Όταν η Μάργκαρετ Θάτσερ έβαζε στην δημόσια συζήτηση το ιστορικό πια μότο «δεν υπάρχει εναλλακτική», δεν το έκανε από αδυναμία. Αντίθετα, το έθετε επιθετικά, επιχειρώντας να τελειώσει μια ακόμα τότε ορθάνοιχτη συζήτηση.
Η μάχη βέβαια δεν κρίθηκε άπαξ διαπαντός: το κεφάλαιο αυτό το γνωρίζει καλά. Έναν αιώνα μετά το 1917, και 150 χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του Kεφαλαίου από τον Καρλ Μαρξ, όσοι επιχειρηματολογούν με φανατισμό για τον μονόδρομο του καπιταλισμού, το κάνουν γιατί ξέρουν πως ο καπιταλισμός γεννά «επικίνδυνες» αντιθέσεις, αφού βασίζεται στην αδικία και την εκμετάλλευση. Και ο μόνος τρόπος οι «από κάτω», ειδικά στις περιόδους κρίσης, να μην επιδιώξουν την ανατροπή του, είναι να πιστέψουν πως αυτό δεν γίνεται: πως δεν υπάρχει πραγματική εναλλακτική.
Σχεδόν 30 χρόνια μετά το περίφημο «τέλος της ιστορίας» του Φουκουγιάμα, με την Ευρώπη εν μέσω μιας πολυεπίπεδης κρίσης, και με πιο εμφανή παρά ποτέ τα σημάδια αμφισβήτησης των πολιτικών ηγεσιών της, αλλά και ολόκληρου του ευρωσυστήματος, το Όχι που έγινε Ναι από τον Αλέξη Τσίπρα, έπειτα από μια περιπετειώδη διαπραγμάτευση, μετά από αναμφισβήτητα σκληρές απειλές και αλλεπάλληλα λάθη(;), αλλά και μετά από 6 χρόνια λιτότητας και μεγάλων αγώνων της ελληνικής κοινωνίας, συμβολίζει τη νέα νίκη του ΤΙΝΑ. Η υιοθέτησή του δε, από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, και η εφαρμογή ενός ακόμα προγράμματος σκληρής λιτότητας από την κυβέρνησή του, δεν δηλώνει μόνο ήττα, αλλά συνθηκολόγηση και υποταγή.
Το This Is A Coup δεν αποτελεί πια ντροπή για τους ισχυρούς, αλλά παράσημο στο πέτο τους, και υπενθύμιση για όποιον θα προσπαθήσει να αμφισβητήσει στο μέλλον το κυρίαρχο δόγμα.
Δυο χρόνια μετά την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαιώνεται πως, όχι μόνο το μνημόνιο δεν είναι απλά ένα δημοσιονομικό σύστημα προσαρμογής, αλλά ένα συνολικό καθεστώς πειθάρχησης. Όχι μόνο δεν σου αφήνει περιθώρια άσκησης εναλλακτικής πολιτικής, αλλά η επαναλαμβανόμενη υπόσχεση πίστης στους κανόνες του, σε απομακρύνει από τον ίδιο τον κόσμο στον οποίο αναφέρεσαι: σε οδηγεί στην αγκαλιά του κράτους, να υιοθετείς πρακτικές και εργαλεία άσκησης πολιτικής ξένα με τις αρχές σου, με αποτέλεσμα να χάνεις και το όποιο αξιακό και ηθικό φορτίο. Από τη συνθηκολόγηση και μετά, και με την επικράτηση, με κάθε τρόπο, στο κόμμα και την κυβέρνηση, των δυνάμεων που από την πρώτη μέρα είχαν ακολουθήσει το δόγμα της μη σύγκρουσης και της συνθηκολόγησης με κάθε είδους συμφέροντα εντός ή εκτός συνόρων, υπάρχει μια γενικευμένη γραμμή μειωμένων προσδοκιών. Μια γραμμή που απλώνεται πολύ πέραν του μνημονίου και καλύπτει τα πάντα.
Από το παιδί της Ρούπα, τις εικόνες με τους πρόσφυγες στα χιόνια και τις εφόδους στις καταλήψεις αλληλεγγύης, μέχρι ακόμα χειρότερα, τη δυσωδία με τα βοσκοτόπια και τα κίτρινα δημοσιεύματα για δικαστή του ΣτΕ, το ΤΙΝΑ του ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν καταφέρνει στο ελάχιστο να ανοίξει χώρους δημοκρατίας και να δώσει ένα νέο υπόδειγμα συμμετοχικού σχεδιασμού και υλοποίησης ενός διαφορετικού σχεδίου. Στην πραγματικότητα στιγματίζει την Αριστερά.
Όλα μπορούν πια να συμβούν, και κατά την κυρίαρχη άποψη στον ΣΥΡΙΖΑ, όλα μπορούν να δικαιολογηθούν: το ίδιο το κόμμα που κυβερνά δεν ευθύνεται σε τίποτα. Από τη μια η υποτέλεια των προηγούμενων, ο διεθνής συσχετισμός, η ΕΕ, την οποία «παλεύουν μόνοι να αλλάξουν» – από την άλλη η αστυνομία, η δικαιοσύνη, οι ανεξέλεγκτοι τραπεζίτες ή εφοπλιστές, η εκκλησία που «δεν έχουμε την δύναμη να τα βάλουμε μαζί της», οι πυρήνες ή οι εγκάθετοι του κρατικού μηχανισμού. Άλλοτε πάλι φταίει ο χιονιάς ή το κακό το ριζικό. Όλα, πάντως, μπορούν να δικαιολογηθούν σ’ αυτή την αναμφισβήτητη πορεία ενσωμάτωσης.
Η ήττα αυτή, ακόμα περισσότερο όμως η μετάλλαξη του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ, επιβεβαιώνουν το σκληρό πυρήνα του νεοφιλελευθερισμού, το αφήγημα Φουκουγιάμα περί «τέλους της Ιστορίας». Και μαζί του, «δικαιώνονται» αυτοί που, με το επιχείρημα περί λαϊκισμού, τσουβαλιάζουν αριστερές κριτικές και ακροδεξιές φωνές στο κυρίαρχο σύστημα μόνο και μόνο για να το προφυλάξουν.
Με την ελληνική περίπτωση, ο νεοφιλελευθερισμός προσπαθεί να μας πείσει πως, ό,τι κι αν κάποιος ισχυρίζεται προεκλογικά, αυτό είναι απλώς ένας ρόλος. Η εξαπάτηση είναι δεδομένη και η ιδεολογία του δεν έχει υλική υπόσταση: όποιος φτάσει στην κυβέρνηση, θα προσαρμοστεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, επιλέγοντας μεταξύ δεδομένων μορφών διαχείρισης. Κι ο μεταμελημένος ΣΥΡΙΖΑ έρχεται να επιβεβαιώσει ακριβώς αυτό. Του επιτρέπεται, έτσι, να κυβερνήσει για κάποιο διάστημα (για όσο τουλάχιστον περνάει χωρίς αντιδράσεις όσα επιδίωκε για χρόνια το κεφάλαιο), ο ίδιος προσχωρεί στην γραμμή της ηττημένης Σοσιαλδημοκρατίας, και με ακόμα πιο εμφατικό τρόπο επικυρώνει την πανηγυρική νίκη του νεοφιλελευθερισμού.
Η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ έχει ιδιαίτερη σημασία, όχι μόνο για τη μικρή χώρα στο νοτιοανατολικό άκρο της Ευρώπης, αλλά για την πορεία συνολικά της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Και μπορεί η πορεία αυτή προς την κυβέρνηση να ήταν γεμάτη αντιφάσεις και δείγματα αφομοίωσης, υπερβολές και σοβαρές ελλείψεις στην προετοιμασία. Μπορεί τα λάθη, αλλά και οι ευθύνες, ειδικά όσων βρεθήκαμε σε κρίσιμες θέσεις να είναι πολύ μεγάλα. Αλλά ο εναργής και σε βάθος απολογισμός, όσο και αν παραμένει απαραίτητος, δεν φτάνει για την αλλαγή της σημερινής δυσοίωνης πραγματικότητας.
Δεν φτάνει γιατί, αν το πλήθος των ανθρώπων που δώσαν μάχες με τα σώματά τους τα προηγούμενα χρόνια, που βίωσαν αδιανόητη καταστολή για να ζωντανέψουν η αλληλεγγύη, η δικαιοσύνη και η δημοκρατία, που αντιστάθηκαν με τον τρόπο τους, νίκησαν την προπαγάνδα και δώσαν την μάχη του Όχι στο δημοψήφισμα – αν όλοι και όλες αυτοί, λοιπόν, βρεθούν στο περιθώριο μαζί με τις απόψεις τους, τότε η στρατηγική ήττα που έχουμε υποστεί, θα βαθύνει ακόμα περισσότερο. Η μη εκπροσώπηση όλου αυτού του κόσμου του αγώνα και η αποχώρησή του από τον πολιτικό στίβο, πέραν του ότι εκ των πραγμάτων μετατοπίζει το πολιτικό σκηνικό προς τα δεξιά, αφήνει και το πεδίο της αμφισβήτησης της σημερινής κατάστασης ελεύθερο σε πάσης φύσεως τέρατα, ακροδεξιάς ή και ναζιστικής, σοβαρής ή λιγότερο «σοβαρής», εκδοχής.
Για λόγους λοιπόν πιο σημαντικούς από τον καθένα μας, τις αλήθειες μας και τα λάθη μας, οφείλουμε να ανοίξουμε άμεσα τη συζήτηση εντός της ριζοσπαστικής αντιμνημονιακής Αριστεράς, αλλά και των κοινωνικών υποκειμένων της αντίστασης, για το ποιο είναι σήμερα το εναλλακτικό σχέδιο στην μνημονιακή καταστροφή και το πώς αυτό απλώνεται μέσα στην κοινωνία και υλοποιείται, από αύριο κιόλας.
Αυτή την πρόταση καταθέτει η Δικτύωση για τη Ριζοσπαστική Αριστερά.[1] Όχι ως ένα μηχανιστικό κάλεσμα ενότητας, που απλά μας βγάζει από την δύσκολη θέση. Αλλά ως συμβολή, με τις μικρές μας δυνάμεις, σε μια προσπάθεια να ξεκολλήσουμε από το βάλτο και να ανοίξουμε από κοινού ένα νέο δρόμο διαλόγου και δράσης, αξιοποιώντας τα μαθήματα που πήραμε από την πορεία μέχρι εδώ.
Είναι αυτή η εμπειρία, εξάλλου, που αποκλείει να γίνει αυτός ο διάλογος μεταξύ ηγεσιών, πίσω από κλειστές πόρτες, ή να γίνει προσχηματικά, ως προάγγελος κάποιας εκλογικής σύμπραξης. Κι είναι η ίδια που επιβάλλει τη δημιουργία ανοιχτών κοινών τόπων και την οριζόντια συζήτηση που θα απλώνεται σε πόλεις, γειτονιές και χώρους δουλειάς, και θα εξασφαλίζει την ισότιμη παρουσία του κόσμου της Αριστεράς και των κινημάτων: των ίδιων των χιλιάδων πρωταγωνιστών, στους οποίους οφείλουμε και όλες τις μεγάλες στιγμές αντίστασης που ζήσαμε τα προηγούμενα χρόνια.
Είναι, λοιπόν, σήμερα η ώρα να αποφασίσουμε πως, η μόνη εναλλακτική που δεν έχουμε, είναι οι μοναχικές πορείες πίσω από κρυστάλλινες αλήθειες (που δεν αφορούν όμως κανέναν…) και η βύθιση σε έναν αλληλοσπαραγμό που μεγαλώνει την απογοήτευση. Είναι σήμερα η ώρα να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για την ανάταξη του ηθικού του κόσμου της Αριστεράς και την αναζωογόνηση των κινημάτων. Το χρωστάμε στις μάχες μας και στις μελλοντικές γενιές. Αλλά και σε όσους έφεραν μέχρι εδώ λίγες φωλιές νερού μέσα στις φλόγες.
[1]. Η πρόταση της Δικτύωσης για τη Ριζοσπαστική Αριστερά αναλυτικά στον παρακάτω σύνδεσμο: https://zoimeta.wordpress.com/2016/11/23/anoixti-protasi/
*Πηγή: rednotebook.gr