«Είναι δεδομένο ότι είχαμε να κάνουμε με ένα ακραίο φαινόμενο. Το θέμα είναι πως το αντιμετωπίζουμε και πως από την άλλη πλευρά διαχρονικά έγιναν εγκληματικές ενέργειες και διαδικασίες σε ό,τι αφορά το στήσιμο των οικισμών μας, το στήσιμο των πόλεων, γιατί εδώ έχουμε να κάνουμε με μία Μάνδρα» σημείωσε μεταξύ άλλων ο καθηγητής και πρόεδρος του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας Ευθύμιος Λέκκας, μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού – Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων.
Μια πυρκαγιά εκατό φορές μικρότερη, κατά τα λεγόμενα του, από την πυρκαγιά που είχε εκδηλωθεί στην Ηλεία το 2007. Μια πυρκαγιά που κράτησε λίγες ώρες και, ναι, έσβησε από μόνη της εξαιτίας των ίδιων ακραίων φαινομένων, σταματώντας στη θάλασσα.
Σε όλες αυτές τις εγκληματικός ενέργειες έρχονται να προστεθούν οι εγκληματικές αμέλειες που διαιωνίζονται κάθε φορά με διαφορετικές πολιτικές δικαιολογίες από ένα σάπιο και αιμοβόρο πολιτικό σύστημα που διαιωνίζεται και αυτό χωρίς πότε να δώσει λόγο. Χωρίς δασοπροστασία, χωρίς κτηματολόγιο, κυρίως χωρίς δασικούς χάρτες, χωρίς επαρκή αριθμό δασοπυροσβεστών, χωρίς κατάλληλη εκπαίδευση, χωρίς επαρκή αριθμό πυροσβεστών και σύγχρονα μέσα, με ξεχαρβαλωμένα αεροσκάφη, ελικόπτερα και οχήματα. Χωρίς τα απαιτούμενα σχολικά προγράμματα και την απαραίτητη ενημέρωση των κατοίκων που αφήνονται στην τύχη τους να καίγονται ζωντανοί ή να σώζονται από το νόμο των πιθανοτήτων αν βρουν ανοιχτή διέξοδο διαφυγής. Χωρίς εξειδικευμένο αντιπυρικό σχεδιασμό ανά περιοχή ειδικά, δε, σε όσες απουσιάζουν ρυμοτομικά σχέδια και οικοδομικοί κανονισμοί δόμησης.
Κυρίως όμως χωρίς υπεύθυνη Πολιτική Προστασία, με ανύπαρκτες υποδομές και σχέδια εκκένωσης επικίνδυνων, δυσπρόσιτων ή καταπατημένων περιοχών, εξαιτίας απουσίας πολιτικής βούλησης από τη κεντρική κυβέρνηση μέχρι τις τοπικές αρχές και την Περιφέρεια ελέω ψηφοθηρικών ρουσφετιών και εξυπηρέτησης επιχειρηματικών συμφερόντων και συναλλαγής με τοπικούς, ή μη, οικονομικούς παράγοντες.
Τι παραπάνω χρειάζονταν οι υπεύθυνοι για να καταλάβουν;
Τίποτα καινούργιο οι παραπάνω διαπιστώσεις, γνωστές σε όλους και σε όλες ίσως και υπεραπλουστευμένες όσο υπεραπλουστευμένη είναι η εκδοχή να μην έχουμε ακόμα ακριβή αριθμό αγνοουμένων σε μια χώρα που αγνοεί την ύπαρξη ζωντανών και νεκρών. Γνωστές πριν τις εκατόμβες αθώων θυμάτων, τους θρήνους ή το εκάστοτε τριήμερο πένθος.
Το ίδιο γνωστός και ο Ξενοκράτης της Πολιτικής Προστασίας, της αρχής δηλαδή που καλείται να τον εφαρμόσει με συγκεκριμένα επιχειρησιακά σχέδια ή όπως περιγράφονται στη θεωρία επί χάρτου με κάθε λεπτομέρεια από την πρόληψη, το τρόπο και τα μέσα μέχρι την κατάσβεση μιας πυρκαγιάς, στη δεύτερη χώρα σε δασικές εκτάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στη πράξη, όμως, γιατί αλήθεια αυτές οι κοινότυπες διαπιστώσεις και ο σχεδιασμός δεν εφαρμόζονται ή δεν υλοποιούνται;
Η συζήτηση περί έγκυρης εκκένωσης της περιοχής ή της ευθύνης περί αρμοδιοτήτων της εντολής δεν έχει καμία χρησιμότητα από τη στιγμή που τέτοια εντολή επίσημα ή ανεπίσημα δεν δόθηκε ποτέ.
Τι παραπάνω χρειάζονταν άραγε οι υπεύθυνοι για να καταλάβουν, ακόμα και από τη μυρωδιά του καπνού που έφτανε από την Καλλιτεχνούπολη με τη συγκεκριμένη κατεύθυνση των ανέμων, ότι αργά ή γρήγορα θα κατέληγε στο Μάτι η πύρινη λαίλαπα, ώστε να πραγματοποιηθεί μια έγκαιρη εκκένωση με ανοιχτή ακόμα τη Λεωφόρο Μαραθώνα και τις ελάχιστες έστω διόδους προς το θαλάσσιο μέτωπο ανοιχτές;
Το ίδιο δεν έγινε στην Κινέτα λίγη ώρα πριν και σώθηκαν όλοι; Το ίδιο δεν έγινε, ευτυχώς, με ένα οργανωμένο σχέδιο αντιπυρικής προστασίας και διαφυγής από τους υπεύθυνους των παιδικών κατασκηνώσεων του Αγ. Ανδρέα και σώθηκαν τα 6οο παιδιά της κατασκήνωσης;
Και έγινε το αναπάντεχο· αφού όλοι κατασκεύαζαν επί χρόνια στο μυαλό τους, πείθοντας παράλληλα το κόσμο, ότι η περιοχή είχε ασπίδα προστασίας και αντιπυρική ζώνη μια λεωφόρο. Μια αντιπυρική ζώνη που η πυρκαγιά την κατάπιε σε δυο λεπτά.
Δυο λεπτά για να μετρηθούν ογδόντα τρεις καμένοι άνθρωποι, μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, και τον αριθμό να θεωρείται πως θα ξεπεράσει το τριψήφιο νούμερο, στη δεύτερη μεγαλύτερη θανατηφόρα πυρκαγιά παγκόσμια στον 21ο αιώνα.
Καμία ευθιξία και καμία συγγνώμη από τους υπευθύνους
Κι όμως, με τα πτώματα άταφα στα ψυγεία, τα καρβουνιασμένα κορμιά στα νεκροτομεία και τους αγνοούμενους χωρίς επίσημη καταμέτρηση, όλοι μα όλοι οι υπεύθυνοι που εκλέχτηκαν ή διορίστηκαν παραμένουν στη θέση τους αναλαμβάνοντας μόνο την μη ευθύνη.
Υπουργοί, υφυπουργοί, περιφερειάρχες, δήμαρχοι, αντιδήμαρχοι, δημοτικοί σύμβουλοι, πολιτικοί και υπηρεσιακοί παράγοντες. Από όλες τις βαθμίδες, σε όλα τα επίπεδα ενώ σημαίνοντα επαγγελματικά – κομματικά στελέχη απολαμβάνουν τις διακοπές τους μοιραζόμενοι εξ αποστάσεως πένθος και θλίψη.
Το γαϊτανάκι αποποίησης ευθυνών μετατρέπεται άλλη μια φορά σε επικοινωνιακό show προτάσσοντας τη σιωπή στο βωμό του δήθεν σεβασμού, τη σιωπή στη δήθεν ανθρωποφαγία, του δήθεν πένθους των κρατούντων για τα καμένα θύματα ενός προμελετημένου εγκλήματος. Η απόδοση ευθυνών μετατρέπεται υποκριτικά σε δήθεν απόπειρα συκοφάντησης σε βάρος του δήθεν ηθικού πλεονεκτήματος τής σημερινής συγκυβέρνησης που νομίζει πως τα έχει όλα δήθεν καλά καμωμένα. Η έλλειψη ντροπής, η απουσία μιας και μοναδικής συγγνώμης, η απουσία μιας και μοναδικής παραίτησης μετατρέπονται σε οργή, με όλα τα γιατί μαζεμένα να χάσκουν κάτω από εκείνον το γκρεμό που σφιχταγκαλιάστηκαν ένα κουβάρι ψυχές καμένες.
Ένα μάτσο δήθεν σιωπής που σκίζονται από τη κραυγή της 13χρονης που βούτηξε από εκεί πάνω.
Ένα μάτσο δήθεν που μας προσβάλουν όλους, νεκρούς και ζωντανούς.
Ένα μάτσο δήθεν που θα μπουν στη ζυγαριά της οικονομικής αποκατάστασης των πληγέντων λες και τους κάνουν χάρη. Ένα μάτσο δήθεν που προσδοκά να εξαγοράσει σιωπή και πόνο, όπως σε επανάληψή έκαναν οι προηγούμενοι και θα κάνουν οι επόμενοι.
Ένα μάτσο δήθεν που δίνει άφθονο χώρο να εμφανιστούν στις κάμερες οι χρυσαυγίτες βουλευτές της νεοναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης ως οι επόμενοι σωτήρες.
Αμείλικτα και διαχρονικά αναπάντητα γιατί, όπως όλα αυτά τα γιατί των πνιγμένων της Μάνδρας, της προηγούμενης και της επόμενης πυρκαγιάς που θα χαθούν ανθρώπινες ζωές και οι επόμενοι υπεύθυνοι όπως σημερινοί και προηγούμενοι, ανεύθυνα θα κρύβονται πίσω από το δάχτυλο, βλέποντας μόνο το δέντρο, αφού δάσος δεν θα υπάρχει.
Τα είδα αυτά τα γαμημένα γιατί στα μάτια όσων σέρνονταν αποσβολωμένοι μέσα στα αποκαΐδια των στενών στο Μάτι.
————
– Είχαμε σωθεί Γιώργο. Δεν το πιστεύαμε.
Άυπνοι αρχίσαμε να ανηφορίζουμε το πρωί προς το σπίτι. Ο Μάκης κάθισε στις στάχτες κατάχαμα στη γη. Πήρα τη Νόρα στην αγκαλιά μου και κάθισα σε ένα μεγάλο κούτσουρο.
– Πρόσεχε μη καείς. Τα κούτσουρα καίνε ακόμα από μέσα. Πρόσεχε που ακουμπάει το παιδί μου, είπε ο Μάκης.
Πέρασε ένα τζιπ του στρατού. Σταμάτησε και μας πλησίασαν δυο στρατιώτες που κατέβηκαν από πίσω και μας έφεραν τρία μπουκάλια νερό. Ακούστηκε μια φωνή μέσα από το τζιπ: Δεν είστε ασφαλείς εδώ.
Σηκώθηκε ο Μάκης να συνεννοηθεί να μας πάρουν προς τα κάτω, η ιδέα να δούμε σε τι κατάσταση ήταν το σπίτι δεν ήταν καλή τελικά.
Η Νόρα έκλαιγε μουτζουρωμένη, ήθελε να βρει το γάτο μας.
– Να μας πάνε πάνω να ψάξουμε τον Μάρκο μας, είπε.
– Θα δεις, μας περιμένει.
Ο Μάκης γύρισε μας σήκωσε και μπήκαμε στο τζιπ.
Ο οδηγός του έκανε όπισθεν αλλά παρέμεινε κάθετα στο δρόμο.
Κοίταζα το μέρος που καθόμασταν με βλέμμα στο πουθενά καρφωμένο.
Ο ένας στρατιώτης πήγε μπροστά και συνομιλούσε με τον συνοδηγό.
Ο Μάκης εκνευρισμένος ξέροντας ότι θα πάθω κρίση πανικού από την κλειστοφοβική κλούβα του τζιπ, κατέβηκε να ζητήσει το λόγο που σταματήσαμε.
– Ξέρετε, κύριε, υπάρχουν δυο καμμένοι κολλημένοι. Ειδοποιήσαμε και πρέπει να περιμένουμε να δείξουμε το σημείο για να τους μαζέψουν.
– Πού; ρωτάει ο Μάκης.
– Εκεί που σας βρήκαμε. Εκεί που κάθονταν η κυρία με το παιδάκι.
– Εκεί Γιώργο, κάηκαν δυο άνθρωποι αγκαλιασμένοι και εγώ μάλλον κάθισα πάνω τους να πάρω μια ανάσα, αγκαλιάζοντας τη Νόρα.
Μπορεί και να τους ήξερα.
*Πηγή: tetartopress.gr