Ημερομηνία – σταθμό θα αποτελεί για τη σύγχρονη πολιτική ιστορία της Τουρκίας η 31ηΜαρτίου 2019, καθώς θέτει ένα τέρμα στην κυριαρχία του Ερντογάν.
Το βάθος των αλλαγών που θα σηματοδοτήσει και η κατεύθυνσή τους μένει να αποδειχθούν. Το σίγουρο είναι πώς τίποτε πλέον δεν παραμένει ίδιο στην Τουρκία…
Η αλλαγή σελίδας φάνηκε αν όχι από την προεκλογική περίοδο (δες εδώ) από το ίδιο το βράδυ των εκλογών την προηγούμενη Κυριακή, όταν από τα κεντρικά γραφεία του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) έλειπαν οι χιλιάδες διαδηλωτές που περίμεναν να αποθεώσουν τον ηγέτη τους, όπως συνέβαινε κάθε φορά στις εκλογικές αναμετρήσεις των προηγούμενων χρόνων, ακόμη κι όταν θριάμβευε η νοθεία όπως έγινε για παράδειγμα με το δημοψήφισμα του 2017. Το βράδυ της προηγούμενης Κυριακής μόλις και μετά βίας υπήρχαν 2.000 συγκεντρωμένοι έξω από τα γραφεία του ΑΚΡ.
Η ομολογία της ήττας έγινε από τα χείλη του ίδιου του Ερντογάν όταν αντί να θριαμβολογεί για τους δημάρχους που εξέλεξε, καμάρωνε για το ποσοστό που συγκέντρωσε (44,3% το κόμμα του και 51,6% η εκλογική συμμαχία με το Εθνικιστικό Κόμμα Δράσης), θέλοντας να αποφύγει την πικρή αλήθεια, που θέλει όλες τις μεγάλες πόλεις της Τουρκίας να περνούν στην αντιπολίτευση!
Δεν μιλάμε μόνο για την πρωτεύουσα, την Άγκυρα, που από ιδρύσεώς της ήταν λίκνο της κοσμικότητας κι απεχθανόταν την μαντίλα. Δεν μιλάμε για την Σμύρνη, που όσες φορές κι αν ο Ερντογάν δοξάσει τη στιγμή που οι Νεότουρκοι «πέταξαν τους Γκιαούρηδες στη θάλασσα» όπως έκανε πρόσφατα σε προεκλογική του ομιλία, ξεχνώντας όμως να ευχαριστήσει τους Αγγλογάλους, ο κοσμοπολίτικος αέρας της θα είναι για πάντα αγκάθι στο πλευρό των ισλαμιστών. Μιλάμε για την Κωνσταντινούπολη (πέρα από πλήθος άλλων πόλεων) που φέρει ένα τεράστιο συμβολικό και υλικό φορτίο. Είναι η πόλη απ’ όπου ξεκίνησε ο Ερντογάν την μεγάλη πορεία του προς την προεδρία το 1994, χτίζοντας το ηγετικό προφίλ του μαζί με τις υποδομές της πόλης που έπασχαν σε βαθμό αηδίας (βουνά σκουπιδιών) και αρρώστιας (έλλειψη ακόμη και νερού). Είναι το μεγαλύτερο εμπορικό – οικονομικό κέντρο της Τουρκίας και πολύ περισσότερο, είναι εκεί που χτυπάει η καρδιά του «Ερτογανικού ιδεώδους» που όσο περισσότεροι δοκιμάζεται και απειλείται τόσο περισσότερο καταφεύγει στις δόξες του παρελθόντος για να αντλήσει νομιμοποίηση και ηθικό κεφάλαιο για το σήμερα. Γι’ αυτό και ο Ερντογάν όρισε ως υποψήφιο δήμαρχο στην Κωνσταντινούπολη τον Μπιναλί Γιλντιρίμ, πρώην πρωθυπουργό και πρόεδρο της Βουλής.
Η ήττα επομένως του Γιλντιρίμ και του ίδιου του Ερτντογάν, κι αφού προηγήθηκε νωρίς το βράδυ της Κυριακής σειρά από προσπάθειες νοθείας του αποτελέσματος που όλες όμως αποτύγχαναν εξ αιτίας της ετοιμότητας και της υποδομής της αντιπολίτευσης, πονάει περισσότερο για το τουρκικό καθεστώς. Και το πρόβλημα για τον Ερντογάν δεν είναι μόνο ότι θα μείνει στα χαρτιά η ανοησία που εκτόξευσε προεκλογικά να μετατρέψει την Αγία Σοφία σε τζαμί, προκειμένου να ντοπάρει τους ισλαμιστές κι εθνικιστές ψηφοφόρους του. Το πρόβλημα είναι πώς αν καταφέρει και κερδίσει την δημαρχία ο κοινός υποψήφιος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος του Λαού και του Κόμματος του Καλού, Εκρέμ Ιμάμογλου, αν ξεπεράσει δηλαδή και το τελευταίο εμπόδιο με τις ενστάσεις που έχουν κατατεθεί και τις επανακαταμετρήσεις των ψήφων που είναι σε εξέλιξη όσο γράφονται αυτές οι γραμμές, τότε τεράστια κονδύλια θα χαθούν από το κόμμα του Ερντογάν και για πρώτη φορά μετά από 25 χρόνια θα περάσουν στα χέρια της αντιπολίτευσης. Έτσι θα αυξηθούν τα υλικά μέσα με τα οποία θα μπορέσει να εξαγοράσει πολιτική επιρροή. Ο νέος δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης έχει επίσης υποσχεθεί ότι θα προβεί σε λογιστικό έλεγχο των βιβλίων του δήμου, δημιουργώντας πονοκεφάλους και δικαστικές εμπλοκές για το ΑΚΡ.
Από την άλλη, ο Ερντογάν δεν πρόκειται να μείνει με τα χέρια σταυρωμένα παρακολουθώντας το στιβαρό πολιτικό του οικοδόμημα αργά αλλά σταθερά να ρευστοποιείται και να εξαϋλώνεται. Ο ίδιος έχει ξεκαθαρίσει σε ανύποπτο χρόνο προεκλογικά ότι όποιος δήμαρχος δεν βρίσκεται σε αρμονία με την κυβέρνηση θα βλέπει το δήμο του να οδηγείται σε χρεοκοπία! Στην πράξη επομένως ο Ερντογάν φέρεται διατεθειμένος να πριονίσει το κλαδί επάνω στο οποίο κάθονται οι δήμαρχοι της αντιπολίτευσης στερώντάς τους τα υλικά μέσα για να χτίσουν πολιτική επιρροή. Κι αυτό δεν είναι το μοναδικό μέτωπο που θα δοκιμάσει τις αντοχές του συστήματος Ερντογάν την επόμενη πενταετία που αν και δεν πρόκειται να διεξαχθεί καμιά εκλογική μάχη, θα ξεχειλίζει από πολιτικές συγκρούσεις. Αρχικά πρέπει να τονίσουμε ότι το κυβερνών κόμμα μπορεί να υπέστη αλλεπάλληλες εκλογικές ήττες χάνοντας τις πέντε μεγαλύτερες πόλεις (κάτι που δεν κατάφερε να αποτρέψει η εμπλοκή του ίδιου του Ερντογάν στον προεκλογικό αγώνα σε σημείο να μιλήσει σε 14 συγκεντρώσεις μέσα σε δύο μόνο μέρες) εν τούτοις δεν υπέστη μείωση στα ποσοστά του. Δεν είναι δηλαδή ένα κόμμα σε αποδρομή, όσο κι αν αυτή τη στιγμή σε πραγματικό χρόνο τίθενται οι βάσεις για την μελλοντική του υποχώρηση. Η δε μείωση στο ποσοστό συμμετοχής στις εκλογές από 87,5% σε 83% που κατά κοινή ομολογία προήλθε κυρίως από το ΑΚΡ δεν ήταν τόσο μεγάλη ώστε να σηματοδοτεί μια υποχώρηση του.
Ταυτόχρονα, τα κέρδη της αντιπολίτευσης είναι εύθραυστα. Για να ηττηθούν οι υποψήφιοι του Ερντογάν πραγματοποιήθηκε πλήθος από όχι απλώς ετερόκλητες αλλά και ανίερες συμμαχίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η άρνηση του αριστερού κουρδικού Δημοκρατικού Κόμματος του Λαού (HDP) να κατεβάσει υποψήφιους σε πολλές και μεγάλες πόλεις, ωθώντας με αυτό τον τρόπο τους οπαδούς και ψηφοφόρους του να επιλέξουν τον υποψήφιο της ρεπουμπλικανικής αντιπολίτευσης. Προφανώς θέμα για τον προσανατολισμό των δημάρχων δεν τίθεται. Στην Τουρκία όπως και στην Ελλάδα οι δημαρχιακοί θώκοι αποτελούν πέρα από θερμοκήπια πολιτικών κυβιστήσεων την αποθέωση του πολιτικού καιροσκοπισμού, με εφήμερες συνεργασίες και χρίσματα προς άγρα εντυπωσιασμού της τελευταίας στιγμής. Από τη στιγμή επομένως που εκλέχτηκαν οι δήμαρχοι το πρόβλημα το έχει πλέον ο Ερντογάν που θα πρέπει να διαχειριστεί τις δικές τους φιλοδοξίες κι όχι τα κόμματα που συνεργάστηκαν για να τους προτείνουν. Οι δήμαρχοι της αντιπολίτευσης δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα του Ερντογάν.
Η οικονομία της Τουρκίας τρεκλίζει, θυμίζοντας ντερβίση που περιδινείται στο νιρβάνα του. Η ανεργία ξεπερνάει το 10% και στην πολυάριθμη νεολαία το 30%, ενώ ο πληθωρισμός το 20% κατατρώγοντας τα λαϊκά εισοδήματα. Πέρυσι αποδείχθηκε ότι ο Ερντογάν δεν σκοπεύει να βάλει την Τουρκία στην ηλεκτρική καρέκλα του ΔΝΤ, δείχνοντας ότι δεν είναι διατεθειμένος να υποχωρήσει απέναντι στις ΗΠΑ, όσα δάνεια κι αν του δώσουν. Τη λιτότητα ωστόσο δεν έχει πλέον κανέναν λόγο να την παραπέμπει στις ελληνικές καλένδες, ούτε και τα κοινωνικά στρώματα που τον στηρίζουν αντιτίθενται να στείλει το λογαριασμό της σύγκρουσης του με τη Δύση στην τουρκική φτωχολογιά. Μια τέτοια επιλογή ωστόσο αν και αναπόφευκτη για τον Ερντογάν, χωρίς να μπορεί εγγυηθεί ότι θα απομακρύνει το φάντασμα του υπερπληθωρισμού, θα διαρρήξει οριστικά τους δεσμούς του με το πληβειακό στοιχείο που του χάρισε τις αλλεπάλληλες εκλογικές νίκες. Ένα πρόγραμμα λιτότητας που θα πλήξει τα 15 εκ. κατοίκων της Κωνσταντινούπολης, αυξάνοντας την ανεργία και μειώνοντας το διαθέσιμο εισόδημά τους, θα ροκανίσει και την εκλογική επιρροή του κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, που κατάφερε τώρα να βγει αλώβητη. Έτσι, θα ακυρωθεί το κοινωνικό συμβόλαιο επάνω στο οποίο έχτισε ο Ερντογάν τη μακρά του πολιτική θητεία. Κι αυτή η κοινωνική συμμαχία αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο του ερντογανικού οικοδομήματος που επίσης περιελάβανε τον (ήπιο αρχικά) ισλαμισμό και την περιθωριοποίηση του κοσμικού κράτους, στενότερους δεσμούς με τη Ρωσία, το Ιράν και άλλες χώρες της περιοχής και πορεία σύγκρουσης ή αποκόλλησης από κάθε συμμαχία με τη Δύση που αποτελούσε σταθερά της τούρκικης εξωτερικής πολιτικής επί δεκαετίες, όπως οι σχέσεις με τις ΗΠΑ, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Εφαρμόζοντας ωστόσο μια νεοφιλελεύθερη πολιτική στο εσωτερικό του ο Ερντογάν που θα θυμίζει τις «παλιές καλές» ημέρες των σουλτάνων θα αμφισβητείται όλος ο προσανατολισμός της πολιτικής του – που αποτελεί και το μεγαλύτερο διακύβευμα.
Τούτο το επίδικο πιθανότατα να επισκιαστεί από μάχες εξουσίες και προσωπικές αντιπαραθέσεις μέσω των οποίων, βάσει …νόμου, διεξάγεται κάθε πολιτική αντιπαράθεση. Θερμά μέτωπα αποτελούν ήδη το πόστο του υπουργού Οικονομικών που είχε παραχωρήσει στο γαμπρό του Μπεράτ Αλμπαϊράκ, κι ο οποίος κατηγορείται για αλαζονεία. Πληθαίνουν μάλιστα και τα δημοσιεύματα που αναφέρονται σε επάνοδο του ευφυέστατου πρώην υπουργού Εξωτερικών, Αχμέτ Νταβούτογλου, που ήταν ο εμπνευστής της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας στη Συρία. Η έννοια του «στρατηγικού βάθους» που είχε επινοήσει ήταν πολύ πιο σοφή για την Τουρκία κι εξ ίσου επικίνδυνη για όλους τους γείτονες της. Ο Νταβούτογλου πιθανολογείται ότι θα ιδρύσει νέο δεξιό κόμμα, αυξάνοντας την πίεση κι αυτός με τη σειρά του στον Ερντογάν.
Σε αυτό το ραγδαία μεταβαλλόμενο περιβάλλον, που θα αποτελεί ένα σταθερό πλαίσιο αναφοράς για την επόμενη σχεδόν πενταετία, επιλογές που καταλήγουν ότι η Ελλάδα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αυξηθεί η πίεση της Δύσης στην Τουρκία μόνο κινδύνους μπορεί να δημιουργήσει.
Πηγή: Νέα Σελίδα