Kατά τι διαφέρει η παρούσα κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις από προηγούμενες; Περισσότερο και από τις αλλαγές στον συσχετισμό δύναμης, κατά το ότι έχει εκλείψει το πλαίσιο που τις οριοθετούσε.
Ελλάδα και Τουρκία αποτελούν μέλη του ΝΑΤΟ σε μια περιοχή για την οποία το ενδιαφέρον των ΗΠΑ ήταν έντονο και η δικαιοδοσία τους περίπου αποκλειστική. Παράλληλα, η γειτονική χώρα ήταν απούσα από τον μεσανατολικό της περίγυρο, αλλά διεκδικούσε την ένταξή της στην Ε.Ε., πραγματοποιώντας την ίδια περίοδο έναν μεγάλο εσωτερικό μετασχηματισμό και επιχειρώντας να απαντήσει στον κουρδικό “υπαρξιακό εφιάλτη” της. Τίποτε από όλα αυτά δεν είναι το ίδιο σήμερα.
Το ΝΑΤΟ έχει κηρυχθεί (με αφορμή μάλιστα ακριβώς την συμπεριφορά της Τουρκίας) “εγκεφαλικά νεκρό” από τον Εμανουέλ Μακρόν, ενώ η ικανότητα και η προθυμία των ΗΠΑ να υπαγορεύουν λύσεις στην περιοχή έχει σαφώς αμβλυνθεί.
Η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας έχει πρακτικά ακυρωθεί, τόσο διότι προσέκρουσε στις αντιρρήσεις ηγετικών δυνάμεων της Ε.Ε., όσο και διότι δεν χρησιμεύει πλέον στον Ερντογάν για την εμπέδωση της εξουσίας του.
Η Τουρκία αντί να μάχεται εντός των συνόρων της με το κουρδικό αυτονομιστικό κίνημα, έχει μεταθέσει την αντιπαράθεση στη βόρεια Συρία και το βόρειο Ιράκ, παράλληλα δε έχει απεμπολήσει την κεμαλιστική επιφύλαξη για την ανάμιξη στα μεσανατολικά πράγματα, γεγονός που βέβαια την έχει καταστήσει μέρος λυσσαλέων συγκρούσεων με αραβικές δυνάμεις, αλλά της έχει δώσει και την ευκαιρία να απλώσει το στρατιωτικό της αποτύπωμα μέχρι το Κατάρ, τη Σομαλία και τη Λιβύη.
Μετά από μακρά απουσία, η Ρωσία είναι πλέον παρούσα στην ανατολική Μεσόγειο, γεγονός που περιπλέκει αφόρητα την εξίσωση, αλλά και δίνει στην Άγκυρα μεγαλύτερη ευχέρεια κινήσεων – σε μιαν ακροβασία ανάμεσα στο δέλεαρ της ευρασιατικής ολοκλήρωσης και την προστασία που προσφέρει η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ απέναντι σε μια πυρηνική δύναμη που αποτελεί ιστορικό αντίπαλο και νυν ιδιόμορφο εταίρο.
Στην αξεχώριστη διαπλοκή δύναμης και αδυναμίας που είναι η σύγχρονη Τουρκία, ο Ταγίπ Ερντογάν απαντά με μία διαρκή φυγή προς τα εμπρός, διατρανώνοντας την επιθυμία του να συνομιλεί ως ίσος προς ίσους με τους “ισχυρούς” της διεθνούς σκηνής, υπενθυμίζοντας διαρκώς ότι “ο κόσμος είναι μεγαλύτερος από τους πέντε” του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Παρά τα σαθρά θεμέλια της οικονομικής ανάπτυξης στην οποία βάσισε έως τώρα την πολιτική του κυριαρχία και την μη επιλύσιμη εκκρεμότητα του Κουρδικού, ο Τούρκος ηγέτης στηρίζεται στον όγκο και τον δυναμισμό της χώρας του, την προβολή της μαλακής ισχύος της σε μεγάλο μέρος του πλανήτη (πολιτιστική, ανθρωπιστική, θρησκευτική, αναπτυξιακή διπλωματία) και την φροντίδα οικοδόμησης στρατιωτικών και εξοπλιστικών δυνατοτήτων ανεξάρτητων, στο μέτρο του εφικτού, από τρίτους.
Κυρίως όμως στηρίζεται στον ίδιο τον βολονταρισμό του – και στην αναγνώριση της αλλαγής του όλου πλαισίου. Σχηματικά μιλώντας, Χόλμπρουκ ο οποίος να σηκώσει το τηλέφωνο, όπως την κρίσιμη βραδιά των Ιμίων δεν υπάρχει πια. Και ελιγμοί σαν αυτούς του Ανδρέα Παπανδρέου ο οποίος στην κορύφωση της κρίσης του Μαρτίου του 1987 απέστειλε τον υπουργό Εξωτερικών του στη Σόφια, υπερπηδώντας το τείχος του Ψυχρού Πολέμου, μοιάζει σήμερα να προσιδιάζουν περισσότερο στον ισχυρό άνδρα της Άγκυρας.
*Οι απόψεις του κειμένου εκφράζουν τον αρθρογράφο και δεν συμπίπτουν κατ’ ανάγκη με τις θέσεις της Iskra