωπος που ήταν πάντα υπέρ της ιδέας του να δοθεί βοήθεια σε αυτό το ευγενές έθνος, να του ζητήσω, όταν έρθει στην Χάγη, να μην προσπαθήσει ξανά να στραπατσάρει τις Δυτικές μας ιδέες.” |46|
Η απάντηση του Τσιτσέριν: Αφού εξέφρασε την λύπη του για το ότι «τον εμπόδισαν να θέσει ενώπιον της Συνδιάσκεψης το θέμα του αφοπλισμού», απαντά στον Λόυντ Τζωρτζ: «Ο κύριος Πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας μου λέγει πως αν ο γείτονάς μου μού δάνεισε χρήματα, πρέπει να τον πληρώσω, ε, λοιπόν, συναινώ στην προκειμένη περίπτωση, αναζητώντας την συμφιλίωση, αλλά προσθέτω πως αν αυτός ο γείτονας εισέβαλε στο σπίτι μου και, έχοντας σκοτώσει τους γιούς μου, σπάσει τα έπιπλά μου, κάψει το σπίτι μου, πρέπει τουλάχιστον ν’αρχίσει να μου αποκαθιστά αυτό που κατέστρεψε.» |47|
Πρέπει να σημειώσουμε επίσης ότι κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων πάνω στην υπόλοιπη ατζέντα της Συνδιάσκεψης της Γένοβας, η σοβιετική αντιπροσωπεία παρενέβη πολλές φορές ώστε να ληφθούν αποφάσεις σχετικά με την οργάνωση ενός γενικού αφοπλισμού. Η Γαλλία είχε αντιδράσει με βίαιο τρόπο, αρνούμενη απλά και ξάστερα να συζητηθεί το θέμα αυτό. Για την κυβέρνηση της Γαλλίας, δεν ετίθετο καν το θέμα μείωσης των στρατιωτικών δαπανών. Βέβαια, ο προσανατολισμός αυτός απείχε παρασάγγες από εκείνον του γαλλικού λαού, αλλά είχαν να κάνουν με μια δεξιά, πολεμοχαρή κυβέρνηση που κατηύθυνε την επιθετικότητά της τόσο προς την Γερμανία όσο και προς την Ρωσία (για να μην αναφερθούμε στους λαούς των αποικιών). Το 1921, η Γαλλία είχε και πάλι επιχειρήσει να στήσει μια συμμαχία με την Ρουμανία (που είχε προσαρτήσει την Βεσαραβία, ένα τμήμα της επικράτειας της πρώην ρωσικής αυτοκρατορίας) και με την Πολωνία, κατά της σοβιετικής Ρωσίας. Η Γαλλία σχεδίαζε να κηρύξει, μαζί με τις δυο αυτές χώρες, τον πόλεμο κατά της σοβιετικής Ρωσίας |48|.
Εξ άλλου, η σοβιετική αντιπροσωπεία είχε προτείνει να προσκληθούν όλα τα έθνη στη Συνδιάσκεψη της Γένοβας, και ειδικότερα ότι έπρεπε να μπορούν όλοι οι λαοί των αποικιών να έχουν άμεση εκπροσώπηση. Οι εργατικές οργανώσεις έπρεπε επίσης να είχαν προσκληθεί. Η σοβιετική αντιπροσωπεία ασκούσε κριτική στις γενικόλογες προτάσεις στον οικονομικό τομέα.
Ο Τσιτσέριν δήλωσε πως «Το κεφάλαιο VI της Έκθεσης της οικονομικής Επιτροπής που αναφέρεται στην εργασία, ξεκινά με την γενική διαπίστωση της σημασίας της συμβολής των εργαζομένων στην οικονομική αποκατάσταση της Ευρώπης. Κι όμως, δεν βρίσκουμε καθόλου αυτό που θα ήταν το πιο απαραίτητο για τους εργαζόμενους, δεν βρίσκουμε καμιά αναφορά στην νομοθεσία προστασίας των εργαζομένων, πέραν του θέματος της ανεργίας. Ούτε και βρίσκουμε κάποια πρόταση σχετικά με τους συνεταιρισμούς, αν και αυτοί αποτελούν εργαλείο πρώτης τάξης για την βελτίωση των συνθηκών ζωής του εργαζόμενου. Είναι εξαιρετικά λυπηρό που κατά την διάρκεια των εργασιών της πρώτης υπο-Επιτροπής, οι προτάσεις σχετικά με τους συνεταιρισμούς παραβλέφθηκαν. Αλλά, υπάρχουν περισσότερα: το άρθρο 21, που αναφέρεταιστις συμβάσεις της Διάσκεψης της εργασίας στην Ουάσιγκτον, στερεί τις συμβάσεις αυτές από ένα μεγάλο τμήμα της πρακτικής τους σημασίας, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα των συμμετεχόντων να μην τις επικυρώσουν. Το γεγονός αυτό που η ρωσική Αντιπροσωπεία προσπάθησε να ξεπεράσει, εξηγείται από την επιθυμία ορισμένων Κυβερνήσεων, όπως η Ελβετία, να μην υιοθετήσουν το οκτάωρο. Η ρωσική αντιπροσωπεία θεωρεί το οκτάωρο ως θεμελιώδη αρχή για το ευ ζην του εργαζομένου και εκφράζει ρητή αντίρρηση κατά της δυνατότητας που δίδεται ρητά στις Κυβερνήσεις να μην το εφαρμόσουν. |49|
Μπροστά στην αποτυχία των διαπραγματεύσεων στην Γένοβα, οι συγκαλούσες δυνάμεις και η Ρωσία συμφώνησαν να ξανασυναντηθούν μετά από έναν μήνα, στην Χάγη, για να προσπαθήσουν να υλοποιήσουν μια συμφωνία της τελευταίας ώρας. Η συνάντηση έλαβε χώρα αλλά κατέληξε και πάλι σε αποτυχία στις 20 Ιουλίου 1922. Η Γαλλία και το Βέλγιο, αυτή τη φορά με την στήριξη στο παρασκήνιο της απούσας Ουάσιγκτον, είχαν σκληρύνει ακόμη περισσότερο τη στάση τους |50|.
 

12. Η εκ νέου δήλωση της αποκήρυξης των χρεών καταλήγει σε επιτυχία

 Πριν ακόμα διεξαχθεί η Συνδιάσκεψη της Γένοβας, η σοβιετική Ρωσία είχε καταφέρει να υπογράψει διμερείς συνθήκες με την Πολωνία, της δημοκρατίες της Βαλτικής, την Τουρκία, την Περσία… Προπάντων, είχε καταφέρει να υπογράψει εμπορική συμφωνία με την Μεγάλη Βρετανία. Η συμφωνία αυτή, που είχε υπογραφεί το 1921, είχε επικυρώσει τους σοβιετικούς νόμους περί εθνικοποίησης στα μάτια των βρετανικών δικαστηρίων και οι επιχειρήσεις που είχαν συναλλαγές με την Ρωσία δεν κινδύνευαν πια |51|.
Στη διάρκεια της Συνδιάσκεψης της Γένοβας, η Ρωσία είχε επίσης πετύχει την υπογραφή μιας συνθήκης με την Γερμανία όπου κάθε μέρος παραιτούνταν από τη διεκδίκηση επανορθώσεων..
Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει πως η αποτυχία της Συνδιάσκεψης της Γένοβας και εκείνης της Χάγης θα οδηγούσε τις κεφαλαιοκρατικές δυνάμεις να σκληρύνουν την στάση τους απέναντι στη Μόσχα. Συνέβη το αντίθετο. Ήταν φανερό πως η σοβιετική κυβέρνηση είχε κάνει τους σωστούς υπολογισμούς. Οι διάφορες κεφαλαιοκρατικές χώρες θεώρησαν, κάθε μια χωριστά, πως έπρεπε να συνάψουν συμφωνίες με την Μόσχα, επειδή η ρωσική αγορά πρόσφερε σημαντικές δυνατότητες όπως και οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας. Κάθε πρωτεύουσα, υπό την πίεση των τοπικών ιδιωτικών επιχειρήσεων, θέλησε να κλείσει συμφωνία με την Μόσχα ώστε να μην αφήσει τις άλλες δυνάμεις να επωφεληθούν από τις δυνατότητες της ρωσικής αγοράς.
Το 1923-24, παρά την αποτυχία της Συνδιάσκεψης της Γένοβας, η Κυβέρνηση των Σοβιέτ αναγνωρίστηκε de jure από την Αγγλία, την Ιταλία, τις Σκανδιναβικές χώρες, τη Γαλλία, την Ελλάδα, την Κίνα και μερικές άλλες χώρες. Το 1925, στον κατάλογο προστέθηκε και η Ιαπωνία.
Το Παρίσι μείωσε κατά πολύ τις απαιτήσεις του. Στην Γαλλία, ένα διάταγμα της 29ης Ιουνίου 1920 είχε οδηγήσει στη δημιουργία μιας ειδικής επιτροπής για την εκκαθάριση των ρωσικών υποθέσεων, με αποστολή «την εκκαθάριση και είσπραξη όλων των κεφαλαίων του πρώην ρωσικού Κράτους, όποια και αν είναι η προέλευσή τους». Έξι μέρες πριν την αναγνώριση της Κυβέρνησης των Σοβιέτ, στις 24 Οκτωβρίου 1924, η Γαλλική Κυβέρνηση καταργούσε αυτήν την επιτροπή. Μια πραγματική νίκη για την Μόσχα.
Μερικούς μήνες νωρίτερα, η βρετανική κυβέρνηση των Εργατικών είχε συνάψει συμφωνία με την ΕΣΣΔ βάσει της οποίας οι Βρετανοί δέχονταν τις σοβιετικές αξιώσεις σχετικά με τις ζημίες που είχε προκαλέσει η βρετανική επέμβαση στον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ 1918 και 1920 |52|. Κι όμως, στη Γένοβα, ο Λόυντ Τζωρτζ είχε δηλώσει ότι δεν ετίθετο τέτοιο ζήτημα. Η κυβέρνηση υπόσχονταν να παράσχει, υπό ορισμένους όρους, την εγγύησή της για την έκδοση ενός σοβιετικού δανείου στην χρηματοπιστωτική αγορά του Λονδίνου.
Μόλις δυο χρόνια μετά την Γένοβα, και ενώ η ΕΣΣΔ διατηρούσε την αποκήρυξη των χρεών, ο βρετανική κυβέρνηση ετοιμαζόταν να παράσχει την εγγύησή της σε ένα σοβιετικό δάνειο! Ο σοβιετικός ηγέτης Κάμενεφ μπορούσε να γράψει στην Πράβντα, στις 24 Σεπτεμβρίου 1924: «Η συνθήκη με την Αγγλία αποτελεί μια ουσιαστική βάση για τη ρητή αναγνώριση της εθνικοποίησης της γης και των επιχειρήσεων που πραγματοποιήσαμε,καθώς και της αποκήρυξης των χρεών και όλων των άλλων συνεπειών της επανάστασής μας.” |53|
Τέλος, όταν οι Συντηρητικοί επανήλθαν στην εξουσία μετά από μερικούς μήνες, αρνήθηκαν να επικυρώσουν την συνθήκη αυτή όμως, παρ’όλ’αυτά, μια σημαντική βρετανική επιχείρηση δεσμεύτηκε να επενδύσει στα χρυσωρυχεία, παραιτούμενη επίσημα από κάθε αξίωση αποζημίωσης λόγω της εθνικοποίησης που είχε υποστεί το 1918.
Από το 1926, παρά την αποκήρυξη των χρεών, ιδιωτικές ευρωπαϊκές τράπεζες και κυβερνήσεις αρχίζουν να χορηγούν δάνεια στην ΕΣΣΔ.
