Άσματ: Ταξίδι από το Αφγανιστάν στην καρδιά της πόλης της Ρόδου!

1647
ταξίδι

Το δύσκολο ταξίδι μέσω Ιράν και Τουρκίας του 20χρονου που έφυγε από τη χώρα του για τους Ταλιμπάν.

«Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανέναν
κι ούτε κανένας, κι ούτε κανένας, κι ούτε κανένας με γνώριζε…»

Η ιστορία του νεαρού Αφγανού που έκανε το μακρύ και δύσκολο ταξίδι από τη χώρα του μέχρι τη Ρόδο με τα πόδια, με λεωφορεία και μια πλαστική βάρκα…

Που έκανε στάση επτά μηνών στην Τουρκία όπου δούλεψε για να μαζέψει λεφτά και να φτάσει στην ασφάλεια της Ευρώπης,  και τελικά της Ρόδου, είναι πανομοιότυπη μ’ αυτήν περίπου 200.000 Αφγανών που κυνηγημένοι από τους Ταλιμπάν, έφυγαν για να ζήσουν.

Δουλεύει στο κέντρο της πόλης, το βλέμμα του είναι χαμηλωμένο, είναι ευγενής και γι’ αυτά τα δύο χρόνια που ζει στην Ελλάδα, καταλαβαίνεις αρκετά καλά τι σου λέει στα ελληνικά.

Ένα οδοιπορικό της πορείας των προσφύγων από το Αφγανιστάν στη Μυτιλήνη και μετά για τον Άσματ στη Ρόδο, στο προσωρινό Κέντρο Φιλοξενίας στα παλιά Σφαγεία το οποίο ξεκίνησε από μια χώρα χωρίς ελευθερίες, με τις γυναίκες να φοράνε μπούργκα και τους Ταλιμπάν να αλωνίζουν στα εδάφη της.

Από πού ήρθες, πού είναι η οικογένειά σου;
Με λένε Άσματ, είμαι 20 χρόνων, είμαι από το Αφγανιστάν. Ο μεγάλος μου αδελφός είναι κι αυτός στην Ελλάδα, δουλεύει στην Κρήτη, είναι 27 χρόνων. Οι δύο αδελφές μου και ο μικρός μου αδελφός, ζουν στο Αφγανιστάν μαζί με τη μαμά μου. Τον πατέρα μου δεν τον θυμάμαι καλά, τον πήραν οι Ταλιμπάν όταν ήμουνα μικρός.

Γιατί έφυγες από την πατρίδα σου;
Πρώτα έφυγε ο μεγάλος μου αδελφός που τον είχα σαν πατέρα. Όταν μεγάλωσε κι έγινε 17 χρόνων είχε προβλήματα με τους Ταλιμπάν. Τον έψαχναν για να τον σκοτώσουν. Ήρθε στην Ελλάδα πριν 10 χρόνια, έχει χαρτιά, έχει διαβατήριο, είναι νόμιμος. Όταν πήγα κι εγώ 17 χρόνων η μαμά μου είπε: «Τον πατέρα σου τον πήρανε οι Ταλιμπάν όταν ήταν 28 χρονών και δεν ξέρω αν ζει ή τον σκότωσαν. Τον αδελφό σου τον έψαχναν, τώρα που μεγάλωσες θα ψάχνουν κι εσένα. Δεν θέλω να σε σκοτώσουν, φύγε από εδώ…»

Ξέρεις γιατί σας σκοτώνουν οι Ταλιμπάν; Ποιοι είναι οι λόγοι;
Όταν ήμουνα  μικρός δεν καταλάβαινα τι είναι οι Ταλιμπάν, μόνο μπαμ-μπουμ άκουγα όταν έρχονταν στο χωριό. Η περιοχή μου έχει Ταλιμπάν, κατεβαίνουν πότε-πότε από τα βουνά. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί σκοτώνουν, αλλά όταν μπαίνουν στο χωριό δεν βλέπουν ποιος είναι μικρός, ποιος είναι μεγάλος ή αν είναι γυναίκα. Τους σκοτώνουν όλους.

Πότε  ήρθες στην Ελλάδα, πόσο καιρό κράτησε το ταξίδι, πόσο δύσκολο ήταν;
Ήρθα στις 10 Μαρτίου 2016. Ξεκινήσαμε με τα πόδια από το Αφγανιστάν, πότε μπαίναμε σε λεωφορείο, πότε πάλι με τα πόδια. Μέχρι τα σύνορα με το Ιράν κάναμε 40 μέρες για να φτάσουμε. Ξεκινήσαμε 90 άτομα, πολλοί δεν άντεξαν τη ζέστη και την κούραση και πέθαναν. Ήμασταν κι εμείς πολύ κουρασμένοι, δεν μπορούσαμε να τους βοηθήσουμε άλλο. Ήτανε δύσκολα. Πότε περπατούσαμε τη μέρα, πότε τη νύχτα. Αν βλέπαμε ότι δεν περνούσαμε τη μέρα κρυβόμασταν και το κάναμε νύχτα. Αστυνομία και Στρατός μας έκοβαν το δρόμο.

Είχατε μαζί σας και γυναίκες και παιδιά; Τι τρώγατε;
Μόνο τέσσερις-πέντε γυναίκες και μερικά παιδιά. Ήμασταν όλοι από το Αφγανιστάν, λίγοι από το Πακιστάν, τρεις από το Νεπάλ και δύο από το Μπανγκλαντές. Μαζί μας είχαμε από ένα σάκο που είχε μέσα τρόφιμα, αλλά τα περισσότερα χαλούσαν από τη ζέστη και τα πετάγαμε.

Όταν φτάσατε στον Ιράν έγινε καλύτερο το ταξίδι;
Όταν φτάσαμε στο Ιράν, αν είχες λεφτά, έδινες λεφτά κι έπαιρνες νερό. Για ένα μπουκάλι νερό ζητούσαν πέντε ευρώ. Ή έδινες λεφτά και έπαιρνες φαγητό. Ήταν όλα για εμάς πολύ ακριβά. Το να περάσουμε μέσα από το Ιράν ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι. Περπατούσαμε μόνο νύχτα, κοιμόμασταν όπου βρίσκαμε στο δρόμο και στα βουνά, το πρωί είχε πολλή ζέστη.  Ήμασταν πολύ κουρασμένοι. Ήταν φορές που για δύο νύχτες κάναμε μόνο ανηφόρα και για τις άλλες δύο κάναμε μόνο κατηφόρα. Ανεβαίναμε και κατεβαίναμε βουνά. Εκεί πέθαναν οι πιο πολλοί. Ήμασταν κουρασμένοι κι εμείς για να τους βοηθήσουμε. Τα παιδιά ήταν άρρωστα, όλοι ήμασταν άρρωστοι.

Εσύ πού βρήκες τόσα πολλά λεφτά για να δώσεις στους διακινητές να σε φέρουν στην Τουρκία;
Τα λεφτά τα έδωσε ο θείος μου για να είναι ένας ακόμα νέος ζωντανός από την οικογένεια.

Οι διακινητές πώς ήταν;
Σε κάθε σημείο που φτάναμε μας οδηγούσε και άλλος. Δεν ήταν ένας ο διακινητής. Αυτοί όμως είχαν ακουστικά στ’ αυτιά τους και μιλούσαν μεταξύ τους.

Κι έτσι φτάσατε στην Τουρκία!
Μπήκαμε στην Τουρκία και περπατούσαμε πάλι νύχτα. Μετά χωριστήκαμε και μπήκαμε σε λεωφορεία.

Από το σπίτι σου στο Αφγανιστάν μέχρι να φτάσεις στην Τουρκία, πόσο καιρό έκανες;
Δύο μήνες.

Πώς μπήκες στην Ελλάδα;
Εγώ έμεινα στην Τουρκία γιατί δεν είχα άλλα λεφτά να δώσω για να συνεχίσω το ταξίδι. Άλλοι που είχαν συνέχισαν κι έφτασαν μέχρι τη Μυτιλήνη ή και τη Γερμανία κάποιοι. Βρέθηκα στην Κωνσταντινούπολη. Μόνος μου. Δεν είχα λεφτά και δεν ήξερα κανέναν. Έμεινα μόνος μου χωρίς λεφτά στο δρόμο, 15 μέρες. Δεν ήξερα τη γλώσσα, δεν είχα τίποτα. Μέρα, νύχτα έξω. Κάποια μαγαζιά μου δίνανε να φάω και πήγα στα τζαμιά και μου’ δωσαν κι αυτοί.

Πώς έζησες στην Τουρκία;
Βρήκα δουλειά, να πλύνω χαλιά. Δώδεκα ώρες δουλειά την ημέρα, μου δίνανε φαί, να μένω εκεί και λίγα λεφτά. Έμεινα επτά μήνες, μάζεψα λίγα λεφτά, μου έστειλε και ο αδελφός μου από την Κρήτη που δούλευε και περίμενα να μπω σε βάρκα. Όταν ήρθε η σειρά μας ήμασταν μέσα εξήντα άτομα. Μας έβαλαν σωσίβια. Φοβόμουνα, αλλά μας είπαν «έτσι είναι…». Φτάσαμε στη Μυτιλήνη. Μας έδωσαν φαγητό, νερό, έμεινα σε σκηνή. Ήμουν εκεί 20 μέρες και μετά μου έδωσαν χαρτιά για ένα μήνα. Πήγα στην Αθήνα και από εκεί στην Κρήτη, στον αδελφό μου. Δούλεψα μαζί του.

Σε τι δουλειά;
Σε θερμοκήπια. Ντομάτες, αγγούρια, μαρούλι, κουνουπίδι. Δύσκολη δουλειά, ο αδελφός μου την κάνει χρόνια, την ξέρει. Μετά άκουσα κάποιον που είπε ότι θα έρθει στη Ρόδο και είπα να έρθω κι εγώ. Την είδα στο Fb, είναι πολύ όμορφη. Όταν ήρθα έμεινα στα Σφαγεία με τους άλλους πρόσφυγες. Τώρα έχω χαρτιά, άσπρη κάρτα και δουλεύω. Έμενα στα Σφαγεία, μετά βρήκα δουλειά και μετά βρήκα σπίτι. Αν έχεις δουλειά, τα έχεις όλα.

Στο σπίτι μένεις μαζί με άλλους;
Είμαστε τρεις.

Έκανες φίλους εδώ, αυτά τα δύο χρόνια που ζεις στη Ρόδο;
Δεν έχω Έλληνες φίλους ακόμη, αλλά θέλω να κάνω. Θέλω να μείνω στη Ρόδο, εδώ δεν σε κυνηγάει κανείς.

Με τη μαμά σου στο Αφγανιστάν μιλάς, τι σου λέει;
Μιλάω πότε-πότε. Μου λέει «σ’ αγαπώ, πότε θα’ρθεις να σε δω, μια φορά;». Της λέω όταν πάρω διαβατήριο.

*Πηγή: rodiaki.gr, Ροδούλα Λουλουδάκη.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας