Η τηλεφωνική επικοινωνία που είχε την Τρίτη ο πρόεδρος των ΗΠΑ με τον Ρώσο ομόλογό του Βλαντίμιρ Πούτιν είναι χαρακτηριστικό δείγμα του τρόπου με τον οποίο ασκεί την εξωτερική πολιτική ο Ντόναλντ Τραμπ, κάθε φορά που… καταφέρνει να ξεφύγει από τους επιτηρητές του.
Ο ένοικος του Λευκού Οίκου αξιοποίησε την ευκαιρία της επανεκλογής Πούτιν και πήρε την ευκαιρία ενός συγχαρητήριου τηλεφωνήματος, στο οποίο, σύμφωνα με όσα ανακοινώθηκαν εκ των υστέρων ξεδιπλώθηκε όλη η γκάμα των μεγάλων διεθνών προκλήσεων.
“Είχαμε μια καλή συνομιλία και υποψιάζομαι ότι πιθανότατα στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον θα έχουμε μια συνάντηση για να συζητήσουμε την κούρσα των εξοπλισμών, η οποία ξεφεύγει εκτός ελέγχου” ανέφερε προς τους δημοσιουγράφους ο Τραμπ ενώ υποδεχόταν τον διάδοχο της Σαουδικής Αραβίας πρίγκηπα Σαλμάν.
Από τον εκπρόσωπο του Κρεμλίνου, πάλι, έγινε γνωστό ότι συζητήθηκαν, όπως ήταν λογικό, η συριακή, η κορεατική και η ουκρανική κρίση. Δεν υπήρξε ωστόσο, σύμφωνα με τον Ντμίτρι Πεσκόφ, καμία αναφορά στην υπόθεση Σκριπάλ, η οποία δηλητηριάζει τις ημέρες αυτές τις σχέσεις της Βρετανίας και εν γένει της Δύσης με τη Ρωσία. Η παράκαμψη ενός τέτοιου θέματος αποτελεί, όπως και αν το δει κανείς, μεγάλο “άδειασμα” της κυβέρνησης Μέι.
Άλλωστε, στο κλίμα που έχει δημιουργήσει η υπόθεση Σκριπάλ, τα μέσα ενημέρωσης δημιούργησαν μια μάλλον παιδιάστικη φιλολογία για το αν οι Δυτικοί ηγέτες θα πρέπει να συγχαρούν τον Πούτιν. Στις ίδιες τις ΗΠΑ, μετά την τηλεφωνική πρωτοβουλία Τραμπ, ξεσηκώθηκε σάλος, με πρωταγωνιστές τους γνωστούς Ρεπουμπλικανούς γερουσιαστές Λίντσεϊ Γκρέιχαμ και Τζον ΜακΚέιν. Ο τελευταίος μάλιστά δήλωσε: “Ένας Αμερικανός Πρόεδρος δεν ηγείται του ελεύθερου κόσμου, με το να συγχαίρει δικτάτορες για τη νίκη τους σε ψεύτικες εκλογές”.
Η διαρκής επανάληψη των ισχυρισμών ότι ο Πούτιν είναι δικτάτορας και ότι ο διάλογος μαζί του ισοδυναμεί με προδοσία, τους προσδίδει αξία “αυτονοήτου”. Και μόνο, όμως, η αντιπαραβολή με το ποιον δεχόταν την ίδια ημέρα ο Λευκός Οίκος αποκαλύπτει τα όρια αυτής της “αγέρωχης” στάσης. Όπως και το ότι ουδείς στην Αμερική θα ασκούσε αντίστοιχη κριτική για τις επαφές με τον Κινέζο ηγέτη Σι Τζινπινγκ.
Όμως ο Τραμπ έχει μετακινήσει τον πήχυ αναγγέλλοντας προ ημερών την προγραμματιζόμενη συνάντηση με τον Βορειοκορεάτη ηγέτη Κιμ Γιονγκ Ουν. Δημιούργησε έτσι ένα προηγούμενο, μπροστά στο οποίο κανένα άλλο αντίστοιχο άνοιγμά του δεν θα θεωρείται υπερβολικό. Φαίνεται, άλλωστε, πως με το τηλεφώνημα στον Πούτιν, ο Τραμπ ανταποδίδει χάρη, καθώς για τις θετικές εξελίξεις στο κορεατικό ζήτημα υπήρξε ρωσική προεργασία με διπλωματικές αποστολές από και προς την Πιονγκγιανγκ.
Όπως και στην περίπτωση της συνάντησης με τον Κιμ, έτσι και τώρα ο Τραμπ έδρασε με ατομική του πρωτοβουλία, παρακούοντας τους συμβούλους του, οι οποίοι απέτρεπαν την επικοινωνία με τον Πούτιν και εκ των υστέρων προσπαθούν να αναιρέσουν τα αποτελέσματά της,
“Η Ρωσία επέλεξε να είναι στρατηγικός μας αντίπαλος” σχολίασε ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Τζέιμς Μάτις, στενός σύμμαχος του άρτι αποκεφαλισθέντος Ρεξ Τίλερσον και επικεφαλής της ομάδας των στρατιωτικών που έδειχνε να έχει θέσει υπό επιτροπεία των Τραμπ αλλά τώρα βλέπει τις μετοχές της να πέφτουν.
Ο Αμερικανός πρόεδρος βρίσκεται σε φάση που προτιμά να ακολουθεί το ένστικτό του, παρά να υποκύπτει σε περιορισμούς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δείχνει να έλαβε σοβαρά υπόψη το μήνυμα που έστειλε ο Πούτιν την 1η Μαρτίου με την παρουσίαση των νέων ρωσικών όπλων που δείχνουν να αποκαθιστούν την πυρηνική “ισορροπία του τρόμου”. Αλλά και στο συριακό ή το ουκρανικό μέτωπο τα ρίσκα για την παγκόσμια ασφάλεια είναι πολύ μεγάλα, καθώς ΗΠΑ και Ρωσία παρίστανται επί του εδάφους με στρατιωτικές δυνάμεις τους, επικίνδυνα κοντά η μία στην άλλη.
Μολονότι “ομάδα Τραμπ” δεν έχει σχηματισθεί (οι ανά βδομάδα ή μήνα αλλαγές στο κυβερνητικό επιτελείο το αποδεικνύουν αυτό περίτρανα), η υλοποίηση του “δόγματος Τραμπ” έστω μετ’ εμποδίων προχωρά. Οι πρωτοβουλίες του Αμερικανού προέδρου στο ζήτημα των δασμών είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα σε ένα διαφορετικό πεδίο.
Προφανώς δεν υπάρχει και άλλη επιλογή από την “φυγή προς τα εμπρός” μέχρι τις ενδιάμεσες εκλογές. Η υπόθεση Russiagate δεν κοπάζει, μολονότι δεν οδηγείται σε στέρεες κατηγορίες. Η υπόθεση της Facebook και της Cambridge Analytica έρχεται να ρίξει νέες σκιές απονομιμοποίησης στην εκλογή Τραμπ, ενώ οι προσωπικές κατηγορίες εις βάρος του για σεξουαλική παρενόχληση πολλαπλασιάζονται. Ο συμβιβασμός δεν φαντάζει εφικτός.
Ο ένοικος του Λευκού Οίκου αξιοποίησε την ευκαιρία της επανεκλογής Πούτιν και πήρε την ευκαιρία ενός συγχαρητήριου τηλεφωνήματος, στο οποίο, σύμφωνα με όσα ανακοινώθηκαν εκ των υστέρων ξεδιπλώθηκε όλη η γκάμα των μεγάλων διεθνών προκλήσεων.
“Είχαμε μια καλή συνομιλία και υποψιάζομαι ότι πιθανότατα στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον θα έχουμε μια συνάντηση για να συζητήσουμε την κούρσα των εξοπλισμών, η οποία ξεφεύγει εκτός ελέγχου” ανέφερε προς τους δημοσιουγράφους ο Τραμπ ενώ υποδεχόταν τον διάδοχο της Σαουδικής Αραβίας πρίγκηπα Σαλμάν.
Από τον εκπρόσωπο του Κρεμλίνου, πάλι, έγινε γνωστό ότι συζητήθηκαν, όπως ήταν λογικό, η συριακή, η κορεατική και η ουκρανική κρίση. Δεν υπήρξε ωστόσο, σύμφωνα με τον Ντμίτρι Πεσκόφ, καμία αναφορά στην υπόθεση Σκριπάλ, η οποία δηλητηριάζει τις ημέρες αυτές τις σχέσεις της Βρετανίας και εν γένει της Δύσης με τη Ρωσία. Η παράκαμψη ενός τέτοιου θέματος αποτελεί, όπως και αν το δει κανείς, μεγάλο “άδειασμα” της κυβέρνησης Μέι.
Άλλωστε, στο κλίμα που έχει δημιουργήσει η υπόθεση Σκριπάλ, τα μέσα ενημέρωσης δημιούργησαν μια μάλλον παιδιάστικη φιλολογία για το αν οι Δυτικοί ηγέτες θα πρέπει να συγχαρούν τον Πούτιν. Στις ίδιες τις ΗΠΑ, μετά την τηλεφωνική πρωτοβουλία Τραμπ, ξεσηκώθηκε σάλος, με πρωταγωνιστές τους γνωστούς Ρεπουμπλικανούς γερουσιαστές Λίντσεϊ Γκρέιχαμ και Τζον ΜακΚέιν. Ο τελευταίος μάλιστά δήλωσε: “Ένας Αμερικανός Πρόεδρος δεν ηγείται του ελεύθερου κόσμου, με το να συγχαίρει δικτάτορες για τη νίκη τους σε ψεύτικες εκλογές”.
Η διαρκής επανάληψη των ισχυρισμών ότι ο Πούτιν είναι δικτάτορας και ότι ο διάλογος μαζί του ισοδυναμεί με προδοσία, τους προσδίδει αξία “αυτονοήτου”. Και μόνο, όμως, η αντιπαραβολή με το ποιον δεχόταν την ίδια ημέρα ο Λευκός Οίκος αποκαλύπτει τα όρια αυτής της “αγέρωχης” στάσης. Όπως και το ότι ουδείς στην Αμερική θα ασκούσε αντίστοιχη κριτική για τις επαφές με τον Κινέζο ηγέτη Σι Τζινπινγκ.
Όμως ο Τραμπ έχει μετακινήσει τον πήχυ αναγγέλλοντας προ ημερών την προγραμματιζόμενη συνάντηση με τον Βορειοκορεάτη ηγέτη Κιμ Γιονγκ Ουν. Δημιούργησε έτσι ένα προηγούμενο, μπροστά στο οποίο κανένα άλλο αντίστοιχο άνοιγμά του δεν θα θεωρείται υπερβολικό. Φαίνεται, άλλωστε, πως με το τηλεφώνημα στον Πούτιν, ο Τραμπ ανταποδίδει χάρη, καθώς για τις θετικές εξελίξεις στο κορεατικό ζήτημα υπήρξε ρωσική προεργασία με διπλωματικές αποστολές από και προς την Πιονγκγιανγκ.
Όπως και στην περίπτωση της συνάντησης με τον Κιμ, έτσι και τώρα ο Τραμπ έδρασε με ατομική του πρωτοβουλία, παρακούοντας τους συμβούλους του, οι οποίοι απέτρεπαν την επικοινωνία με τον Πούτιν και εκ των υστέρων προσπαθούν να αναιρέσουν τα αποτελέσματά της,
“Η Ρωσία επέλεξε να είναι στρατηγικός μας αντίπαλος” σχολίασε ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Τζέιμς Μάτις, στενός σύμμαχος του άρτι αποκεφαλισθέντος Ρεξ Τίλερσον και επικεφαλής της ομάδας των στρατιωτικών που έδειχνε να έχει θέσει υπό επιτροπεία των Τραμπ αλλά τώρα βλέπει τις μετοχές της να πέφτουν.
Ο Αμερικανός πρόεδρος βρίσκεται σε φάση που προτιμά να ακολουθεί το ένστικτό του, παρά να υποκύπτει σε περιορισμούς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δείχνει να έλαβε σοβαρά υπόψη το μήνυμα που έστειλε ο Πούτιν την 1η Μαρτίου με την παρουσίαση των νέων ρωσικών όπλων που δείχνουν να αποκαθιστούν την πυρηνική “ισορροπία του τρόμου”. Αλλά και στο συριακό ή το ουκρανικό μέτωπο τα ρίσκα για την παγκόσμια ασφάλεια είναι πολύ μεγάλα, καθώς ΗΠΑ και Ρωσία παρίστανται επί του εδάφους με στρατιωτικές δυνάμεις τους, επικίνδυνα κοντά η μία στην άλλη.
Μολονότι “ομάδα Τραμπ” δεν έχει σχηματισθεί (οι ανά βδομάδα ή μήνα αλλαγές στο κυβερνητικό επιτελείο το αποδεικνύουν αυτό περίτρανα), η υλοποίηση του “δόγματος Τραμπ” έστω μετ’ εμποδίων προχωρά. Οι πρωτοβουλίες του Αμερικανού προέδρου στο ζήτημα των δασμών είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα σε ένα διαφορετικό πεδίο.
Προφανώς δεν υπάρχει και άλλη επιλογή από την “φυγή προς τα εμπρός” μέχρι τις ενδιάμεσες εκλογές. Η υπόθεση Russiagate δεν κοπάζει, μολονότι δεν οδηγείται σε στέρεες κατηγορίες. Η υπόθεση της Facebook και της Cambridge Analytica έρχεται να ρίξει νέες σκιές απονομιμοποίησης στην εκλογή Τραμπ, ενώ οι προσωπικές κατηγορίες εις βάρος του για σεξουαλική παρενόχληση πολλαπλασιάζονται. Ο συμβιβασμός δεν φαντάζει εφικτός.
*Πηγή: Capital.gr