Στις 26 Ιουνίου 1926, η ΕΣΣΔ υπέγραφε συμφωνία πίστωσης με γερμανικές τράπεζες. Τον Μάρτιο του 1927, η τράπεζα Midland του Λονδίνου χορήγησε πίστωση 10 εκατομμυρίων λιρών.
Τον Οκτώβριο του 1927, ο δήμος της Βιέννης χορηγούσε δάνεια 100 εκατομμυρίων σελινιών. Το 1929, η Νορβηγία χορηγούσε δάνεια 20 εκατομμυρίων κορωνών.
Οι ρεπουμπλικάνοι ηγέτες των ΗΠΑ ήταν έξαλλοι. Ο υπουργός Εξωτερικών Kellogg κατήγγειλε την συμφιλιωτική στάση των Ευρωπαίων κατά την διάρκεια της ομιλίας του, στις 14 Απριλίου 1928, ενώπιον της εθνικής επιτροπής των Ρεπουμπλικάνων: «Κανένα Κράτος δεν στάθηκε ικανό να πετύχει την καταβολή των χρεών που είχε συνάψει η Ρωσία με τις προηγούμενες κυβερνήσεις της, ούτε και την αποζημίωση των υπηκόων του, για την κατασχεθείσα ιδιοκτησία. Έχουμε λοιπόν κάθε λόγο να θεωρούμε πως η αναγνώριση των Σοβιέτ και η έναρξη των διαπραγματεύσεων δεν πετυχαίνουν παρά να ενθαρρύνουν τους σημερινούς κυρίους της Ρωσίας στην πολιτικήτους αποκήρυξηςκαι κατάσχεσης…» |54|.
Τέλος, οι ΗΠΑ, το Νοέμβρη του 1933, υπό την προεδρεία του Φ. Ρούζβελτ, αναγνώρισαν de jure την ΕΣΣΔ. Στις 13 Φεβρουαρίου 1934, η Κυβέρνηση των ΗΠΑ δημιουργούσε την Export and Import Bank με σκοπό την χρηματοδότηση των εμπορικών συναλλαγών με την Σοβιετική Ένωση. Μερικούς μήνες αργότερα, η Γαλλία, για να μην αποκλειστεί από την σοβιετική αγορά, πρότεινε μόνη της πιστώσεις στην ΕΣΣΔ για να αγοράσει γαλλικά προϊόντα.
Ο Alexander Sack, που ήταν αντίθετος προς την αποκήρυξη των χρεών και βαθειά αντισοβιετικός, κατέληγε στην μελέτη του σχετικά με τις διπλωματικές αξιώσεις κατά των Σοβιέτ, με αυτές τις φράσεις που δείχνουν καθαρά πως είναι απολύτως εφικτό να αποκηρυχθούν χρέη χωρίς αυτό να συνεπάγεται αυτομάτως την απομόνωση και την πτώχευση. Κάθε άλλο μάλιστα:
«Την ώρα της εικοστής επετείου του σοβιετικού καθεστώτος, οι ξένες αξιώσεις απέναντί του παρουσιάζουν την μελαγχολική εικόνα μιας απολίθωσης, αν όχι μιαςεγκατάλειψης. Η Σοβιετική Ένωση υπερηφανεύεται πως είναι σήμερα μια από τις πλέον εκβιομηχανισμένες χώρες. Έχει θετικό εμπορικό ισοζύγιο. Βρίσκεται στην δεύτερη θέση στην παραγωγή χρυσού, στον κόσμο. Η Κυβέρνησή της είναι, σήμερα, παγκόσμια αναγνωρισμένη και της χορηγούνται εμπορικές πιστώσεις, πρακτικά, για όποιο ποσό επιθυμεί. Παρά ταύτα, η Ένωση δεν έχει αναγνωρίσει, ούτε εξοφλήσει, κανένα από τα χρέη που απορρέουν από τα διάταγματά της περί αποκήρυξης, κατάσχεσης και εθνικοποίησης.” |55|
2018 01 31 01 100 xronia rosiki
Συμπέρασμα
Η μελέτη αυτή επικέντρωσε το ενδιαφέρον της στην αποκήρυξη των χρεών από την σοβιετική κυβέρνηση.Κατέδειξε ότι η απόφαση αυτή ξεκινούσε από τη δέσμευση που είχε αναληφθεί κατά την επανάσταση του 1905. Αναλύθηκε το διεθνές περιβάλλον: οι συνθήκες ειρήνης, ο εμφύλιος πόλεμος, η συνδιάσκεψη της Γένοβας και οι πολυάριθμες συμφωνίες δανεισμού που ακολούθησαν παρά τη διατήρηση της αποκήρυξης των περασμένων χρεών.
Λόγω έλλειψης χώρου, δεν προσέγγισα την εξέλιξη του σοβιετικού καθεστώτος: την προοδευτική κατάπνιξη της κριτικής, το γραφειοκρατικό και αυταρχικό εκφυλισμό του καθεστώτος |56|, τις καταστροφικές πολιτικές σε ζητήματα γεωργίας (ειδικότερα την αναγκαστική κολεκτιβοποίηση, υπό τον Στάλιν) και βιομηχανίας, την επιβολή καθεστώτος τρομοκρατίας την δεκαετία του 1930 υπό τον Στάλιν.

 Η μοίρα των μελών της αντιπροσωπείας που εκπροσώπησε την σοβιετική κυβέρνηση στην Γένοβα δείχνει την δραματική εξέλιξη του καθεστώτος και τα αποτελέσματα της πολιτικής που αντιπροσώπευε ο Στάλιν. Η αντιπροσωπεία αποτελούνταν από τους: Γκεόργκι Τσιτσέριν, Άντολφ Γιοφέ, Μαξίμ Λιτβίνωφ, Κριστιάν Ρακόφσκι, Λεονίντ Κρασίν. Πέραν του τελευταίου που πέθανε από ασθένεια το 1926, στο Λονδίνο, η μοίρα των υπολοίπων έχει την σημασία της. Ο Γκεόργκι Τσιτσέριν έπεσε σε δυσμένεια από το 1927-1928.
Ο Αντόλφ Ζοφέ αυτοκτόνησε στις 16 Νοεμβρίου 1927, αφήνοντας μιαν αποχαιρετιστήρια επιστολή στον Τρότσκι, πραγματική πολιτική διαθήκη. Η κηδεία του αποτέλεσε μια από τις τελευταίες μεγάλες δημόσιες διαδηλώσεις που «επετράπησαν» στην αντισταλινική αντιπολίτευση. Ο Μαξίμ Λιτβίνωφ, στις 3 Μαΐου 1939, αναγκάζεται σε παραίτηση υπό βίαιες περιστάσεις: η GPU περικυκλώνει το υπουργείο του, χτυπούν και ανακρίνουν τους βοηθούς του. Καθώς ο Λιτβίνωφ ήταν εβραίος και θερμός οπαδός της συλλογικής ασφάλειας, η αντικατάστασή του από τον Μολότωφ αυξάνει το περιθώριο ελιγμών του Στάλιν και διευκολύνει τις διαπραγματεύσεις με τους Ναζί. Αυτές, καταλήγουν στο γερμανο-σοβιετικό σύμφωνο του Αυγούστου του 1939, που είχε μοιραίες συνέπειες. Μετά την επίθεση των ναζί, το 1941, κατά της ΕΣΣΔ, ο Λιτβίνωφ θα αναλάβει και πάλι καθήκοντα. Ο Κρίστιαν Ρακόφσκι, σύντροφος του Τρότσκι πριν ακόμη απ΄τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο, που είχε αντιταχθεί στην γραφειοκρατία από τις αρχές της δεκαετίας του 1920, εκτελέστηκε το 1941 από την GPU, με εντολή του Στάλιν.

