Όχι βουτιές στα μυστικά του βάλτου!

2447
μυστικά

Η Πηνελόπη Δέλτα, προγιαγιά του Αντώνη Σαμαρά, ενός πολιτικού που έχτισε καριέρα γύρω από το Μακεδονικό ζήτημα, έχει γράψει ως γνωστόν Τα μυστικά του βάλτου. Μια ιστορία που εκτυλίσσεται γύρω από τη λίμνη των Γιαννιτσών κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων για τη διεκδίκηση του μακεδονικού εδάφους από την παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία. Παραπάνω από ένα αιώνα μετά, συζητάμε ακόμη για το θέμα και ειδικότερα για τη στάση που πρέπει να έχουμε ως αριστερά. Και συζητάμε γιατί από ό,τι φαίνεται αυτό χρειάζεται για να αποφύγουμε τη Σκύλλα του κοσμοπολιτισμού και τη Χάρυβδη ενός ακροδεξιού εθνικισμού. Για να αποφύγουμε, δηλαδή, και σε αυτό το ζήτημα τον εγκλωβισμό λαϊκών μαζών (πόσο μάλλον και μέρους της αριστεράς) εντός αυτού του αστικού διπόλου που προβάλλει πλέον τόσο εγχώρια όσο και διεθνώς. Και αναπτύσσεται στο έδαφος φαινομένων όπως η μεγάλη διεθνής καπιταλιστική κρίση που ξέσπασε το 2008, η κρίση της «παγκοσμιοποίησης» ως ιδεολογικής μορφής εμφάνισης της διεθνοποίησης του κεφαλαίου και ως πλαίσιο συνάρθρωσης των κεφαλαίων διεθνώς και τελικά η σοβαρή όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στο πλαίσιο αυτό.
Σε ποια συνθήκη όμως εξελίσσονται αυτά και πώς συνδέονται με την αναζωπύρωση του Μακεδονικού ζητήματος; Σε αντίθεση με το έτερο γνωστό βιβλίο της Πηνελόπης Δέλτα, το εν λόγω «παραμύθι» έχει όνομα. Τόσο στο διεθνές πεδίο όσο και εγχώρια.
Διεθνώς, το συμπύκνωσε σε δήλωσή του ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Σεργκέι Λαβρόφ: «Για ένα μεγάλο διάστημα οι συνομιλίες για την επίλυση του προβλήματος της ονομασίας των Σκοπίων βρίσκονταν σε μια ημιαδρανή κατάσταση και ενεργοποιήθηκαν μόνο τότε, όταν οι ΗΠΑ αποφάσισαν ότι τα Σκόπια πρέπει να είναι στο ΝΑΤΟ».[1] Στο πλαίσιο του αναπτυσσόμενου ανταγωνισμού ΗΠΑ-Ρωσίας (και ρωσοκινεζικού άξονα ευρύτερα) η ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ προχωρά έναν σχεδιασμό περικύκλωσης της πιο φιλικής προς τη Ρωσία χώρας των Βαλκανίων, της Σερβίας. Το «παραμύθι», λοιπόν, έχει όνομα και αυτό είναι ιμπεριαλισμός. Καμία ειρήνη και καμία φιλία των λαών δεν προωθήθηκε και δεν θα προωθηθεί με λύσεις «εθνικών» ζητημάτων (είτε στην ΠΓΔΜ, είτε στην Κύπρο, είτε στην Παλαιστίνη, είτε στο Κουρδιστάν όπως αποδεικνύεται εσχάτως) με λύσεις που υποβάλλουν το ΝΑΤΟ ή/και η Ε.Ε. ή άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Και ούτε είναι προς το συμφέρον του λαού της ΠΓΔΜ να ενταχθεί στη νατοϊκή και ευρωπαϊκή λυκοσυμμαχία, ούτε φυσικά του ελληνικού λαού να παραμένει σε αυτές. Για εμάς ειδικά, τα πράγματα εξελίσσονται ακόμα πιο επικίνδυνα αφού η πλέον αμερικανόφιλη κυβέρνηση των τελευταίων πολλών χρόνων, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μας προσδένει στον άξονα Ισραήλ-Κύπρου-Αιγύπτου, που προβάλλει ως τοποτηρητής των αμερικανονατοϊκών συμφερόντων στην περιοχή. Κάτι που προμηνύει θύελλες για το μέλλον.
