Μία μεγάλη πληγή στην πραγματική οικονομία που συνεχίζει να “ματώνει” αποκαλύπτεται μέσα από τους αναλυτικούς πίνακες οι οποίοι συνοδεύουν την χθεσινή ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ για το ΑΕΠ. Δηλαδή την πιστοποίηση περί αναιμικής και συνεχώς επιβραδυνόμενης ανάπτυξης της Ελληνικής οικονομίας, κατά 1,3% το πρώτο τρίμηνο του 2019.
Το πρόβλημα εντοπίζεται στον εξωτερικό τομέα της χώρας και πιο συγκεκριμένα στις εξαγωγές αγαθών. Δέχονται πιέσεις επιβεβαιώνοντας τις πιέσεις που δέχεται η οικονομία και η αγορά.
Οι εξαγωγές αγαθών σύμφωνα με τις αναλυτικές βάσεις δεδομένων της ΕΛΣΤΑΤ μειώθηκαν κατά 0,7%. Και τούτο όταν οι εισαγωγές αγαθών εκτινάχθηκαν κατά 9,9% το πρώτο τρίμηνο.
Τα στοιχεία
Η συνολική εικόνα που προκύπτει από την ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ δείχνει ένα μέρος του προβλήματος: τα στοιχεία δείχνουν συνολική άνοδο κατά 4% των εξαγωγών (αγαθών και υπηρεσιών).
Η εν λόγω επίδοση μπορεί να φαίνεται καλή αλλά είναι πολύ πιο αργή από την έκρηξη εισαγωγών της τάξης του 9,5%. Καθώς οι εισαγωγές αφαιρούνται από το ΑΕΠ (διότι πρόκειται για εισόδημα που φεύγει από τη χώρα) προκαλούν αυτή τη μεγάλη επιβράδυνση στην συνολική ανάπτυξη…
Για τον εν λόγω κίνδυνο της εισαγωγικής έκρηξης είχαν προειδοποιήσει αρκετοί επίσημοι φορείς στο παρελθόν, περιλαμβανομένου του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή και της Κομισιόν. Αποτελεί και πάλι ένα μόνο μέρος του προβλήματος.
Μείωση στις εξαγωγές αγαθών
Τα αναλυτικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την συνδρομή του εξωτερικού τομέα στο ΑΕΠ δείχνουν ότι το πρώτο τρίμηνο του 2019 υπήρξε αύξηση του γενικού δείκτη εξαγωγών αποκλειστικά και μόνο λόγω του τομέα των υπηρεσιών: αυξήθηκαν κατά 8,7% κυρίως λόγω του τουρισμού αλλά και άλλων παραγόντων.
Αντιθέτως, οι εξαγωγές αγαθών υπέστησαν μείωση κατά 0,7%, δείχνοντας ότι η ανταγωνιστική θέση της Ελληνικής οικονομίας στις ξένες αγορές όχι μόνο δεν διευρύνεται, αλλά χάνει “έδαφος”. Και παράλληλα οι εισαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 9,9%.
Το πρόβλημα είναι μεγάλο δεδομένων και των αριθμητικών διαφορών: οι εξαγωγές αγαθών έχουν αξία 8,8 δισ. ευρώ ανά τρίμηνο, όταν οι εισαγωγές είναι σχεδόν διπλάσιες σε αξία, στα 17,5 δισ. ευρώ περίπου…
Το σκέλος των δημοσιονομικών συστάσεων (στο οποίο θα καταγράφονται οι πιθανές δημοσιονομικές αποκλίσεις λόγω της παροχολογίας που συνεχίσθηκε και χθες με την πρόθεση εκ των προτέρων ψήφισης της μη μείωσης του αφορολόγητου) προκύπτει από το έτερο σκέλος εποπτείας: από αυτό του ευρωπαϊκού εξαμήνου, το οποίο αφορά σε όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε.
Οι αναλυτικές συστάσεις όμως θα περιλαμβάνεται στην 3η έκθεση που αφορά στο καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας. Δείχνει ότι η Ελλάδα όχι μόνο δεν έκανε πράξη τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει (με βάση τη συμφωνία του 2018), αλλά και οπισθοχώρησε. Ασκείται κριτική σε κρίσιμες παρεμβάσεις. Όπως, για παράδειγμα, στην στον αριθμό των εργαζομένων στο Δημόσιο που έχει “ξεφύγει” των ορίων.
Θα καταγράφει επίσης καθυστέρηση στο πεδίο των ιδιωτικοποιήσεων, των παρεμβάσεων για την απομείωση των κόκκινων δανείων, αλλά και στην πορεία αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Κράτους προς ιδιώτες (που προκαλούν συνεχή ασφυξία στην αγορά).
Ακόμη και στο πεδίο των υπερπλεονασμάτων αναμένεται να επαναλαμβάνει εκ νέου η Κομισιόν το γεγονός ότι προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από την υποεκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, κάτι που δεν μπορεί να είναι διατηρήσιμο. Διότι προκαλεί ένα φαύλο κύκλο μείωσης της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας, αλλά και των δαπανών για επενδύσεις. Και άρα της ανάπτυξης.
Άλλωστε και τα χθεσινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ καταγράφουν μείωση κατά 4,1% της δαπάνης της γενικής Κυβέρνησης η οποία αντισταθμίστηκε μόνο εν μέρει από μία ισχνή άνοδο (κατά 0,8%) της ιδιωτικής κατανάλωσης των νοικοκυριών και άλλων ιδιωτικών οργανισμών…