Αυτή η τραγική εξέλιξη δείχνει και πάλι ότι δεν αρκεί η αποκήρυξη-διαγραφή των απεχθών χρεών για να επιλυθούν τα πολλαπλά προβλήματα της κοινωνίας. Αυτό είναι αναμφισβήτητο. Για να είναι πραγματικά χρήσιμη η διαγραφή χρεών, πρέπει να αποτελεί μέρος ενός συνεκτικού συνόλου πολιτικών, οικονομικών, πολιτιστικών και κοινωνικών μέτρων που να επιτρέπουν την πραγματοποίηση της μετάβασης προς μια κοινωνία απελευθερωμένη από τις διάφορες μορφές καταπίεσης από τις οποίες υποφέρει εδώ και χιλιετίες.
Αντίστοιχα, για πολλές χώρες, είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπίσουν το ενδεχόμενο να ξεκινήσουν μια τέτοια μετάβαση συνεχίζοντας όμως να εξοφλούν απεχθή χρέη που κληρονόμησαν από το παρελθόν. Τα παραδείγματα δεν λείπουν στην Ιστορία. Το τελευταίο: η υποταγή της Ελλάδας στις επιταγές των πιστωτών από το 2010 και οι φοβερές συνέπειες της συνθηκολόγησης, τον Ιούλιο του 2015 μιας κυβέρνησης που δήλωνε πως θα συνεχίσει την εξόφληση του χρέους για να πετύχει κάποια απομείωσή του.
Επίλογος
Το 1997, 6 χρόνια μετά από τη διάλυση της ΕΣΣΔ, ο Μπαρίς Γιέλτσιν έκλεινε συμφωνία με το Παρίσι για να θέσει οριστικά τέλος στη διαφορά σχετικά με τους ρωσικούς τίτλους. Τα 400 εκατομμύρια δολάρια που είχε λάβει η Ομοσπονδία της Ρωσίας το 1997-2000 από την Γαλλία δεν εκπροσωπούν παρά, περίπου, το 1 % των ποσών που ζητούσαν από την σοβιετική Ρωσία οι εκπρόσωποι των Γάλλων πιστωτών μέσω του Κράτους τους |57|.Πρέπει επίσης να υπογραμμίσουμε πως η συμφωνία της 15ηςΙουλίου 1986 μεταξύ Ρωσίας και Ηνωμένου Βασιλείου επέτρεψε την αποζημίωση των Βρετανών κατόχων τίτλων για το 1.6 % της επικαιροποιημένης αξίας των τίτλων.
Αυτό το ποσοστό αποζημίωσης είναι μηδαμινό και δείχνει για μια ακόμη φορά πως μια χώρα μπορεί να αποκηρύξει το χρέος της.
Τον Αύγουστο του 1998, έχοντας πληγεί από την ασιατική κρίση και τα αποτελέσματα της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, η Ρωσία ανέστειλε μονομερώς την εξόφληση του χρέους επί έξι εβδομάδες. Το εξωτερικό δημόσιο χρέος ανέρχονταν σε 95 δις δολάρια, εκ των οποίων 72 δις δολαάρια προς ξένες ιδιωτικές τράπεζες (30 δις δολάρια προς γερμανικές τράπεζες και 7 δις προς γαλλικές, μεταξύ των οποίων η Crédit Lyonnais) και το υπόλοιπο οφείλονταν κυρίως στην Λέσχη του Παρισιού και στο ΔΝΤ. Η πλήρης αναστολή πληρωμής, ακολουθούμενη από μερική αναστολή τα επόμενα χρόνια, οδήγησε τους διάφορους πιστωτές να δεχθούν μείωση μεταξύ 30% και 70 %, ανάλογα με τις περιπτώσεις. Η Ρωσία, που ήταν σε ύφεση πριν κηρύξει την αναστολή πληρωμών, γνώρισε στη συνέχεια ετήσιο ποσοστό αύξησης της τάξης του 6% (περίοδος 1999-2005). Ο Joseph Stiglitz που, μεταξύ 1997 και 2000, ήταν ο επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας, υπογραμμίζει: «Εμπειρικά, υπάρχουν ελάχιστες αποδείξεις που να στηρίζουν την ιδέα ότι μια αθέτηση πληρωμής οδηγεί σε μακρά περίοδο αποκλεισμού από τις χρηματοοικονομικές αγορές. Η Ρωσία μπόρεσε να δανειστεί και πάλι στις αγορές δυο χρόνια μετά την αθέτηση πληρωμών της (του 1998) που είχε κηρυχθεί μονομερώς, χωρίς προηγούμενη διαβούλευση με τους δανειστές. […]Έτσι, πρακτικά, η απειλή να δεις την στρόφιγγα των πιστώσεων να κλείνει, δεν αληθεύει.» |58|.
Συνοπτικά με δυο φράσεις: Είναι εφικτό να αποκηρύξεις ή να αναστείλεις μονομερώς την καταβολή του χρέους και να επανεκκινήσεις την οικονομία. Αυτό δεν αποτελεί ικανή συνθήκη για την ρύθμιση όλων των προβλημάτων αλλά αποδεικνύεται απαραίτητο και χρήσιμο σε ορισμένες περιστάσεις.
Ευχαριστίες: Ο συγγραφέας ευχαριστεί για τη βοήθεια, την ανάγνωση και τις προτάσεις τους: Pierre Gottiniaux, Nathan Legrand, Brigitte Ponet και Claude Quémar. Ο συγγραφέας φέρει την πλήρη ευθύνη των ενδεχόμενων λαθών που περιέχει η εργασία αυτή.
Μετάφραση από τα γαλλικά: Christine Cooreman

Σημειώσεις

|46Όπ.π., σ. 118.
|47Όπ.π., σ. 140.
|48| Βλ. Carr, T. 3, σ. 355.
|49| Γένοβα, όπ.π., σ. 92.
|50| Carr, Τ. 3, σ. 436-440.
|51| Το άρθρο 9 της αγγλο-ρωσικής συμφωνίας όριζε: «Η βρετανική Κυβέρνηση δηλώνει ότι δεν θα επιχειρήσει καμία ενέργεια με στόχο την κατάσχεση ή την οικειοποίηση οιουδήποτε χρυσού, κεφαλαίων, τίτλων ή εμπορευμάτων και οιουδήποτε άλλου προϊόντος που δεν μπορεί να ταυτοποιηθεί ως ιδιοκτησία της βρετανικής Κυβέρνησης, που θα μπορούσαν να εξαχθούν στην Ρωσία εν είδει εξόφλησης των εισαγωγών ή ως εγγυήσεις για τέτοιες καταβολές ή οποιαδήποτε κινητή ή ακίνητη περιουσία θα μπορούσε να αποκτηθεί από την σοβιετική Κυβέρνηση επί της επικράτειας του Ηνωμένου Βασιλείου.» Αναφέρεται από Sack, σ. 301. Βλ. επίσης Carr, T. 3, σ. 360.
|52| Sack,σ. 306-307
|53| Sack, σημ. 209, σ. 307
|54| Sack, σ. 315.
|55| Sack, σ. 321-322.
|56| Ανέλυσα το θέμα αυτό στην μελέτη: Éric Toussaint, “Lénine et Trotsky face à la bureaucratie – Révolution russe et société de transition” (Λένιν και Τρότσκι απέναντι στην γραφειοκρατία – Ρωσική επανάσταση και κοινωνία σε μετάβαση), που δημοσιεύτηκε στις 21 Ιανουαρίου 2017 (στα γαλλικά), http://www.europe-solidaire.org/spi…
|57| Βλ. στην ιστοσελίδα της Γαλλικής Γερουσίας, οι Συμφωνίες περί της οριστικής ρύθμισης των πιστώσεων μεταξύ της Γαλλίας και της Ρωσίας προ της 9ης ΜΑΙΟΥ 1945 http://www.senat.fr/seances/s199712…
|58| Stiglitz in Barry Herman, José Antonio Ocampo, Shari Spiegel, Overcoming Developing Country Debt Crises (Ξεπερνώντας τις κρίσεις χρέους των αναπτυσσόμενων χωρών), OUP Oxford, 2010, σ. 49.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας