Πρόσφατη έρευνα του εδρεύοντος στο Λονδίνο Institute for Fiscal Studies (IFS) διαπιστώνει ότι από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 έχει αυξηθεί ο αριθμός των ανθρώπων που, παρότι έχουν δουλειά, αδυνατούν να ξεφύγουν από τη φτώχεια. Κι αυτό συμβαίνει επειδή, απλούστατα, ο ρυθμός αύξησης του κόστους ζωής είναι υψηλότερος από τον ρυθμό αύξησης των εισοδημάτων τους.
Στη Βρετανία το ποσοστό των εργαζομένων-φτωχών αυξήθηκε από το 13%, που ήταν την περίοδο 1994-1995, στο 18% το 2017, διαπιστώνει η έρευνα του IFS που χρηματοδότησε το Joseph Rowntree Foundation. Αυτό σημαίνει ότι περίπου οκτώ εκατομμύρια Βρετανοί που ζουν σε νοικοκυριά με τουλάχιστον έναν εργαζόμενο, βρίσκονται σε κατάσταση φτώχειας. Παρεμπιπτόντως, ένα νοικοκυριό θεωρείται ότι ζει σε κατάσταση σχετικής ένδειας όταν το εισόδημά του είναι χαμηλότερο από το 60% του μέσου όρου των εισοδημάτων των νοικοκυριών σε μια χώρα.
Εν προκειμένω στη Βρετανία ένα νοικοκυριό χαρακτηρίζεται φτωχό όταν τα εισοδήματα των μελών του είναι αθροιστικά χαμηλότερα των 17.040 στερλινών ετησίως (19.090 ευρώ). Σημειωτέον ότι το ποσοστό της ανεργίας έχει υποχωρήσει στο 3,7% στη Βρετανία, βρίσκεται δηλαδή πολύ χαμηλότερα από το 5%, που θεωρείται ως το κατώφλι της πλήρους απασχόλησης – αν ο συνολικός αριθμός των ανέργων σε μια χώρα περιορίζεται κάτω από το ποσοστό αυτό του ενεργού πληθυσμού, στη χώρα αυτή θεωρείται ότι επικρατούν συνθήκες πλήρους απασχόλησης.
«Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 το 37% του συνόλου των φτωχών στη Βρετανία ζούσαν σε νοικοκυριό με τουλάχιστον έναν εργαζόμενο. Τώρα το ποσοστό αυτό έφθασε στα 58%» σημειώνουν οι ερευνητές του Ινστιτούτου, παρατηρώντας ωστόσο ότι η παρατηρούμενη αύξηση οφείλεται στο γεγονός ότι πολύ περισσότεροι άνθρωποι πλέον είναι οικονομικά ενεργοί από όσοι ήταν προ μιας 25ετίας.
«Η εξεύρεση απασχόλησης είναι σήμερα μια υπόθεση πιο εύκολη από όσο ήταν κατά το πρόσφατο παρελθόν. Αλλά κάποιοι εργαζόμενοι παραμένουν στη φτώχεια. Επιπλέον, τα εισοδήματα των συνταξιούχων αυξήθηκαν ταχύτερα από όσο τα εισοδήματα των εργαζομένων, γεγονός που ώθησε ανοδικά το κατώφλι της σχετικής φτώχειας, το επίπεδο του εισοδήματος δηλαδή κάτω από το οποίο θεωρείται κανείς φτωχός» σημειώνει το IFS.
Ένας παράγοντας εκτίναξης του κόστους ζωής, που ο ρεπόρτερ του BBC Ρόμπερτ Πλάμερ χαρακτηρίζει «ανησυχητικό», είναι για τα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα το κόστος της στέγασης, που έχει γίνει συν τω χρόνω αφόρητο. Οι ανατιμήσεις στα ενοίκια και στις τιμές των ακινήτων εν γένει έχουν αυξήσει κατά 2,4% το εισοδηματικό όριο της φτώχειας τα τελευταία 25 χρόνια, γεγονός που αύξησε κατά ένα εκατομμύριο τους Βρετανούς που ενώ έχουν εργασία, είναι φτωχοί.
Ταυτόχρονα, η αύξηση των εισοδηματικών ανισοτήτων το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, που εκδηλώνεται πρακτικά με τη συμπίεση των μεσαίων και χαμηλών εισοδημάτων, έχει αυξήσει κατά 1,4% τον αριθμό των εργαζομένων-φτωχών στη Βρετανία – μιλάμε για 600.000 ανθρώπους.
Έτσι παρατηρείται το φαινόμενο η βελτίωση της αγοράς εργασίας και η μείωση της ανεργίας να μην αρκούν για να βγάλουν μεγάλα τμήματα του βρετανικού λαού από το τέλμα της φτώχειας. Εξάλλου, πέρα από τη «σχετική φτώχεια», η έρευνα του IFS μελέτησε και την «απόλυτη φτώχεια», ένα μέγεθος «δύσκολα μετρήσιμο», όπως δήλωσε στο BBC ο Τομ Γουότερς, ερευνητής του Ινστιτούτου.