Εγχώρια, ο ΣΥΡΙΖΑ αξιοποιεί αυτόν τον ευρύτερο σχεδιασμό για να δείξει ότι αποτελεί τον πλέον πειθήνιο και αξιόπιστο συνομιλητή των αμερικανονατοϊκών κέντρων. Όπως αντίστοιχα αξιοποιεί την αταλάντευτη και ταχεία εφαρμογή των μνημονίων και της λιτότητας για να προβάλλει ως η πλέον αξιόπιστη πολιτική λύση για την εγχώρια αστική τάξη και το ευρωπαϊκό κέντρο των δανειστών. Ταυτόχρονα όμως το αξιοποιεί έντεχνα στην ευρύτερη προσπάθειά του μετά τον Ιούλη του 2015 να επανανοηματοδοτήσει το δίπολο «αριστερά»-«δεξιά» αποφορτίζοντάς το όσο γίνεται από οποιαδήποτε σχέση με τα ζητήματα των μνημονίων, της λιτότητας, της ρήξης με τους δανειστές και το ευρωσύστημα. Με άλλα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί πλέον μεθοδικά «να μας κάνει Ευρώπη» και στον τρόπο πρόσληψης από τη λαϊκή συνείδηση των όρων αριστερά και δεξιά. Όπου «αριστερά» θα είναι πλέον μια σοσιαλφιλελεύθερη διαχείριση, αλά Μπλαιρ και Σημίτη, που καταργεί το «κοινωνικό κράτος» διατηρώντας μόνο ελάχιστες εγγυήσεις σε ακραίες μορφές φτώχειας για να μην υπάρχει εξαθλίωση και δίνει έμφαση σε κάποια τυπικά αστικά ατομικά δικαιώματα έναντι των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων. Και δεξιά θα είναι ένα μείγμα ακραίου νεοφιλελευθερισμού και σκληρού νεοσυντηρητισμού με εθνικιστικά χαρακτηριστικά. Και φυσικά το κοινωνικό-ταξικό ζήτημα, η επιτροπεία και η ανάγκη ρήξης με τις αστικές πολιτικές και τις διεθνείς ιμπεριαλιστικές συμμαχίες και ολοκληρώσεις θα παραμένουν στο απυρόβλητο θεωρούμενα ως αναμφισβήτητα στοιχεία του αποδεκτού πλαισίου πολιτικής.
Από αυτή τη μέγγενη, τόσο διεθνώς όσο και εγχώρια, επείγει να απεγκλωβιστούμε, να παλέψουμε ώστε να μην κυριαρχήσει πολιτικά, να δώσουμε το δικό μας όνομα στο «παραμύθι». Όποιος δεν το κάνει αυτό θα βρεθεί να παλεύει κάτω από ξένες σημαίες αστικών ρευμάτων και επιλογών σε καιρούς που προβάλλει ως επιτακτικό καθήκον να σηκωθεί ξανά η δική μας σημαία, η σημαία της αριστεράς των αντιιμπεριαλιστικών και αντικαπιταλιστικών ρήξεων και του κοινωνικού μετασχηματισμού. Πόσο μάλλον στη χώρα μας, που μετά την εκρηκτική περίοδο 2010-15 και την ήττα του Ιούλη του 2015 η σημαία που σηκώθηκε δείχνει πεσμένη μαζί με το ηθικό πολλών αγωνιστών και αγωνιστριών, αλλά και ευρύτερου λαϊκού δυναμικού, που έδωσε τη μάχη για έναν άλλον δρόμο για την ελληνική κοινωνία κόντρα σε μνημόνια, λιτότητα και ευρωμονόδρομους. Από εκεί πρέπει να ξαναρχίσουμε με όρους μαζικής και ενωτικής ριζοσπαστικής πολιτικής, με όρους επιμονής στην ανασυγκρότηση κινηματικών αντιστάσεων και ανασύνθεσης των όρων για τη μαζική συγκρότηση μιας νέας ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής αριστεράς. Αλλιώς θα τσαλαβουτάμε δεξιά κι αριστερά, χωρίς στόχο, σχέδιο, σκοπό και μέθοδο. Ακολουθώντας ό,τι κινείται, χωρίς κατανόηση ότι πλέον δεν είμαστε στην περίοδο προ του Ιούλη του 2015, όπου υπήρχε μαζικό και συγκροτημένο αντιμνημονιακό κοινωνικό μπλοκ οπότε (υποτίθεται) απομένει απλώς η «εκπροσώπησή» του. Υπάρχουν πλέον κομμάτια αυτού ατάκτως εριμμένα και είναι στοιχείο κοινωνικής και πολιτικής επιλογής το σε ποια κοιτάς προνομιακά και από πού θα ξαναρχίσεις μια πορεία για μια εκ νέου συγκρότηση ενός ευρύτερου κοινωνικοπολιτικού μπλοκ για την ανατροπή της μνημονιακής επιτροπείας και των ευρωμονόδρομων. Μαθαίνοντας και από την εμπειρία της ήττας και ό,τι αυτή συνεπάγεται σε επίπεδο πολιτικών συμπερασμάτων, επιλογών και προγραμματικών αναγκών.
Όλα αυτά είναι ακόμα πιο επιτακτικά επειδή το εν λόγω «παραμύθι» δεν έχει μόνο όνομα, έχει και δράκο. Και ο δράκος είναι ο αναπτυσσόμενος αντιδραστικός εθνικισμός τόσο στη χώρα μας όσο και ως συνολικότερο κλίμα και σε άλλες γειτονικές χώρες και διεθνώς. Ο αλβανικός εθνικισμός αναπτύσσεται στα Βαλκάνια ενίοτε έχοντας και ευρύτερη έξωθεν στήριξη (Κόσοβο).  Υπάρχει εθνικισμός και στο εσωτερικό της ΠΓΔΜ ως στοιχείο συγκρότησης του σχετικά νέου κράτους. Και φυσικά ο εθνικισμός έχει ορατό πολιτικό φορέα μετά το 2012 στη χώρα μας, τη Χρυσή Αυγή, που έως τώρα αναπτύχθηκε υποτελώς στο ευρύτερο αντιμνημονιακό κοινωνικό μπλοκ που είχε βασικά δημοκρατικό χαρακτήρα με κέντρο τα αιτήματα της λαϊκής κυριαρχίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης κόντρα στις αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις και τη «μεταδημοκρατική» σκλήρυνση του αστικού συστήματος και των παλιότερων πολιτικών εκφραστών του (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ). Όμως, στο έδαφος της ήττας του 2015 υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να εγκολπώσει λαϊκά στρώματα που βιώνουν μια συνθήκη τόσο κοινωνικής όσο και εθνικής ταπείνωσης στο πλαίσιο της μνημονιακής επιτροπείας. Και η συγκυρία ανάδυσης εκ νέου του Μακεδονικού ζητήματος προσφέρει σημαντική ευκαιρία για αυτό.
Δεν είναι τυχαίο ότι είναι η πρώτη στιγμή μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα που νομιμοποιείται η παρουσία της Χρυσής Αυγής στον δρόμο. Τόσο στο επίπεδο της διαδήλωσης όσο και στο επίπεδο των βίαιων επιθέσεων όπου πλέον από τις σπερματικές επιθέσεις σε συγκεκριμένους θύλακες (π.χ. Ασπρόπυργος) πέρασε ξανά στο στάδιο της ανοιχτής φασιστικής δράσης ενάντια σε χώρους με κινηματικό χαρακτήρα (πυρπόληση κατάληψης Libertatia – «ένα υπέροχο κτίριο που επέζησε των ναζί κάηκε απ’ τα εγγόνια τους. Το κτίριο με την ίσως μεγαλύτερη βιβλιοθήκη πολιτικού βιβλίου στην πόλη. Και κάηκε με τις πλάτες όλων όσων συμπορεύτηκαν με τους ναζί», όπως γράφτηκε,[2] απόπειρα επίθεσης στην αντιεθνικιστική συγκέντρωση στην Καμάρα κ.λπ.) και μάλιστα με κραυγαλέα κάλυψη και της αστυνομίας. Ούτε είναι τυχαία η αναζωπύρωση σεναρίων για δημιουργία «σοβαρού» κόμματος της ακροδεξιάς με βαρύνοντα ρόλο του πρώην στρατηγού Φράγκου Φραγκούλη. Και συνολικότερα, υπάρχει ζήτημα αντίστασης στη σοβαρή προσπάθεια συντηρητικής μετατόπισης στο επίπεδο του δημόσιου λόγου και της ιδεολογίας λαϊκών και μικροαστικών στρωμάτων.
Αυτός είναι ο λόγος που δεν αρκούν οι μονομέρειες στην καταδίκη του εθνικισμού και του αλυτρωτισμού, είτε μόνο κάποιας γειτονικής χώρας που αποτελεί πιο σοβαρή πολιτικοϊδεολογική υποχώρηση, αλλά ενίοτε και το αντίστροφο με την καταδίκη μόνο του «δικού μας» εθνικισμού αγνοώντας ή υποτιμώντας τους υπόλοιπους. Και επιπλέον είναι και πολύ σοβαρός λόγος για να μη χωρά κανένα χάϊδεμα των συλλαλητηρίων τύπου Θεσσαλονίκης ακόμα και αν δεν κατέβηκαν μόνο ακροδεξιοί εκεί.[3] Όπως σωστά το έθεσε κάποιος, «δεν ήταν όλοι ακροδεξιοί που κατέβηκαν, αλλά όλοι οι ακροδεξιοί κατέβηκαν». Ο πυρήνας, η ηγεσία, το μεγαλύτερο μέρος του κοινού και σίγουρα ο τόνος, η φυσιογνωμία και οι στόχοι όμως είναι σαφές ότι όχι απλώς χρωματίστηκαν από το χώρο της ευρύτερης δεξιάς και ακροδεξιάς, αλλά σχεδιάστηκαν και καθορίστηκαν από αυτόν μεθοδικά. Δεν εξέφρασε λοιπόν, γενικά και αφηρημένα, κάτι γενικότερο, μια αντίδραση στα μνημόνια και την επιτροπεία. Στον βαθμό που έκανε και αυτό, το έκανε διοχετεύοντάς τη σε εντελώς αντιδραστική κατεύθυνση, που υπονομεύει τελικά και την αποτελεσματική πάλη ενάντια σε αυτά. Και απέναντι σε αυτό πρέπει να σηκώσουμε κινηματικό, πολιτικό και ιδεολογικό τοίχος. Γιατί δεν είναι όλες οι μαζικές κινήσεις ελπιδοφόρες και μπορεί οι λαϊκές μάζες να κινηθούν και αντιδραστικά όπως άλλωστε έγινε και στο έδαφος της ήττας της αριστεράς στον Μεσοπόλεμο. Γιατί σε κάθε σύγκρουση μεταξύ μπλοκ και «στρατών» (κοινωνική, πολιτική, ένοπλη) υπάρχουν και «αθώοι» και «παραπλανημένοι», που πολεμάνε κάτω από ξένες σημαίες. Ποτέ κανείς δεν τους κέρδισε «χαϊδεύοντάς» τους και χωρίς ανοιχτή αντιπαράθεση με αυτές τις ξένες σημαίες. Εργάτες γερμανοί και ιταλοί πολεμούσαν στη Βέρμαχτ και τον ιταλικό κατοχικό στρατό. Το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ, ως γνωστόν, δεν κέρδισαν κάποιους από αυτούς δίνοντας τους γαρύφαλλα και καταγγέλλοντας τον εθνικοανεξαρτησιακό αγώνα από «ταξική» σκοπιά συναδέλφωσης. Τους κέρδισαν σηκώνοντας τη δική τους σημαία, με αταλάντευτη σύγκρουση με τις δυνάμεις κατοχής και τους ντόπιους αντιδραστικούς συνεργάτες τους, εγκαλώντας συνεχώς τα ταξικά αδέλφια μας να έρθουν στο δικό μας στρατόπεδο κόντρα στον φασισμό.
Γιατί πολύ απλά, αυθεντικά λαϊκός πατριωτισμός δεν είναι η στήριξη του ΝΑΙ και των μνημονιακών πολιτικών με κραυγές μόνο για τα «εθνικά» θέματα την ίδια ώρα που χαριεντίζεσαι με όλους όσους καταδυναστεύουν το μέλλον μας (ΣΕΒ, εκκλησιαστική ηγεσία, δανειστές, ΝΑΤΟ, Ε.Ε.). Αυθεντικά λαϊκός πατριωτισμός είναι να παλεύεις για τη λαϊκή κατοικία, για το λαϊκό εισόδημα, για μόνιμη, επαρκώς πληρωμένη δουλειά με αξιοπρεπείς όρους εργασίας, για ελπίδα ώστε να μείνουν και να δημιουργήσουν οι νέοι στον τόπο τους, για έναν άλλο δρόμο για τη λαϊκή πλειονότητα χωρίς κοινωνική εκμετάλλευση και ευρωμνημονιακή επιτροπεία. Όπως εύστοχα γράφτηκε, η αριστερά οφείλει να αναδείξει αυτή τη συζήτηση αφήνοντας τα βαφτίσια για τους «νονούς».[4]


[3] Βλ. και το εύστοχο σχόλιο: Δημήτρης Τσίρκας, «Ακροδεξιά η συγκέντρωση, τα υπόλοιπα είναι “ξέπλυμα”», 3pointmagazine.gr, 22.1.2018.
[4] Παντελής Τσομπανέλλης, «Νατοϊκή Μακεδονία του Βορρά και του Νότου», brigada.gr, 22.1.2018.

1 σχόλιο

  1. Δεν είναι όλες οι μαζικές κινήσεις ελπιδοφόρες?Σωστά,δεν είναι όμως και όλοι οι μικρόκοσμοι ελπιδοφόροι,αγαπημένε μου Χρίστο.Και μάλιστα κινδυνεύουν από προβοκάτορες.Ως προς την Αριστερά,το ταξικό και το εθνικό,ήδη γνωρίζουμε ότι η ελληνική επικράτεια ,πάνω στην οποία η δική μας Αριστερά φιλοδοξεί να κυβερνήσει (και καλά κάνει αλλιώς δεν θα είχε λόγο ύπαρξης),έχει ελαττωθεί κατά λίγες δεκάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα,δίπλα στην Κάλυμνο,de facto.Ως εδώ ας πούμε καλά.Μετά,τί?Αν γινόταν συλλαλητήριο και γι’αυτό,θα το καταδικάζαμε?Η μήπως οι πλατείες ήταν απαλλαγμένες από φασίστες?Μήπως καθαγιάστηκαν επειδή ξεκίνησαν από την Ισπανία?

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας