Κατά το Μεσοπόλεμο, θεωρείται πως υπήρχαν συνολικά δύο κύριες ιδεολογικές και «κοσμοθεωρητικές» τάσεις και παρατάξεις: οι μαρξιστές και οι ιδεαλιστές. Ο μεγάλος Έλληνας λογοτέχνης –με την ευρύτατη έννοια- Γιώργος Θεοτοκάς (1905-1966) ανήκε στη δεύτερη. Παραταύτα, και ο Θεοτοκάς τότε –πολύ πριν προσεγγίσει δηλαδή αργότερα πολιτικά την αριστερά και σε επίπεδο πίστης την Ορθοδοξία- όπως και οι μαρξιστές, θεωρεί ήδη έκτοτε τον καπιταλισμό ένα σύστημα χρεωκοπημένο.
Στις 31 Δεκεμβρίου 1931 γράφει στο Γιώργο Σεφέρη για ένα πολύ σύντομο πλην περιεκτικό δοκίμιο που συνέτασσε τότε και που βγήκε το 1932 με τίτλο «Εμπρός στο κοινωνικό πρόβλημα”. Στο «σχεδιάγραμμα πολιτικοκοινωνικής θεωρίας» αυτό προτάσσει από τη δική του ιδεολογική και φιλοσοφική μεριά μια «ανόρθωση του ιδεαλισμού» και τη διακήρυξη πως «αντιδραστικός δεν είμαι, τουναντίο πιστεύω αληθινά πως ο καπιταλισμός πρέπει να αντικατασταθεί». «Πρόκειται επίσης» -όπως συνεχίζει «να επιδιώξουμε την αντικατάσταση του καπιταλισμού με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην κοπεί η συνέχεια του πολιτισμού, να μην πνιγεί η culture και να μην πέσουμε σε μιαν ασφυχτική μηχανική βαρβαρότητα». Με άλλα λόγια αντικατάσταση του καπιταλισμού μέσα από τις ιδεαλιστικές αρχές.
Ο καπιταλισμός τότε πράγματι κατέληξε μέσα από την παρατεταμένη κρίση του στις φασιστικές απολήξεις και το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά από τον οποίο, με τη συνδρομή και του μεγάλου μεταρρυθμιστή οικονομολόγου Τζον Μέιναρντ Κέυνς στο Μπρέτον Γουντς, προέκυψε μια αμβλυμένη εκδοχή του, ένα μικτό σύστημα με καταλυτικά κοινωνικά στοιχεία, που αποδείχτηκε η μόνη κάπως ευτυχής, η λεγόμενη «χρυσή τριακονταετία» του καπιταλισμού.
Οι κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις των οποίων επωφελούνταν η αχαλίνωτη πλεονεξία από τον καπιταλισμό σε ακραίες μορφές του δεν έμελλε να παραδώσουν τόσο εύκολα τα όπλα. Η στιγμή τους ήρθε και πάλι το 1980, όταν ο Ρόναλντ Ρήγκαν, μέσα από μια νέα ιδεολογική πλατφόρμα που αποκηρύσσει την παλιά συντηρητική ιδεολογία εκπροσώπησε εκείνες τις δυνάμεις που δυσαρεστούνταν με τις παραχωρήσεις που είχαν εξωθηθεί τα προηγούμενα χρόνια. Όπως γράφει ο Galbraith, «το εντυπωσιακό επίτευγμα όμως της πολιτικής Ρέιγκαν ήταν η περαιτέρω βελτίωση των ευπόρων και των πλουσίων, τιμωρώντας με παραμέληση τους φτωχούς». Προς το σκοπό αυτό, ο Ρέιγκαν προέβη στην «εντυπωσιακή επίδειξη πως η ισχύς των εργατικών σωματείων, που από πολλούς θεωρούνταν σχεδόν ακατάμάχητη μπορούσε στην πραγματικότητα να περιοριστεί και να συντριβεί».
Από τις δεκαετίες του 80 και του 90 πέρασε αρκετός καιρός και ήδη από τις αρχές του νέου αιώνα επισημάνθηκαν σε ανώτατο επίπεδο εκ νέου και εμφατικά τα προβλήματα που δημιουργεί η ανεξέλεγκτη λειτουργία των αγορών και της επιχειρηματικής δράσης. Ο νεοφιλελευθερισμός δε θεωρείται πλέον θεμιτό όνομα για πολιτικό κόμμα όπως τότε, αλλά έχει γίνει μειωτικός και υποτιμητικός χαρακτηρισμός.
Αυτό ωστόσο δεν εμποδίζει τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και σταθερά νεοφιλελεύθερο κ. Χατζηδάκη να προωθεί –με την πρόθυμη ευλογία του πρωθυπουργού ασφαλώς- την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, μια από τις θεμελιωδέστερες νεοφιλελεύθερες αρχές. Κι εδώ, όπως γράφει ο Galbraith, «δε θεωρείται παραδεκτό να μιλάς ανοιχτά για οποιαδήποτε δράση που αποσκοπεί στο να ευνοήσει τους πλούσιους». Αναμφίβολα όμως τα νομοθετήματα του κ. Χατζηδάκη αποσκοπούν στο να ευνοήσουν τη θέση των εργοδοτών έναντι των εργαζομένων τους και την μείωση της θεμιτής «αντισταθμιστικής ισχύος» των τελευταίων. Κι αυτό, ενώ ήδη οι τελευταίοι βρίσκονται σε εξόχως δεινή θέση εδώ και μια δεκαετία, με κατώτατο ωρομίσθιο κάτω από τα 4 ευρώ και ανεργία που 11 χρόνια μετά την είσοδο στο Μνημόνιο είναι υπερδιπλάσια αυτής προ της κρίσης…