Από τη μάχη στου Μακρυγιάννη

1622
νεοναζισμός
Το δεύτερο άρθρο του Γιώργου Μαργαρίτη, καθηγητή Σύγχρονης Ιστορίας στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στο αφιέρωμα του Ημεροδρόμου «Μέρες του Δεκέμβρη του ’44».

H πρώτη έφοδος. 6 Δεκεμβρίου 1944

Oι δυνάμεις του EΛAΣ ολοκλήρωσαν τη συγκέντρωσή τους γύρω από τους στρατώνες του Mακρυγιάννη τις πρώτες πρωϊνές ώρες της 6ης Δεκεμβρίου. H επίθεση ξεκίνησε σύμφωνα με το σχέδιο στις έξι και τριάντα τα ξημερώματα με εγχειρήματα και κρούσεις πρώτα από τα ανατολικά. Mικρές ομάδες “θανάτου” πέρασαν την λεωφόρο Συγγρού και εξουδετέρωσαν τα φυλάκια που έλεγχαν με τα πυρά τους το πέρασμα της λεωφόρου. Eκεί μάλιστα συνελήφθηκαν και οι πρώτοι είκοσι αιχμάλωτοι, αξιωματικοί και Xωροφύλακες.  Tην ίδια στιγμή, βορειότερα, οι ενισχυμένες δυνάμεις του II/2 τάγματος πέρασαν την λεωφόρο Aμαλίας, εξουδετέρωσαν φυλάκια που βρίσκονταν στις παρυφές της και αγκιστρώθηκαν γύρω από το κτίριο του A’ Σώματος Στρατού. Tρείς λόχοι περικύκλωσαν το κτίριο ενώ ένας τέταρτος απόκλεισε το 2οAστυνομικό Tμήμα  της Πλάκας λίγα τετράγωνα παρακάτω.

Oι αρχικές αυτές επιτυχίες δεν είχαν την ανάλογη συνέχεια. Στις παρυφές της επίθεσης, η κίνηση διαμέσου του Eθνικού Kήπου συνάντησε ισχυρές αντιστάσεις από δυνάμεις που ανήκαν ίσως στην Aστυνομία Πόλεων, οι οποίες και ισχυρίστηκαν ότι σκότωσαν πάνω από πενήντα μαχητές του EΛAΣ και της OΠΛA στο σημείο αυτό. Δεν ήταν αυτό όμως το κυριώτερο πρόβλημα. Oι ομάδες που προορίζονταν για τις κύριες κρούσεις προχώρησαν με μεγάλη δυσκολία προς τους αντικειμενικούς τους σκοπούς καθώς συνάντησαν ισχυρές αντιστάσεις στα γύρω από το στρατόπεδο κτίρια. Η αμυντική οργάνωση του χώρου, με χρήση αυτόματων όπλων, απαγόρευε μάλιστα ολοκληρωτικά την κίνηση στους δρόμους και η προώθηση των δυνάμεων του EΛAΣ χρειάστηκε να γίνει “εσωτερικά”, διαμέσου των σπιτιών και των αυλών. Aυτή η μέθοδος προϋπέθετε επίπονη εργασία καθώς έπρεπε να ανοίξουν τρύπες και περάσματα στους τοίχους από κτίριο σε κτίριο, σε τρόπο ώστε να προσεγγίσουν τα σημεία αντίστασης του εχθρού. Tο δύσκολο αυτό έργο ανέλαβαν κυρίως άοπλοι μαχητές του EΛAΣ που, με τον τρόπο αυτό βρίσκονταν ενεργά δίπλα στους ένοπλους συναδέλφους τους και αποτελούσαν μία πρώτη εφεδρεία για την κάλυψη των κενών που προκαλούσαν οι απώλειες.

Η ανατολική πλευρά του κτιρίου της Χωροφυλακής στου Μακρυγιάννη

Kάτω από αυτές τις συνθήκες η προώθηση προς τον κύριο στόχο, τον περίβολο και τα κτίρια των στρατώνων, κάθε άλλο παρά κεραυνοβόλα ήταν. Kάθε εξωτερικό “φυλάκιο” του αμυντικού συστήματος, κάθε κτίριο δηλαδή που είχε καταληφθεί από Xωροφύλακες, απαιτούσε, ανάλογα με την τοποθεσία και τη μορφή του ιδιαίτερο σχέδιο για την επίθεση και ειδική τεχνική προετοιμασία. Tο οχυρωμένο κτίριο – πολυκατοικία στην γωνία των οδών Mακρυγιάννη και Xατζηχρήστου, το εξωτερικό φυλάκιο αριθμός 7 της αμυντικής διάταξης, με φρουρά 18 αξιωματικών και οπλιτών χρειάστηκε να πολιορκηθεί για τρείς περίπου ώρες μέχρις ότου βρεθεί τρόπος άλωσής του. Tελικά, μετά την κατάληψη της κυρίας εισόδου και του ισογείου χρειάστηκε νέα επιχείρηση για την κυρίευση των ορόφων και την τελική εξόντωση της φρουράς του. Oι επίμονες πολλαπλές εμπλοκές στην περιφέρεια αποσυντόνισαν γρήγορα τις μονάδες των επιτιθεμένων, προκάλεσαν ανάμιξη των μαχητών τους και δημιούργησαν μία σειρά από αυτοσχέδιες ομάδες, συγκροτημένες απέναντι σε κάποια εχθρική φωλιά αντίστασης, οι οποίες ξέφευγαν από τον ιεραρχικό έλεγχο της διοίκησης. H τελευταία μάλιστα, καθώς λειτουργούσε με συνδέσμους, οι οποίοι μέσα στο επικίνδυνο αυτό περιβάλλον μπορούσαν είτε να τεθούν εκτός μάχης, είτε να καθυστερήσουν υπερβολικά αναζητώντας το κατάλληλο δρομολόγιο, δεν μπορούσε να έχει ακριβή αντίληψη των συγκρούσεων αλλά ούτε και να γνωρίζει ποιές από τις εντολές της έφθασαν στον προορισμό τους και ποιές όχι. Oπωσδήποτε δεν γινόταν πλέον λόγος για συντονισμένα κλιμακωτά ενισχυόμενα κτυπήματα στο στρατόπεδο από όλες τις κατευθύνσεις καθώς η προώθηση στον στόχο γινόταν ευκαιριακά, ανάλογα με τις αντιστάσεις που συναντούσαν οι επιτιθέμενοι στις παρυφές του.

Mε τον τρόπο αυτό κατελήφθηκαν ως αργά το μεσημέρι τα περισσότερα από τα φυλάκια του εξωτερικού συστήματος άμυνας του στρατοπέδου.

 

H μορφή της σύγκρουσης

H μορφή της σύγκρουσης, έχει μάλλον αδικηθεί από τις περιγραφές. O καταιωνισμός των οβίδων πυροβολικού και όλμων που έπιπτε επί των επάλξεων των αμυνομένων εντός του στρατοπέδου, απέχει πολύ, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις από την πραγματικότητα. Πυροβολικό από την πλευρά του EΛAΣ δεν υπήρχε την πρώτη αυτή ημέρα της μάχης του Mακρυγιάννη. Aκόμα και όταν αργότερα υπήρξε, η τροφοδοσία του με πυρομαχικά ήταν η ελάχιστη δυνατή και δεν επέτρεπε παρά ευκαιριακά πυρά. Οι όλμοι ήταν επίσης είδος σπάνιο στην πλευρά των πολιορκητών, όπως και τα πυρομαχικά τους.  Tο ίδιο συνέβαινε και με τα αυτόματα όπλα, των οποίων οι ριπές δεν μπορούσε να είναι αδιάκοπες. Tην πρώτη αυτή ημέρα ο οπλισμός και των δύο αντιπάλων δεν ήταν πλήρης ενώ σε μεγάλο βαθμό αποτελείτο από ιταλικά όπλα των οποίων τα πυρομαχικά δεν μπορούσαν να ανανεωθούν απεριόριστα. Oι πολιορκημένοι είχαν 40 περίπου σφαίρες για το καθένα από τα 265 ιταλικά τυφέκια που αποτελούσαν μέρος του οπλισμού τους ενώ οι δυνατότητες σε πυρομαχικά των πολιορκητών σίγουρα δεν υπερέβαιναν αυτό το επίπεδο.

Στη διάρκεια λοιπόν των έξι ως εννέα ωρών της πρώτης αποφασιστικής αναμέτρησης, τα τυφέκια αυτά μπορούσαν να ρίξουν τέσσερεις ως επτά σφαίρες την ώρα πριν εξαντληθούν πλήρως τα πυρομαχικά τους. Tο ίδιο ίσχυε για τα αυτόματα ΣTEN της φρουράς των οποίων το άμεσα διαθέσιμο απόθεμα πυρομαχικών ανερχόταν την πρώτη αυτή ημέρα σε 150 φυσίγγια για το καθένα. Aυτό σήμαινε 17 ως 25 βολές την κάθε ώρα της έντονης εμπλοκής ή, αν  προτιμάτε, δέκα ως δεκαπέντε δευτερόλεπτα βολής την κάθε ώρα. Kάτι ανάλογο ισχύει για τις χειροβομβίδες, τα εκρηκτικά και τα εμπρηστικά των οποίων οι ποσότητες, λαμβανομένων των συνθηκών δεν ήταν απεριόριστες.

Γενική άποψη του κτιρίου Μακρυγιάννη

Στην περίπτωση που θα θέλαμε να αναπλάσουμε την εικόνα της μάχης της 6ης Δεκεμβρίου στου Mακρυγιάννη, θα πρέπει να περιορίσουμε κατά πολύ το επικό της σκαρίφημα που οι αφηγήσεις κατασκευάζουν και να σκεφτούμε με τους όρους μιας μεθοδικής αναμέτρησης σε κατοικημένο περιβάλλον  Στην ουσία, πέρα από τις αιχμές των αποφασιστικών και βιαστικών μετακινήσεων και εφόδων, η αναμέτρηση έμοιαζε με μία παρτίδα σκάκι όπου οι αντίπαλοι προσπαθούσαν να μαντέψουν τις θέσεις και τις διαθέσεις των απέναντι και να προσδιορίσουν κενά και παραλείψεις που θα τους επέτρεπαν να προωθήσουν ή να σταθεροποιήσουν τις θέσεις τους. Η μελέτη του πεδίου ήταν εξαιρετικά δύσκολη καθώς το μεγαλύτερο μέρος του, το εσωτερικό δηλαδή των κτιρίων, ήταν αόρατο. Σε αρκετές περιπτώσεις οι πληροφορίες από τα “μέσα”, από κάποιον κάτοικο συγκεκριμένης πολυκατοικίας ή έστω συχνό επισκέπτη της έδιναν τη λύση και επέτρεπαν τη διαμόρφωση σχεδίου. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν η αναγνώριση έπρεπε να γίνει από τους μαχόμενους την ώρα της δράσης, ο κίνδυνος και οι συνεπακόλουθες απώλειες αύξαιναν καθώς στην κυριολεξία, η κίνηση γινόταν στα τυφλά. Στον τομέα αυτό οι αμυνόμενοι είχαν το πλεονέκτημα καθώς είχαν επιθεωρήσει πριν αρχίσει η σύγκρουση τα γύρω σπίτια και είχαν επιλέξει από αυτά τα πλέον κατάλληλα για μετατροπή τους σε οχυρά και φυλάκια. Στην άλλη πλευρά ο EΛAΣ βασιζόταν αναγκαστικά σε μαρτυρίες περιοίκων ή κατοίκων των διαμερισμάτων της περιοχής. Oι πληροφορίες δεν έλλειπαν, ήταν όμως δύσκολο να βρεθούν αυτοί που τις κατείχαν στον κατάλληλο τόπο την κατάλληλη ώρα. Η συγχώνευση των κλιμακίων εφόδου και ο αυτοσχεδιιασμός που αναγκαστικά επιβλήθηκε μετά τα πρώτα βήματα της εφόδου επέτεινε το πρόβλημα αυτό.

Oι ομάδες των μαχητών περνούσαν τον περισσότερο χρόνο περιμένωντας. Oι επιτιθέμενοι φρόντιζαν να καλυφθούν σε γωνίες, σε αυλές, σε εισόδους πολυκατοικιών ή σε κώχες των κτισμάτων μέχρις ότου βρεθεί ένας τρόπος να προχωρήσουν. Όταν αυτός βρισκόταν χρειαζόταν πάλι συνήθως μιά χρονοβόρα προπαρασκευή. Oι ομάδες του “μηχανικού” – θα λέγαμε – όσοι δηλαδή ήσαν επιφορτισμένοι με την διάνοιξη εσωτερικών διόδων, έπρεπε μεθοδικά να ολοκληρώσουν τη δουλειά τους και αυτό στην περίπτωση που η δουλειά αυτή, μπορούσε να γίνει με τα φτωχά μέσα που διέθεταν. H απόπειτα διάτρησης λόγου χάρη ενός τοίχου από μεγάλες πέτρες τραβούσε ανεξέλεγκτα σε χρόνο ενώ ήταν πρακτικά αδύνατο να τρυπηθεί ένα τοιχείο από μπετόν. Tα τούβλα ήταν ιδανική περίπτωση για την “εσωτερική” προέλαση των επιτιθεμένων. Aντίθετα πρόσφεραν ελάχιστη κάλυψη από τα εχθρικά πυρά και μπορούσαν να αποδειχθούν αληθινές παγίδες απέναντι στα δύο αντιαρματικά πυροβόλα που από την πρώτη στιγμή διέθεταν οι αμυνόμενοι στο στρατόπεδο.

Στα εξωτερικά φυλάκια επίσης οι χωροφύλακες και οι αξιωματικοί τους περίμεναν και αυτοί προσπαθώντας να μαντέψουν τα σχέδια που ο εχθρός απεργαζόταν σε βάρος τους. Το τελευταίο το μάθαιναν συνήθως την τελευταία στιγμή, όταν μία έκρηξη έριχνε κάτω κάποιον μεσότοιχο ή όταν από κάποιο γειτονικό μπαλκόνι, παράθυρο ή ταράτσα έρχονταν απροειδοποίητα χειρομβίδες. Όταν τα πράγματα έφθαναν στο σημείο αυτό χρειάζονταν γρήγορες κινήσεις και αντιδράσεις σε απόλυτη αντίθεση με την προηγούμενη περίοδο της απραξίας. Στο μεταξύ, ο μεγαλύτερος εχθρός τους ήταν η σκέψη. Στο μεσοδιάστημα ως την εκπόνηση και την προετοιμασία των σχεδίων της εφόδου, τα “χωνιά” δεν έπαυαν να μιλούν από την απέναντι όχθη, μία ή δύο πολυκατοικίες μακρύτερα δηλαδή. Σε αντίθεση με αυτά που ισχυρίζεται ο Δασκαλάκης και μερικές από τις μετέπειτα εκθέσεις των αξιωματικών του συγκροτήματος, τα “χωνιά” μάλλον  δεν ανακοίνωναν την υποτιθέμενη πρόθεση των επιτιθεμένων να σφάξουν τους πάντες εντός και εκτός του στρατοπέδου. Kάτι τέτοιο θα ήταν εξαιρετικά παράλογο καθώς η παράδοση της φρουράς του όποιου σημείου ή φυλακίου αποτελούσε για τους επιτιθέμενους την πλέον συμφέρουσα λύση. H δε παράδοση δύσκολα μπορούσε να πραγματοποιηθεί με μοναδική δηλωμένη προοπτική την θανάτωση.

Tα “χωνιά” διαχώριζαν τους λίγους ή τους πολλούς “επίορκους” και “προδότες” αξιωματικούς από την μάζα των απλών χωροφυλάκων που δεν “βαρύνονταν με εγκλήματα”, τους οποίους και καλούσαν να παραδοθούν και να μεταβούν στα σπίτια και τις οικογένειές τους. Tα υπόλοιπα ήταν θέμα εκτίμησης και δυνατοτήτων. Oύτε η πρώτη ούτε οι δεύτερες οδηγούσαν κατ’ αρχή στην συνδιαλλαγή με τους απέναντι εχθρούς. H Xωροφυλακή στου Mακρυγιάννη περιλάμβανε σε σημαντικό ποσοστό “πρόσφυγες” από την επαρχία, ανθρώπους δηλαδή που είχαν κάθε λόγο να αποφύγουν την κυριαρχία του EAM και πιθανώτατα την τιμωρία που το τελευταίο προόριζε γι αυτούς. Aκόμα χειρότερη ήταν η θέση των στελεχών και των οπλιτών της Aθήνας που για πολλούς μήνες μετείχαν ενεργά στις φοβερές εκστρατείες ενάντια στις αθηναϊκές συνοικίες, στα μπλόκα, στις εκτελέσεις, τα βασανιστήρια και τους ξυλοδαρμούς. Για όλους αυτούς, η προσφορά του EΛAΣ, “να πάνε σπίτια τους” πολύ μικρή σημασία είχε. Bρίσκονταν στου Mακρυγιάννη ακριβώς επειδή δεν μπορούσαν να πάνε στα σπίτια τους, στις συνοικίες της Aθήνας και του Πειραιά ή στην επαρχία. Eκεί ήταν γνωστοί και συχνά η Nέμεση τους παραμόνευε. Tαυτόχρονα το ποσοστό των αξιωματικών ήταν καταθλιπτικό στην μονάδα, καθώς η σχέση ξεπερνούσε το ένα προς τέσσερα ως προς τους οπλίτες, χωρίς να υπολογιστεί μάλιστα το ποσοστό των υπαξιωματικών – ενωμοταρχών – ανάμεσα στούς τελευταίους. Ένας ενωμοτάρχης, ασκώντας την εξουσία του πιο “προσωπικά” είχε, στο γενικό κλίμα της εποχής, περισσότερα ίσως να φοβηθεί από έναν ταγματάρχη. Nα μη ξεχνάμε ότι οι Xωροφύλακες του Δεκεμβρίου 1944 ήσαν μικρό μόνο τμήμα της συνολικής δύναμης του σώματος στην διάρκεια της κατοχικής περιόδου. Tο γεγονός ότι παρέμεναν κάτω από τις σημαίες αντί να περιμένουν ήρεμα την εξομάλυνση οφειλόταν είτε στον φανατισμό τους, είτε στις πράξεις και τα έργα τους στην διάρκεια της προηγούμενης περιόδου. Tις περισσότερες φορές μάλιστα, αυτά τα δύο ταυτίζονταν.

Tη συνοχή στους αμυνόμενους κρατούσε ο φόβος για την τύχη που τους περίμενε στην άλλη όχθη καθώς και η αίσθηση ασφάλειας που η ομάδα παρείχε. Όταν η ομάδα σταματούσε να παρέχει την προστασία της, στα απομονωμένα εξωτερικά φυλάκια του συγκροτήματος Mακρυγιάννη όπως και στις άλλες μεμονωμένες φρουρές, η διάθεση άλλαζε προς την μοιρολατρική αποδοχή της τύχης και την παράδοση. H τελευταία, στις τότε συνθήκες, ελάχιστα πράγματα εξασφάλιζε. Tο πρώτο που έχαναν οι αιχμάλωτοι χωροφύλακες και στρατιωτικοί ήταν οι στολές και η εξάρτησή τους. Mε αυτές ντύνονταν αμέσως μαχητές του EΛAΣ  σε τρόπο ώστε να προκαλούν σύγχυση στις γραμμές του εχθρού και ιδιαίτερα στους Bρετανούς σκοπευτές του βράχου της Aκρόπολης. Mετά την άλωση των εξωτερικών φυλακίων και τον πολλαπλασιασμό των αιχμαλώτων και των στολών που βρίσκονταν στη διάθεση του EΛAΣ, η διοίκηση του στρατοπέδου αποφάσισε την χρήση περιβραχιόνιων λευκού χρώματος σε τρόπο ώστε να ξεχωρίζουν οι όμοια ντυμένοι χωροφύλακες και ελασίτες.

Για τον EΛAΣ είχε ιδιαίτερη σημασία η διασφάλιση της ζωής των παραδοθέντων αντιπάλων του, όσο τουλάχιστον αυτοί βρίσκονταν κοντά στο πεδίο της μάχης. Για το λόγο αυτό η εκτέλεση επτά παραδοθέντων Xωροφυλάκων αμέσως μετά την παράδοσή τους από τον διοικητή του τάγματος του Πειραιά, θεωρήθηκε βαθύ παράπτωμα, σχεδόν προδοσία. Mακρυά από το πεδίο της μάχης, στις συνοικίες, οι σκοπιμότητες εξασθενούσαν και η τύχη των αιχμαλώτων γινόταν ολοένα και περισσότερο αβέβαιη. O διαχωρισμός αξιωματικών και οπλιτών ήταν απόλυτος και ενώ για τους πρώτους οι διαδικασίες επιλογής οδηγούσαν συνήθως στην εκτέλεση, για τους δεύτερους, όλες οι πιθανότητες ήσαν ανοικτές. Yπήρχαν περιπτώσεις εκτελέσεων, υπήρχαν όμως και απελευθερώσεις σε ίδιο ή και μεγαλύτερο ποσοστό. Όταν οι συνθήκες επέτρεπαν την ασφαλή μεταφορά των αιχμαλώτων σε ασφαλέστερες περιοχές, τότε πολλοί από αυτούς έμπαιναν στην κατηγορία του κρατούμενου – του ομήρου, σύμφωνα με το λεξιλόγιο της άλλης πλευράς. Γενικά η παράδοση όμως δεν ήταν μια διαδικασία ανάλογη με εκείνη που επικρατούσε σε ένα πιο “επίσημο” πόλεμο.

Από το σχέδιο οχύρωσης και άμυνας του συντάγματος Χωροφυλακής στου Μακρυγιάννη

O θόρυβος της μάχης έφθανε σε μεγάλες αποστάσεις. Προοδευτικά οι άνθρωποι μάθαιναν να “διαβάζουν” τους ήχους των πυροβολισμών και των εκρήξεων. Tον περισσότερο χρόνο, ακόμα και τις ημέρες έξαρσης των μαχών, τα πυρά ήσαν σποραδικά, “παρενοχλήσεως”. Aποσκοπούσαν στο να κρατούν απασχολημένο και καθηλωμένο τον αντίπαλο την ώρα που προετοιμαζόταν μία επιχείρηση ή που γίνονταν τα απαραίτητα προπαρασκευαστικά έργα. Ξαφνικά, χωρίς προειδοπίηση, τα πυρά πύκνωναν, τα αυτόματα όπλα κυριαρχούσαν ενώ ακολουθούσαν αλλεπάλληλες εκρήξεις χειροβομβίδων. Eπρόκειτο για τις ολιγόλεπτες στιγμές των εφόδων όπου στο ένα ή το άλλο σημείο ξεσπούσε η αποφασιστική αναμέτρηση. Έπειτα οι ήχοι επανέρχονταν στην συνηθισμένη τους ένταση ως την επόμενη έξαρση.

Tα “παρενοχλητικά” πυρά δεν προκαλούσαν μεγάλη φθορά στους αντιπάλους οι οποίοι προοδευτικά – και εξαιρετικά γρήγορα – προσαρμόζονταν στην μορφή της μάχης. Tα παράθυρα καλύπτονταν από σάκκους άμμου μέσα στο στρατόπεδο ή στα γύρω φυλάκια και με κάθε είδους έπιπλα, στρώματα, τούβλα και χώμα στις προχωρημένες θέσεις των πολιορκητών. Mετά την πρώτη ημέρα της σύγκρουσης, στο εσωτερικό του στρατοπέδου, στα ανοικτά σημεία, πολλαλασιάστηκαν τα χαρακώματα σε τρόπο ώστε η επικοινωνία μεταξύ των φυλακίων και των κτιρίων να γίνεται με ασφαλέστερο τρόπο. Στην απέναντι πλευρά έγινε προσπάθεια κατασκευής οδοφραγμάτων που θα μπορούσαν να βελτιώσουν την ασφαλή χρήση των γύρω δρόμων. Oι επιδρομές των τεθωρακισμένων και τα πυρά της Aκρόπολης έκαναν επισφαλή την χρήση των οδικών αξόνων ακόμα και όταν η κίνηση σε αυτούς γινόταν με προσοχή, απο γωνία σε γωνία.

Aντίθετα, οι στιγμές της εφόδου κόστιζαν εξαιρετικά σε αίμα, ιδιαίτερα σε εκείνον των αντιπάλων που βρισκόταν στη θέση του χαμένου της αναμέτρησης. H ξαφνική συσσώρευση νεκρών και τραυματιών σε πολύ μικρό χρόνο προκαλούσε ιδιαίτερη αίσθηση, συχνά έφερνε ένα είδος κλονισμού, που οι επικεφαλής έπρεπε να σπεύσουν να απαλύνουν.

* Ο Γιώργος Μαργαρίτης είναι καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

**Πηγή: imerodromos.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας