Οι επερχόμενες προεδρικές εκλογές στη Γαλλία θέτουν με οξύτητα το ζήτημα της παρουσίας μιας αριστερής εναλλακτικής με δύο τρόπους.
Αφενός, με όρους κατεπείγουσας ανάγκης. Θα είναι καταστροφικό λίγους μήνες μετά το μεγαλειώδες κίνημα κατά του νόμου Ελ Κομρί, να περιοριστεί η κεντρική πολιτική συζήτηση ανάμεσα στην ακροδεξιά Λεπέν, τον βαθιά συντηρητικό και ταυτόχρονα ακραιφνή θατσερικό Φιγιόν, τον νεοφιλελεύθερο γιάπη Μακρόν και την προσπάθεια του Αμόν να αποτρέψει την «πασοκοποίηση» του Σοσιαλιστικού Κόμματος μετά από 5 χρόνια εφαρμογής αντεργατικών πολιτικών από την κυβέρνηση Ολάντ.
Αφετέρου, με όρους υπαρκτής δυνατότητας. Η Δεξιά βρίσκεται στη δίνη του σκανδάλου Φιγιόν (παράλληλα με τη διερεύνηση των σκανδάλων του Σαρκοζί), οι Σοσιαλιστές δεν έλυσαν τα βαθιά προβλήματά τους με την εκλογή Αμόν (τα οποία οξύνονται και από τον εσωκομματικό σπαραγμό μεταξύ «αριστερής» και «δεξιάς» πτέρυγας), ενώ ούτε ο Μακρόν ούτε η Λεπέν είναι δεδομένο ότι θα κατορθώσουν να εκφράσουν ένα «ηγεμονικό» ρεύμα στη γαλλική κοινωνία. Το πολιτικό τοπίο παραμένει τόσο ρευστό, που κάθε δημοσκοπική πρόβλεψη μπορεί να ανατραπεί θεαματικά.
Μελανσόν
Η υποψηφιότητα που έχει αναδειχθεί ως η ορατή, μαζική επιλογή για τον κόσμο της αντίστασης είναι αυτή του Ζαν-Λικ Μελανσόν, που συγκεντρώνει διψήφια δημοσκοπικά ποσοστά. Ο Μελανσόν είχε την αρετή να εντοπίσει έγκαιρα και την κατεπείγουσα ανάγκη και τη δυνατότητα μιας αριστερής απάντησης στην κοινωνική και πολιτική κρίση. Εκτιμώντας από το 2012 ακόμα ότι ο Ολάντ θα διαψεύσει τις προσδοκίες και θα εξελιχθεί σε «Ολαντρέου» και προωθώντας ως εφικτό στόχο να ηγεμονεύσει η «Αριστερά της Αριστεράς» μετά την επερχόμενη «πασοκοποίηση» των Σοσιαλιστών. Εκτιμώντας από το 2012 ακόμα, πως αν δεν το πετύχει αυτό η ριζοσπαστική Αριστερά, υπάρχει κίνδυνος να το πετύχει η ακροδεξιά, δηλώνοντας πως «Ή αυτοί θα ηγεμονεύσουν στις μάζες ή εμείς. Και το ερώτημα που τίθεται πλέον θα είναι: Για την κρίση φταίει ο τραπεζίτης ή ο μετανάστης; Αυτό είναι το επίδικο εδώ και σε όλο τον κόσμο. Η πάλη πρέπει να είναι αδυσώπητη και μέχρι το τέλος». Με αυτές τις εκτιμήσεις πρωταγωνίστησε σε μια μαχητική καμπάνια το 2012, που έφερε λίγο κάτω από 12% το Μέτωπο της Αριστεράς (το Αριστερό Κόμμα του Μελανσόν, το ΚΚΓ και κάποιες οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς που αργότερα συσπειρώθηκαν στον πόλο «Ensemble») κι έβαλε τη ριζοσπαστική Αριστερά σε μια καλή «αφετηρία» ενόψει της επερχόμενης πολιτικής κρίσης.
Αυτή η προσπάθεια κατέρρευσε στην πρώτη σοβαρή δοκιμασία, τις δημοτικές εκλογές του 2014. Το ΚΚΓ, επιμένοντας στην κεντροαριστερή στρατηγική (ακόμα και τη στιγμή που οι Σοσιαλιστές κυβερνούσαν εφαρμόζοντας λιτότητα), επέλεξε σε σειρά κεντρικών Δήμων να στηρίξει τους Σοσιαλιστές και να συγκρουστεί με τους συμμάχους του. Τα τραύματα δεν επουλώθηκαν ποτέ, η παραλυτική κρίση συνεχίστηκε, καθιστώντας το Μέτωπο της Αριστεράς πρακτικά «νεκρό».
Το περίγραμμα της αναγκαίας απάντησης σε αυτή την κρίση είχε διαφανεί στις ίδιες τις δημοτικές εκλογές. Σε μια σειρά Δήμους, η «άλλη Αριστερά» (Αριστερό Κόμμα, Ensemble, NPA, κινηματικές τοπικές συλλογικότητες, διαφωνούντες του ΚΚΓ) κατόρθωσε να συγκροτήσει κοινά ψηφοδέλτια «ανεξαρτησίας από τους Σοσιαλιστές» και να κερδίσει σε αρκετές περιπτώσεις σημαντική στήριξη. Ωστόσο δεν υπήρξε καμία σοβαρή πρωτοβουλία που να δίνει μια προοπτική πολιτικής συνέχειας σε μια προσπάθεια που τελικά παρέμεινε ένα συγκυριακό εκλογικό κατέβασμα.
Στην κρίση που ξέσπασε στην Αριστερά και απέναντι στην ορατή τότε απειλή αυτή να εξαφανιστεί από τον χάρτη μαζί με τους Σοσιαλιστές, ο Μελανσόν επέδειξε και πάλι κάποιες από τις αρετές του, ανεβάζοντας τους τόνους ενάντια στην κυβέρνηση Ολάντ, κατακεραυνώνοντας την κεντροαριστερή στρατηγική, επιχειρώντας να εκφράσει τον ανερχόμενο ευρωσκεπτικισμό από τον οποίο επωφελούνταν κυρίως η Λεπέν. Έδειξε όμως ταυτόχρονα ένα από τα μεγάλα ελαττώματά του –έναν ιδιότυπο «βοναπαρτισμό»: Αντιμετώπισε την αποτυχία του Αριστερού Μετώπου ως «ταφόπλακα» της Αριστεράς, γενικά, αποφασίζοντας πως το αναγκαίο πολιτικό ρεύμα, που περιγράφηκε παραπάνω, θα εκφραστεί αν ο ίδιος προχωρήσει μόνος για τη διεκδίκηση της γαλλικής προεδρίας «μαζί με τον γαλλικό λαό».
Ανυπότακτη Γαλλία;
Γέννημα αυτής της φιλοδοξίας είναι το σχήμα «Ανυπότακτη Γαλλία» που, όπως μαρτυρά το όνομα, έχει και άλλα ελαττώματα εκτός από τον προσωποκεντρικό χαρακτήρα της καμπάνιας. Η παράδοση του ρεπουμπλικανισμού (μια σχεδόν μεταφυσική πίστη σε έναν κάποιο αντικειμενικά «προοδευτικό» ρόλο της «Ρεπουμπλίκ», δηλαδή του γαλλικού κράτους) στη γαλλική Αριστερά συναντιέται με την προσπάθεια του Μελανσόν να εκφράσει τον ευρωσκεπτικισμό, και η σύνθεση καταλήγει σε έναν ολισθηρό δρόμο πυκνών αναφορών στην «εθνική κυριαρχία» ενάντια στο «γερμανικό δηλητήριο» (όπως ονομαζόταν ένα κείμενό του που είχε προκαλέσει μεγάλη ένταση στην Αριστερά).
Αν αυτή η ρητορική συσκοτίζει ζητήματα στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας και σε καπιταλισμούς του μεγέθους της Ελλάδας, είναι σαφώς πιο προβληματική όταν εκφέρεται σε μια ιμπεριαλιστική δύναμη του μεγέθους της Γαλλίας (αν και ο Μελανσόν πιστώνεται ότι σε κρίσιμες συγκεκριμένες επιλογές κράτησε σε γενικές γραμμές καλύτερη στάση από το ΚΚΓ σε μια σειρά ζητήματα που προέκυψαν επί Ολάντ, από την Κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης ως τις επεμβάσεις στην Αφρική). Αυτό το μίγμα, σε συνάρτηση με την έλξη που ασκεί στον Μελανσόν το πολιτικό ρεύμα του «αριστερού λαϊκισμού» (από τη Λατινική Αμερική μέχρι τον Ιγγλέσιας στο Ισπανικό Κράτος), έχει δεχτεί σοβαρές κριτικές για τη σταδιακή εξάλειψη των αναφορών στις τάξεις και την ανάγκη αγώνων που χαρακτήρισαν την καμπάνια του 2012, αλλά είναι υποβαθμισμένες στον δημόσιο λόγο του Μελανσόν και το πρόγραμμα της «Ανυπότακτης Γαλλίας».
Το 2012 ο Μελανσόν περιέγραφε ένα κλίμα: «Σιγά σιγά ακούς τους ανθρώπους να μιλάνε ξανά για την επανάσταση, για την κόκκινη σημαία, για τη σφιγμένη, υψωμένη γροθιά και κανείς δεν το θεωρεί παράξενο πια… Ακόμα και πριν λίγα χρόνια, αν ακουγόταν η λέξη καπιταλισμός, το μισό δωμάτιο θα λιποθυμούσε και το άλλο μισό θα έσκαγε στα γέλια. Αυτό τέλειωσε πια. Τώρα μπορούμε να μιλάμε για επανάσταση». Το 2017, το κόκκινο χρώμα δεν κυριαρχεί στα σύμβολα και τις συγκεντρώσεις του. Οι οποίες τελειώνουν υπό τους ήχους αποκλειστικά της «Μασσαλιώτιδας» και όχι και της «Διεθνούς». Η «επανάσταση» θα είναι «των πολιτών» και θα γίνει «στις κάλπες». Με στρατηγικό στόχο την «6η Δημοκρατία», δηλαδή μια βαθιά πολιτειακή αλλαγή.
Είναι ένας στόχος καθόλα θεμιτός που δείχνει και ριζοσπαστικός, με δεδομένο το ασφυκτικό πολιτικό καθεστώς που κυριαρχεί στη Γαλλία και την προσαρμογή της γαλλικής Αριστεράς (ειδικά του ΚΚΓ) στα πλαίσιά του. Από μια άποψη αποδεικνύει την ικανότητα του Μελανσόν να «σκέφτεται πέρα από τα όρια». Αλλά είναι ταυτόχρονα ένας στόχος «θολός», κατώτερος των απαντήσεων που απαιτεί η κρίση του καπιταλισμού (για την οποία ο ίδιος μιλούσε το 2012), οι οποίες δεν μπορεί να περιορίζονται σε ένα κάποιο στάδιο αποκατάστασης της εθνικής κυριαρχίας και εμπέδωσης της δημοκρατίας… στη Γαλλία του 21ου αιώνα.
Η «χρήσιμη ψήφος»
Παρά τα προβλήματά της, η υποψηφιότητα Μελανσόν αποτελεί τη «μαζική επιλογή» όλων εκείνων που θέλουν να «μαυρίσουν» τους Σοσιαλιστές από τα αριστερά. Ως «χρήσιμη ψήφος» έχει κερδίσει την (κριτική) υποστήριξη και άλλων δυνάμεων της Αριστεράς, από το ΚΚΓ μέχρι το Ensemble και άλλες οργανώσεις. Με αυτή την έννοια, η εκλογική επιτυχία του Μελανσόν θα είναι πολύ θετικά νέα για τις πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία, θα είναι το πολιτικό «αποτύπωμα» των εργατικών αγώνων ενάντια στον Ολάντ, αλλά και το αντίπαλο δέος στην ακροδεξιά, την ανασύνταξη της Δεξιάς, την προσπάθεια του ΣΚ να επιβιώσει ως ηγεμονική δύναμη στον «αντιδεξιό» κόσμο.
Σίγουρα, η Αριστερά της Αριστεράς θα άξιζε κάτι καλύτερο. Αλλά η άνοδος του Μελανσόν έδωσε απάντηση σε μια κρίση στην οποία καμιά άλλη δύναμη δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί, σε ένα περιβάλλον «έλλειψης πολιτικής προσφοράς», όπως είπε σε εκδήλωση στο Ινστιτούτο Κομμούνα σύντροφος που υποστηρίζει κριτικά την καμπάνια Μελανσόν.
Το ΚΚΓ κράτησε ανοιχτή την κεντροαριστερή στρατηγική μέχρι τέλους. Χρειάστηκε να ανατραπεί η απόφαση της ηγεσίας σε ψηφοφορία των μελών, τα οποία αποφάσισαν να στηρίξει το κόμμα τον Μελανσόν «με δική του αυτόνομη καμπάνια». Οι εναλλακτικές που υπήρχαν στο τραπέζι ήταν ένας υποψήφιος «κομματικής καταγραφής» ή/και η αναμονή για τις προκριματικές των Σοσιαλιστών, με την ελπίδα να επικρατήσει η «αριστερή» πτέρυγα και να ανοίξει ο δρόμος για μια κοινή υποψηφιότητα. Είναι ευτύχημα ότι η απόφαση λήφθηκε έγκαιρα και δημοσιοποιήθηκε, δεσμεύοντας την ηγεσία του ΚΚΓ, καθώς αποτρέπει πλέον (μάλλον!) το ενδεχόμενο να συρθεί το ΚΚ πίσω από τον Αμόν. Το ζήτημα βέβαια παραμένει. Τα στελέχη του ΚΚ διατηρούν μια πολύ «χαλαρή» στάση («ναι, είναι πλέον ο υποψήφιός μας, αλλά…»), ανοίγουν τη συζήτηση για τις κοινοβουλευτικές εκλογές (και το ενδεχόμενο να επιδιωχθεί εκεί η αναβίωση της «πληθυντικής Αριστεράς» με τους Σοσιαλιστές), ενώ πολύς κόσμος του ΚΚΓ δεν έχει συγχωρήσει τον «εκβιασμό» του Μελανσόν. Όλα μαζί μπορεί να ανατρέψουν στην πράξη την επίσημη θέση και να οδηγήσουν σε μια διασπορά της κομουνιστικής ψήφου…
Στα αριστερά του Μελανσόν υπάρχουν οι υποψηφιότητες της Ναταλί Αρτό (της Lutte Ouvriere) και του Φιλίπ Πουτού (του NPA). Και οι δύο κινούνται σε πολύ χαμηλά δημοσκοπικά ποσοστά (γύρω από τη μονάδα), ενώ η υποψηφιότητα του Φιλίπ Πουτού δεν έχει κατορθώσει ακόμη να συγκεντρώσει τις αναγκαίες 500 υπογραφές (εκλεγμένων αξιωματούχων) που απαιτούνται για να είναι υποψήφιος. Πρόκειται λοιπόν για καμπάνιες που δείχνουν να μην μπορούν να ξεπεράσουν τα όρια της «καταγραφής».
Και αν για την LO αυτή είναι η συνέχεια μιας διαχρονικής επιλογής (που αφορά τον σεχταρισμό της απέναντι και στα κινήματα και στην άλλη Αριστερά, όπως και την επιμονή της να «καταγράφει τις δυνάμεις της»), και η απήχηση της καμπάνιας της δεν αποτελεί έκπληξη (καθηλωμένη στην «καταγραφή» από το 2007 και μετά), η συρρίκνωση της απήχησης του NPA και ο περιορισμός του σε μια καμπάνια που δεν δείχνει να «παρεμβαίνει» πραγματικά στην πολιτική μάχη είναι μια πραγματικά αρνητική εξέλιξη.
Το NPA
Γιατί από τους συντρόφους του NPA, με την ενεργή εμπλοκή τους στα κινήματα και τις πολύτιμες (συχνά «μοναχικές») παρεμβάσεις τους σε σκληρές πολιτικά στιγμές (Κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης, ρατσισμός, ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις), αλλά και με τις διεθνείς ελπίδες που είχαν συγκεντρώσει σε μια προηγούμενη περίοδο (εκείνη της ανόδου του NPA μετά το 2007) οι απαιτήσεις και οι προσδοκίες είναι μεγαλύτερες.
Δυστυχώς, εκείνη την εποχή που μαζί με το «κρίσιμο μέγεθος» έρχονταν και «κρίσιμα καθήκοντα», το NPA σπατάλησε την ευκαιρία, εκτιμώντας ότι θα μπορέσει μόνο του να εκφράσει τον «λαό της Αριστεράς». Με αυτή την επιλογή κατέληξε να χάσει το πλεονέκτημα που είχε και αυτός ο «λαός» προτίμησε να εκφραστεί μέσα από το Μέτωπο της Αριστεράς το 2012, ανοίγοντας μια περίοδο μεγάλων δυσκολιών για το NPA. Από θέση αδυναμίας, δεν μπόρεσε να παίξει προωθητικό ρόλο και να δώσει συνέχεια στην προσπάθεια που άρχισε στις Δημοτικές του 2014 και αυτο-περιορίστηκε σε ρόλο σχολιαστή-επικριτή των πλευρών που συγκρούονταν μέσα στο Μέτωπο της Αριστεράς. Καταλήγοντας σήμερα στην επιλογή να κατεβάσει τον Φιλίπ Πουτού, υποχρεώνεται, για να αμυνθεί στη μαζική πίεση της «χρήσιμης ψήφου», να αναλωθεί σε μια «ενδο-αριστερή αντιπαράθεση» που συχνά έχει σεχταριστικά ολισθήματα, που περισσότερο δυσκολεύουν παρά διευκολύνουν την προσπάθεια των συντρόφων του NPA να επικοινωνήσουν με τον κόσμο της Αριστεράς και να προβάλουν σε αυτόν πειστικά την ανάγκη μιας άλλης πολιτικής (διεθνιστικής, αντικαπιταλιστικής). Μια υποψηφιότητα με πολύ ισχυρό συμβολισμό (εργάτης σε αυτοκινητοβιομηχανία) κινδυνεύει να περιοριστεί στο συμβολισμό και να υποβαθμιστεί σε μια άχρωμη «καταγραφή επιρροής του NPA», που θα αδικεί κατάφωρα το ρόλο και το λόγο των συντρόφων.
Η ανάκαμψη του NPA, που συγκεντρώνει ένα πολύτιμο δυναμικό στελεχών και αγωνιστών στις γραμμές του, είναι κρίσιμο ζήτημα για τις εξελίξεις στη γαλλική Αριστερά σε θετική κατεύθυνση. Ένα καλό «σκορ» του Φιλίπ Πουτού θα είναι πολύ θετικό νέο, καθώς θα απομακρύνει τον κίνδυνο «εξαέρωσης» ενός πολιτικού ρεύματος που στο πρόσφατο παρελθόν συγκέντρωνε πολύ σοβαρή στήριξη (υποψηφιότητες Μπεζανσενό 2002 και 2007). Θα δίνει μια «νέα ευκαιρία» στους συντρόφους να ξεπεράσουν τις δυσκολίες στις οποίες έχουν βρεθεί και να χαράξουν μια πορεία ανασύνταξης και συμβολής στις διεργασίες στα «αριστερά της Αριστεράς», σε μια πραγματικά κρίσιμη περίοδο γεμάτη ευκαιρίες και κινδύνους…
*Δημοσιεύτηκε στο φύλλο Νο 378 της Εργατικής Αριστεράς
Αφετέρου, με όρους υπαρκτής δυνατότητας. Η Δεξιά βρίσκεται στη δίνη του σκανδάλου Φιγιόν (παράλληλα με τη διερεύνηση των σκανδάλων του Σαρκοζί), οι Σοσιαλιστές δεν έλυσαν τα βαθιά προβλήματά τους με την εκλογή Αμόν (τα οποία οξύνονται και από τον εσωκομματικό σπαραγμό μεταξύ «αριστερής» και «δεξιάς» πτέρυγας), ενώ ούτε ο Μακρόν ούτε η Λεπέν είναι δεδομένο ότι θα κατορθώσουν να εκφράσουν ένα «ηγεμονικό» ρεύμα στη γαλλική κοινωνία. Το πολιτικό τοπίο παραμένει τόσο ρευστό, που κάθε δημοσκοπική πρόβλεψη μπορεί να ανατραπεί θεαματικά.
Μελανσόν
Η υποψηφιότητα που έχει αναδειχθεί ως η ορατή, μαζική επιλογή για τον κόσμο της αντίστασης είναι αυτή του Ζαν-Λικ Μελανσόν, που συγκεντρώνει διψήφια δημοσκοπικά ποσοστά. Ο Μελανσόν είχε την αρετή να εντοπίσει έγκαιρα και την κατεπείγουσα ανάγκη και τη δυνατότητα μιας αριστερής απάντησης στην κοινωνική και πολιτική κρίση. Εκτιμώντας από το 2012 ακόμα ότι ο Ολάντ θα διαψεύσει τις προσδοκίες και θα εξελιχθεί σε «Ολαντρέου» και προωθώντας ως εφικτό στόχο να ηγεμονεύσει η «Αριστερά της Αριστεράς» μετά την επερχόμενη «πασοκοποίηση» των Σοσιαλιστών. Εκτιμώντας από το 2012 ακόμα, πως αν δεν το πετύχει αυτό η ριζοσπαστική Αριστερά, υπάρχει κίνδυνος να το πετύχει η ακροδεξιά, δηλώνοντας πως «Ή αυτοί θα ηγεμονεύσουν στις μάζες ή εμείς. Και το ερώτημα που τίθεται πλέον θα είναι: Για την κρίση φταίει ο τραπεζίτης ή ο μετανάστης; Αυτό είναι το επίδικο εδώ και σε όλο τον κόσμο. Η πάλη πρέπει να είναι αδυσώπητη και μέχρι το τέλος». Με αυτές τις εκτιμήσεις πρωταγωνίστησε σε μια μαχητική καμπάνια το 2012, που έφερε λίγο κάτω από 12% το Μέτωπο της Αριστεράς (το Αριστερό Κόμμα του Μελανσόν, το ΚΚΓ και κάποιες οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς που αργότερα συσπειρώθηκαν στον πόλο «Ensemble») κι έβαλε τη ριζοσπαστική Αριστερά σε μια καλή «αφετηρία» ενόψει της επερχόμενης πολιτικής κρίσης.
Αυτή η προσπάθεια κατέρρευσε στην πρώτη σοβαρή δοκιμασία, τις δημοτικές εκλογές του 2014. Το ΚΚΓ, επιμένοντας στην κεντροαριστερή στρατηγική (ακόμα και τη στιγμή που οι Σοσιαλιστές κυβερνούσαν εφαρμόζοντας λιτότητα), επέλεξε σε σειρά κεντρικών Δήμων να στηρίξει τους Σοσιαλιστές και να συγκρουστεί με τους συμμάχους του. Τα τραύματα δεν επουλώθηκαν ποτέ, η παραλυτική κρίση συνεχίστηκε, καθιστώντας το Μέτωπο της Αριστεράς πρακτικά «νεκρό».
Το περίγραμμα της αναγκαίας απάντησης σε αυτή την κρίση είχε διαφανεί στις ίδιες τις δημοτικές εκλογές. Σε μια σειρά Δήμους, η «άλλη Αριστερά» (Αριστερό Κόμμα, Ensemble, NPA, κινηματικές τοπικές συλλογικότητες, διαφωνούντες του ΚΚΓ) κατόρθωσε να συγκροτήσει κοινά ψηφοδέλτια «ανεξαρτησίας από τους Σοσιαλιστές» και να κερδίσει σε αρκετές περιπτώσεις σημαντική στήριξη. Ωστόσο δεν υπήρξε καμία σοβαρή πρωτοβουλία που να δίνει μια προοπτική πολιτικής συνέχειας σε μια προσπάθεια που τελικά παρέμεινε ένα συγκυριακό εκλογικό κατέβασμα.
Στην κρίση που ξέσπασε στην Αριστερά και απέναντι στην ορατή τότε απειλή αυτή να εξαφανιστεί από τον χάρτη μαζί με τους Σοσιαλιστές, ο Μελανσόν επέδειξε και πάλι κάποιες από τις αρετές του, ανεβάζοντας τους τόνους ενάντια στην κυβέρνηση Ολάντ, κατακεραυνώνοντας την κεντροαριστερή στρατηγική, επιχειρώντας να εκφράσει τον ανερχόμενο ευρωσκεπτικισμό από τον οποίο επωφελούνταν κυρίως η Λεπέν. Έδειξε όμως ταυτόχρονα ένα από τα μεγάλα ελαττώματά του –έναν ιδιότυπο «βοναπαρτισμό»: Αντιμετώπισε την αποτυχία του Αριστερού Μετώπου ως «ταφόπλακα» της Αριστεράς, γενικά, αποφασίζοντας πως το αναγκαίο πολιτικό ρεύμα, που περιγράφηκε παραπάνω, θα εκφραστεί αν ο ίδιος προχωρήσει μόνος για τη διεκδίκηση της γαλλικής προεδρίας «μαζί με τον γαλλικό λαό».
Ανυπότακτη Γαλλία;
Γέννημα αυτής της φιλοδοξίας είναι το σχήμα «Ανυπότακτη Γαλλία» που, όπως μαρτυρά το όνομα, έχει και άλλα ελαττώματα εκτός από τον προσωποκεντρικό χαρακτήρα της καμπάνιας. Η παράδοση του ρεπουμπλικανισμού (μια σχεδόν μεταφυσική πίστη σε έναν κάποιο αντικειμενικά «προοδευτικό» ρόλο της «Ρεπουμπλίκ», δηλαδή του γαλλικού κράτους) στη γαλλική Αριστερά συναντιέται με την προσπάθεια του Μελανσόν να εκφράσει τον ευρωσκεπτικισμό, και η σύνθεση καταλήγει σε έναν ολισθηρό δρόμο πυκνών αναφορών στην «εθνική κυριαρχία» ενάντια στο «γερμανικό δηλητήριο» (όπως ονομαζόταν ένα κείμενό του που είχε προκαλέσει μεγάλη ένταση στην Αριστερά).
Αν αυτή η ρητορική συσκοτίζει ζητήματα στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας και σε καπιταλισμούς του μεγέθους της Ελλάδας, είναι σαφώς πιο προβληματική όταν εκφέρεται σε μια ιμπεριαλιστική δύναμη του μεγέθους της Γαλλίας (αν και ο Μελανσόν πιστώνεται ότι σε κρίσιμες συγκεκριμένες επιλογές κράτησε σε γενικές γραμμές καλύτερη στάση από το ΚΚΓ σε μια σειρά ζητήματα που προέκυψαν επί Ολάντ, από την Κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης ως τις επεμβάσεις στην Αφρική). Αυτό το μίγμα, σε συνάρτηση με την έλξη που ασκεί στον Μελανσόν το πολιτικό ρεύμα του «αριστερού λαϊκισμού» (από τη Λατινική Αμερική μέχρι τον Ιγγλέσιας στο Ισπανικό Κράτος), έχει δεχτεί σοβαρές κριτικές για τη σταδιακή εξάλειψη των αναφορών στις τάξεις και την ανάγκη αγώνων που χαρακτήρισαν την καμπάνια του 2012, αλλά είναι υποβαθμισμένες στον δημόσιο λόγο του Μελανσόν και το πρόγραμμα της «Ανυπότακτης Γαλλίας».
Το 2012 ο Μελανσόν περιέγραφε ένα κλίμα: «Σιγά σιγά ακούς τους ανθρώπους να μιλάνε ξανά για την επανάσταση, για την κόκκινη σημαία, για τη σφιγμένη, υψωμένη γροθιά και κανείς δεν το θεωρεί παράξενο πια… Ακόμα και πριν λίγα χρόνια, αν ακουγόταν η λέξη καπιταλισμός, το μισό δωμάτιο θα λιποθυμούσε και το άλλο μισό θα έσκαγε στα γέλια. Αυτό τέλειωσε πια. Τώρα μπορούμε να μιλάμε για επανάσταση». Το 2017, το κόκκινο χρώμα δεν κυριαρχεί στα σύμβολα και τις συγκεντρώσεις του. Οι οποίες τελειώνουν υπό τους ήχους αποκλειστικά της «Μασσαλιώτιδας» και όχι και της «Διεθνούς». Η «επανάσταση» θα είναι «των πολιτών» και θα γίνει «στις κάλπες». Με στρατηγικό στόχο την «6η Δημοκρατία», δηλαδή μια βαθιά πολιτειακή αλλαγή.
Είναι ένας στόχος καθόλα θεμιτός που δείχνει και ριζοσπαστικός, με δεδομένο το ασφυκτικό πολιτικό καθεστώς που κυριαρχεί στη Γαλλία και την προσαρμογή της γαλλικής Αριστεράς (ειδικά του ΚΚΓ) στα πλαίσιά του. Από μια άποψη αποδεικνύει την ικανότητα του Μελανσόν να «σκέφτεται πέρα από τα όρια». Αλλά είναι ταυτόχρονα ένας στόχος «θολός», κατώτερος των απαντήσεων που απαιτεί η κρίση του καπιταλισμού (για την οποία ο ίδιος μιλούσε το 2012), οι οποίες δεν μπορεί να περιορίζονται σε ένα κάποιο στάδιο αποκατάστασης της εθνικής κυριαρχίας και εμπέδωσης της δημοκρατίας… στη Γαλλία του 21ου αιώνα.
Η «χρήσιμη ψήφος»
Παρά τα προβλήματά της, η υποψηφιότητα Μελανσόν αποτελεί τη «μαζική επιλογή» όλων εκείνων που θέλουν να «μαυρίσουν» τους Σοσιαλιστές από τα αριστερά. Ως «χρήσιμη ψήφος» έχει κερδίσει την (κριτική) υποστήριξη και άλλων δυνάμεων της Αριστεράς, από το ΚΚΓ μέχρι το Ensemble και άλλες οργανώσεις. Με αυτή την έννοια, η εκλογική επιτυχία του Μελανσόν θα είναι πολύ θετικά νέα για τις πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία, θα είναι το πολιτικό «αποτύπωμα» των εργατικών αγώνων ενάντια στον Ολάντ, αλλά και το αντίπαλο δέος στην ακροδεξιά, την ανασύνταξη της Δεξιάς, την προσπάθεια του ΣΚ να επιβιώσει ως ηγεμονική δύναμη στον «αντιδεξιό» κόσμο.
Σίγουρα, η Αριστερά της Αριστεράς θα άξιζε κάτι καλύτερο. Αλλά η άνοδος του Μελανσόν έδωσε απάντηση σε μια κρίση στην οποία καμιά άλλη δύναμη δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί, σε ένα περιβάλλον «έλλειψης πολιτικής προσφοράς», όπως είπε σε εκδήλωση στο Ινστιτούτο Κομμούνα σύντροφος που υποστηρίζει κριτικά την καμπάνια Μελανσόν.
Το ΚΚΓ κράτησε ανοιχτή την κεντροαριστερή στρατηγική μέχρι τέλους. Χρειάστηκε να ανατραπεί η απόφαση της ηγεσίας σε ψηφοφορία των μελών, τα οποία αποφάσισαν να στηρίξει το κόμμα τον Μελανσόν «με δική του αυτόνομη καμπάνια». Οι εναλλακτικές που υπήρχαν στο τραπέζι ήταν ένας υποψήφιος «κομματικής καταγραφής» ή/και η αναμονή για τις προκριματικές των Σοσιαλιστών, με την ελπίδα να επικρατήσει η «αριστερή» πτέρυγα και να ανοίξει ο δρόμος για μια κοινή υποψηφιότητα. Είναι ευτύχημα ότι η απόφαση λήφθηκε έγκαιρα και δημοσιοποιήθηκε, δεσμεύοντας την ηγεσία του ΚΚΓ, καθώς αποτρέπει πλέον (μάλλον!) το ενδεχόμενο να συρθεί το ΚΚ πίσω από τον Αμόν. Το ζήτημα βέβαια παραμένει. Τα στελέχη του ΚΚ διατηρούν μια πολύ «χαλαρή» στάση («ναι, είναι πλέον ο υποψήφιός μας, αλλά…»), ανοίγουν τη συζήτηση για τις κοινοβουλευτικές εκλογές (και το ενδεχόμενο να επιδιωχθεί εκεί η αναβίωση της «πληθυντικής Αριστεράς» με τους Σοσιαλιστές), ενώ πολύς κόσμος του ΚΚΓ δεν έχει συγχωρήσει τον «εκβιασμό» του Μελανσόν. Όλα μαζί μπορεί να ανατρέψουν στην πράξη την επίσημη θέση και να οδηγήσουν σε μια διασπορά της κομουνιστικής ψήφου…
Στα αριστερά του Μελανσόν υπάρχουν οι υποψηφιότητες της Ναταλί Αρτό (της Lutte Ouvriere) και του Φιλίπ Πουτού (του NPA). Και οι δύο κινούνται σε πολύ χαμηλά δημοσκοπικά ποσοστά (γύρω από τη μονάδα), ενώ η υποψηφιότητα του Φιλίπ Πουτού δεν έχει κατορθώσει ακόμη να συγκεντρώσει τις αναγκαίες 500 υπογραφές (εκλεγμένων αξιωματούχων) που απαιτούνται για να είναι υποψήφιος. Πρόκειται λοιπόν για καμπάνιες που δείχνουν να μην μπορούν να ξεπεράσουν τα όρια της «καταγραφής».
Και αν για την LO αυτή είναι η συνέχεια μιας διαχρονικής επιλογής (που αφορά τον σεχταρισμό της απέναντι και στα κινήματα και στην άλλη Αριστερά, όπως και την επιμονή της να «καταγράφει τις δυνάμεις της»), και η απήχηση της καμπάνιας της δεν αποτελεί έκπληξη (καθηλωμένη στην «καταγραφή» από το 2007 και μετά), η συρρίκνωση της απήχησης του NPA και ο περιορισμός του σε μια καμπάνια που δεν δείχνει να «παρεμβαίνει» πραγματικά στην πολιτική μάχη είναι μια πραγματικά αρνητική εξέλιξη.
Το NPA
Γιατί από τους συντρόφους του NPA, με την ενεργή εμπλοκή τους στα κινήματα και τις πολύτιμες (συχνά «μοναχικές») παρεμβάσεις τους σε σκληρές πολιτικά στιγμές (Κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης, ρατσισμός, ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις), αλλά και με τις διεθνείς ελπίδες που είχαν συγκεντρώσει σε μια προηγούμενη περίοδο (εκείνη της ανόδου του NPA μετά το 2007) οι απαιτήσεις και οι προσδοκίες είναι μεγαλύτερες.
Δυστυχώς, εκείνη την εποχή που μαζί με το «κρίσιμο μέγεθος» έρχονταν και «κρίσιμα καθήκοντα», το NPA σπατάλησε την ευκαιρία, εκτιμώντας ότι θα μπορέσει μόνο του να εκφράσει τον «λαό της Αριστεράς». Με αυτή την επιλογή κατέληξε να χάσει το πλεονέκτημα που είχε και αυτός ο «λαός» προτίμησε να εκφραστεί μέσα από το Μέτωπο της Αριστεράς το 2012, ανοίγοντας μια περίοδο μεγάλων δυσκολιών για το NPA. Από θέση αδυναμίας, δεν μπόρεσε να παίξει προωθητικό ρόλο και να δώσει συνέχεια στην προσπάθεια που άρχισε στις Δημοτικές του 2014 και αυτο-περιορίστηκε σε ρόλο σχολιαστή-επικριτή των πλευρών που συγκρούονταν μέσα στο Μέτωπο της Αριστεράς. Καταλήγοντας σήμερα στην επιλογή να κατεβάσει τον Φιλίπ Πουτού, υποχρεώνεται, για να αμυνθεί στη μαζική πίεση της «χρήσιμης ψήφου», να αναλωθεί σε μια «ενδο-αριστερή αντιπαράθεση» που συχνά έχει σεχταριστικά ολισθήματα, που περισσότερο δυσκολεύουν παρά διευκολύνουν την προσπάθεια των συντρόφων του NPA να επικοινωνήσουν με τον κόσμο της Αριστεράς και να προβάλουν σε αυτόν πειστικά την ανάγκη μιας άλλης πολιτικής (διεθνιστικής, αντικαπιταλιστικής). Μια υποψηφιότητα με πολύ ισχυρό συμβολισμό (εργάτης σε αυτοκινητοβιομηχανία) κινδυνεύει να περιοριστεί στο συμβολισμό και να υποβαθμιστεί σε μια άχρωμη «καταγραφή επιρροής του NPA», που θα αδικεί κατάφωρα το ρόλο και το λόγο των συντρόφων.
Η ανάκαμψη του NPA, που συγκεντρώνει ένα πολύτιμο δυναμικό στελεχών και αγωνιστών στις γραμμές του, είναι κρίσιμο ζήτημα για τις εξελίξεις στη γαλλική Αριστερά σε θετική κατεύθυνση. Ένα καλό «σκορ» του Φιλίπ Πουτού θα είναι πολύ θετικό νέο, καθώς θα απομακρύνει τον κίνδυνο «εξαέρωσης» ενός πολιτικού ρεύματος που στο πρόσφατο παρελθόν συγκέντρωνε πολύ σοβαρή στήριξη (υποψηφιότητες Μπεζανσενό 2002 και 2007). Θα δίνει μια «νέα ευκαιρία» στους συντρόφους να ξεπεράσουν τις δυσκολίες στις οποίες έχουν βρεθεί και να χαράξουν μια πορεία ανασύνταξης και συμβολής στις διεργασίες στα «αριστερά της Αριστεράς», σε μια πραγματικά κρίσιμη περίοδο γεμάτη ευκαιρίες και κινδύνους…
*Δημοσιεύτηκε στο φύλλο Νο 378 της Εργατικής Αριστεράς