Η πολιτική που ενέκρινε το 20ό Συνέδριο θα μονιμοποιήσει αυτό το παράδοξο συμπέρασμα: Με ιδεολογικό φλας προς τα αριστερά, το τιμόνι της πραγματικής πολιτικής του ΚΚΕ θα παραμείνει στο πεδίο της «σταθερότητας», της αποφυγής των «τυχοδιωκτισμών», δηλαδή των αναγκαίων πολιτικών πρωτοβουλιών μέσα στην περίοδο βαθιάς κρίσης.
Το 20ό Συνέδριο του ΚΚΕ ενέκρινε ομόφωνα τις Θέσεις της ΚΕ του κόμματος. Νωρίτερα οι Οργανώσεις Βάσης τις είχαν εγκρίνει με ποσοστό 99,3% και οι περιφερειακές προσυνεδριακές συνδιασκέψεις με ποσοστό 99,9%(!). Ο Γραμματέας της ΚΕ παρουσίασε υπερήφανα αυτά τα φαραωνικά ποσοστά, κάνοντας λόγο για «πνεύμα κομουνιστικής αποφασιστικότητας και μαχητικότητας». Τα ποσοστά στην πραγματικότητα εξηγούνται από το σύστημα εκλογής των συνέδρων: Σε διαδοχικές «κρισάρες» το πακέτο υποψηφίων, που πρότεινε η ηγεσία, είχε όλες τις ευκαιρίες να επιβληθεί. Εξηγούνται ακόμα και από την εκκαθάριση κάθε στελέχους που είχε την «τάση» να σηκώσει διαφορετική φωνή, μετά το προηγούμενο 19ο Συνέδριο (Απρίλης 2013).
Όμως το ΚΚΕ εντάσσει πλέον αυτή την παρά φύση «ομοφωνία» –μέσα σε ένα κίνημα και μια κοινωνία που αντιμετωπίζουν τα σπαρακτικά διλλήματα της μνημονιακής εποχής– σε μια νέα αντίληψη για το Κόμμα. Είναι το «Κόμμα παντός καιρού» που αντικαθιστά στη γλώσσα των ηγετικών στελεχών την αναφορά στο «Κόμμα νέου τύπου», στη θεωρητική παράδοση του λενινισμού. Σ’ αυτή την παράδοση είναι κυρίαρχα δύο στοιχεία: Αφενός, το Κόμμα είναι κόμμα «πρωτοπορίας», κόμμα που συνενώνει το τμήμα του κινήματος που έχει ήδη κερδηθεί στο μαρξισμό και παλεύει για τον κομουνισμό. Αφετέρου, όμως, αυτή η «πρωτοπορία» οφείλει να βρίσκεται σε στενή σχέση με το σύνολο της τάξης, να δίνει τη μάχη για να κερδηθεί η πλειοψηφία των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων στην κομουνιστική προοπτική, ξεκινώντας από το σήμερα δοσμένο επίπεδο ανάπτυξης των αγώνων, αλλά και των ιδεών, των εργατών και των δυνάμεων του κινήματος. Γι’ αυτό άλλωστε η αντίληψη του Λένιν για το Κόμμα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη «συγκεκριμένη ανάλυση των συγκεκριμένων συνθηκών», με το αναγκαίο Μεταβατικό Πρόγραμμα και τη μεταβατική πολιτική.
Η καινοτομία του «Κόμματος παντός καιρού» προσφέρει στην ηγετική ομάδα δύο πολύτιμες υπηρεσίες: Αφενός, την ταύτιση του Κόμματος με την ηγεσία του. Αφετέρου, όμως, η καινοτομία αυτή απαλλάσσει την ηγεσία από την υποχρέωση να παρουσιάσει συγκεκριμένο πρόγραμμα και ελέγξιμη πολιτική, ταυτίζοντας τα καθήκοντά της με την υποχρέωση κυρίως να διασφαλίσει τη «συνέχεια» του κόμματος και ειδικά σε καιρούς κρίσης, με τα ενδεχόμενα ανεξέλεγκτων εξελίξεων που «μυρίζουν περιπέτειες».
Η άποψή μας γι’ αυτή την αντίληψη για το Κόμμα είναι ότι πρόκειται για μια συντηρητική στροφή. Το Κόμμα ασφαλώς οφείλει να επιβιώνει, αλλά πάντα σε σχέση με τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις που θέτει το κίνημα. Εξαντλώντας πάντα τα περιθώρια να «τραβήξει» την τάξη προς το ανώτερο εφικτό επίπεδο αντιπαράθεσης, συμμεριζόμενο συχνά τις «περιπέτειες» στις οποίες μπαίνει το κίνημα σε συνθήκες όχι της δικής μας επιλογής. Ας δούμε, όμως, πώς βλέπει αυτή την εξέλιξη ο αντίπαλος.
Ο Μανώλης Κοττάκης, ένας δημοσιογράφος όχι τυχαίος, αλλά βαθιά (πιο βαθιά δε γίνεται) ενταγμένος στη Δεξιά και στο καθεστώς, έγραψε: «Αν θυμηθούμε ποια στάση επέδειξε η Αλέκα Παπαρήγα, όταν κάποιοι επιχειρούσαν να αποσταθεροποιήσουν την πατρίδα μας το 2008, ποια στάση έδειξε ο Κουτσούμπας, όταν ακραία στοιχεία θέλησαν να μπουκάρουν στο Κοινοβούλιο το 2010, αν θυμηθούμε τη στάση του νυν Γραμματέα του ΚΚΕ στη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών αμέσως μετά το δημοψήφισμα και αν, επίσης, θυμηθούμε τη στάση του στις φετινές κινητοποιήσεις, ξέρετε τι θα καταλάβουμε; Ότι σε σύγκριση με ορισμένες δυνάμεις της διαπλοκής που απεργάζονταν την ανωμαλία, οι «σταλινικοί» υπήρξαν παράγοντες σταθερότητας. Δεν έπαιξαν παιχνίδια στις πλάτες της Πατρίδας». Όλες οι υπενθυμίσεις του Μ. Κοττάκη είναι εύστοχες όπως και –δυστυχώς– τα συμπεράσματά του.
Και η πολιτική που ενέκρινε το 20ό Συνέδριο θα μονιμοποιήσει αυτό το παράδοξο συμπέρασμα: Με ιδεολογικό φλας προς τα αριστερά, το τιμόνι της πραγματικής πολιτικής του ΚΚΕ θα παραμείνει στο πεδίο της «σταθερότητας», της αποφυγής των «τυχοδιωκτισμών», δηλαδή των αναγκαίων πολιτικών πρωτοβουλιών μέσα στην περίοδο βαθιάς κρίσης, έστω και αν αυτό οδηγεί στην πραγματικότητα σε μείωση των δυνάμεών του.
Γιατί σε πείσμα του πανηγυρικού κλίματος στο 20ό Συνέδριο, 8 χρόνια μετά το ξέσπασμα της πρωτοφανούς κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού, μετά τη θύελλα των μαζικών αγώνων του 2010-2013, μετά την πρωτοφανή κρίση των αστικών πολιτικών κομμάτων, μετά την «κωλοτούμπα» και την κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, οι δυνάμεις του ΚΚΕ, σε σύγκριση με αυτές που είχε στα 1998-2000, παραμένουν σε στασιμότητα τόσο στο εκλογικό πεδίο όσο και στα συνδικάτα.
Πολιτική
Οι Θέσεις της ΚΕ αναλύουν, σε γενικές γραμμές σωστά, τις διεθνείς εξελίξεις, την κρίση του καπιταλισμού και την όξυνση των ενδοϊμπεραλιστικών αντιθέσεων. Εντοπίζουν το ρεύμα του αστικού ευρωσκεπτικισμού, που στηρίζεται σε δυνάμεις της παραδοσιακής Δεξιάς και της «λαϊκιστικής» ακροδεξιάς, και παίρνουν αποστάσεις από αυτό. Πρόκειται για ένα αυτονόητο καθήκον της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Το ΚΚΕ λέει –και σωστά– ότι χωρίς ευρύτερες αντικαπιταλιστικές ανατροπές, η έξοδος από το ευρώ θα μπορούσε να είναι ένα μελλοντικό εναλλακτικό αστικό σχέδιο. Όμως ξεκινώντας από αυτό, ο Δημ. Κουτσούμπας ισχυρίζεται πλέον στο δημόσιο λόγο ότι γενικά η έξοδος από το ευρώ είναι ένα ανώφελο, είτε και επικίνδυνο, μέτρο για τις εργατικές-λαϊκές δυνάμεις. Και όταν η θέση του αυτή προκαλεί τον ενθουσιασμό των αστικών ΜΜΕ (την ομοβροντία των άρθρων που υπογράμμισαν τον «ρεαλισμό του ΚΚΕ»), επιλέγει να μην απαντά, επιβεβαιώνοντας τη σκέψη ότι στο όνομα της απόρριψης ενός πιθανού μελλοντικού σχεδίου των καπιταλιστών στην Ελλάδα, το ΚΚΕ επιλέγει να αφήνει αναπάντητη τη σήμερα κυρίαρχη αστική επιλογή.
Οι Θέσεις της ΚΕ εντοπίζουν –πάλι σωστά– τον κίνδυνο σοβαρών κρίσεων, ακόμα και μιας πολεμικής σύρραξης στην περιοχή, δείχνοντας με σαφήνεια την όξυνση του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού. Στο πεδίο της θεωρίας, οι «Θέσεις» κάνουν πρωτοφανείς ρήξεις με τη σταλινογενή παράδοση: Ορίζουν τον χαρακτήρα μιας τέτοιας σύγκρουσης ως «ιμπεριαλιστικό», ανεξάρτητα από τα συγκυριακά επεισόδια και μορφές που αυτή μπορεί να πάρει (αφορμές για τη σύγκρουση, ποιος θα επιτεθεί πρώτος κλπ). Ορίζουν, στο θεωρητικό πεδίο, τα καθήκοντα σε ένα τέτοιο πολεμικό ενδεχόμενο ως «συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα», επαναφέροντας στην κομματική νομιμότητα το εμβληματικό σύνθημα της αντιπολεμικής Αριστεράς στην αυγή του 20ού αιώνα: «στην ίδια μας τη χώρα είναι ο εχθρός, η αστική τάξη».
Όμως τι γίνεται στο πεδίο της πραγματικής πολιτικής; Πώς προετοιμάζει το ΚΚΕ τον κόσμο του σήμερα για μια τέτοια προοπτική; Τις απαντήσεις δίνει πάλι ο Δημ. Κουτσούμπας στο δημόσιο λόγο του: Αφού ορίζει τα ζητήματα «κυριαρχίας» ως αμυντικά, ως θέματα για τα οποία ο λαός οφείλει να πολεμήσει, διευρύνει τα θέματα «κυριαρχίας» στα όρια που θέτει ο παραδοσιακός ελληνικός εθνικισμός: Το Αιγαίο ως κλειστή ελληνική θάλασσα (επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια, κυριαρχία επί του συνόλου των βραχονησίδων, κάλυψη της στρατιωτικοποίησης των νησιών κ.ο.κ.), κάνει αναφορές σε κίνδυνο από τον «αλυτρωτισμό» της ΠΓΔΜ, κάνει αναφορές σε κίνδυνο από κάποια «σχέδια» για Μεγάλη Αλβανία κ.ο.κ. Με ανάλογες θέσεις προετοιμάζεται κανείς (και προετοιμάζει τον κόσμο του) για πόλεμο και όχι για «πόλεμο κατά του πολέμου»…
Εντύπωση προκαλεί το πόσο στην εσωτερική συζήτηση του ΚΚΕ έχει «ανέβει» η συζήτηση για τα ζητήματα της ιστορίας του κόμματος. Παραδοσιακά στο ΚΚΕ, η συζήτηση για την ιστορία αφορά πάντα τη συζήτηση για τη σημερινή πολιτική και κυρίως για τις συμμαχίες του κόμματος. Στην ομιλία με την οποία έκλεισε το 20ό Συνέδριο, ο Δημ. Κουτσούμπας επέλεξε να επιτεθεί κυρίως –αν όχι αποκλειστικά– στη ΛΑΕ, στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στην Πλεύση Ελευθερίας. Αποδεικνύοντας έτσι, ότι το κόμμα του σκοπεύει να συνεχίσει να απορρίπτει κάθε προοπτική ενότητας στη δράση, μέσα σε μια κοινωνική και πολιτική συγκυρία που το ίδιο το κόμμα την περιγράφει ως εξαιρετικά δύσκολη. Που σημαίνει ότι δεν σκοπεύει να αντιμετωπίσει στην πράξη τις προκλήσεις αυτής της συγκυρίας, παλεύοντας όπως κάθε «κόμμα παντός καιρού», κυρίως για την αναπαραγωγή της δύναμής του.
*Αναδημοσίευση από την “Εργατική Αριστερά”, φ. 382
Όμως το ΚΚΕ εντάσσει πλέον αυτή την παρά φύση «ομοφωνία» –μέσα σε ένα κίνημα και μια κοινωνία που αντιμετωπίζουν τα σπαρακτικά διλλήματα της μνημονιακής εποχής– σε μια νέα αντίληψη για το Κόμμα. Είναι το «Κόμμα παντός καιρού» που αντικαθιστά στη γλώσσα των ηγετικών στελεχών την αναφορά στο «Κόμμα νέου τύπου», στη θεωρητική παράδοση του λενινισμού. Σ’ αυτή την παράδοση είναι κυρίαρχα δύο στοιχεία: Αφενός, το Κόμμα είναι κόμμα «πρωτοπορίας», κόμμα που συνενώνει το τμήμα του κινήματος που έχει ήδη κερδηθεί στο μαρξισμό και παλεύει για τον κομουνισμό. Αφετέρου, όμως, αυτή η «πρωτοπορία» οφείλει να βρίσκεται σε στενή σχέση με το σύνολο της τάξης, να δίνει τη μάχη για να κερδηθεί η πλειοψηφία των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων στην κομουνιστική προοπτική, ξεκινώντας από το σήμερα δοσμένο επίπεδο ανάπτυξης των αγώνων, αλλά και των ιδεών, των εργατών και των δυνάμεων του κινήματος. Γι’ αυτό άλλωστε η αντίληψη του Λένιν για το Κόμμα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη «συγκεκριμένη ανάλυση των συγκεκριμένων συνθηκών», με το αναγκαίο Μεταβατικό Πρόγραμμα και τη μεταβατική πολιτική.
Η καινοτομία του «Κόμματος παντός καιρού» προσφέρει στην ηγετική ομάδα δύο πολύτιμες υπηρεσίες: Αφενός, την ταύτιση του Κόμματος με την ηγεσία του. Αφετέρου, όμως, η καινοτομία αυτή απαλλάσσει την ηγεσία από την υποχρέωση να παρουσιάσει συγκεκριμένο πρόγραμμα και ελέγξιμη πολιτική, ταυτίζοντας τα καθήκοντά της με την υποχρέωση κυρίως να διασφαλίσει τη «συνέχεια» του κόμματος και ειδικά σε καιρούς κρίσης, με τα ενδεχόμενα ανεξέλεγκτων εξελίξεων που «μυρίζουν περιπέτειες».
Η άποψή μας γι’ αυτή την αντίληψη για το Κόμμα είναι ότι πρόκειται για μια συντηρητική στροφή. Το Κόμμα ασφαλώς οφείλει να επιβιώνει, αλλά πάντα σε σχέση με τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις που θέτει το κίνημα. Εξαντλώντας πάντα τα περιθώρια να «τραβήξει» την τάξη προς το ανώτερο εφικτό επίπεδο αντιπαράθεσης, συμμεριζόμενο συχνά τις «περιπέτειες» στις οποίες μπαίνει το κίνημα σε συνθήκες όχι της δικής μας επιλογής. Ας δούμε, όμως, πώς βλέπει αυτή την εξέλιξη ο αντίπαλος.
Ο Μανώλης Κοττάκης, ένας δημοσιογράφος όχι τυχαίος, αλλά βαθιά (πιο βαθιά δε γίνεται) ενταγμένος στη Δεξιά και στο καθεστώς, έγραψε: «Αν θυμηθούμε ποια στάση επέδειξε η Αλέκα Παπαρήγα, όταν κάποιοι επιχειρούσαν να αποσταθεροποιήσουν την πατρίδα μας το 2008, ποια στάση έδειξε ο Κουτσούμπας, όταν ακραία στοιχεία θέλησαν να μπουκάρουν στο Κοινοβούλιο το 2010, αν θυμηθούμε τη στάση του νυν Γραμματέα του ΚΚΕ στη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών αμέσως μετά το δημοψήφισμα και αν, επίσης, θυμηθούμε τη στάση του στις φετινές κινητοποιήσεις, ξέρετε τι θα καταλάβουμε; Ότι σε σύγκριση με ορισμένες δυνάμεις της διαπλοκής που απεργάζονταν την ανωμαλία, οι «σταλινικοί» υπήρξαν παράγοντες σταθερότητας. Δεν έπαιξαν παιχνίδια στις πλάτες της Πατρίδας». Όλες οι υπενθυμίσεις του Μ. Κοττάκη είναι εύστοχες όπως και –δυστυχώς– τα συμπεράσματά του.
Και η πολιτική που ενέκρινε το 20ό Συνέδριο θα μονιμοποιήσει αυτό το παράδοξο συμπέρασμα: Με ιδεολογικό φλας προς τα αριστερά, το τιμόνι της πραγματικής πολιτικής του ΚΚΕ θα παραμείνει στο πεδίο της «σταθερότητας», της αποφυγής των «τυχοδιωκτισμών», δηλαδή των αναγκαίων πολιτικών πρωτοβουλιών μέσα στην περίοδο βαθιάς κρίσης, έστω και αν αυτό οδηγεί στην πραγματικότητα σε μείωση των δυνάμεών του.
Γιατί σε πείσμα του πανηγυρικού κλίματος στο 20ό Συνέδριο, 8 χρόνια μετά το ξέσπασμα της πρωτοφανούς κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού, μετά τη θύελλα των μαζικών αγώνων του 2010-2013, μετά την πρωτοφανή κρίση των αστικών πολιτικών κομμάτων, μετά την «κωλοτούμπα» και την κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, οι δυνάμεις του ΚΚΕ, σε σύγκριση με αυτές που είχε στα 1998-2000, παραμένουν σε στασιμότητα τόσο στο εκλογικό πεδίο όσο και στα συνδικάτα.
Πολιτική
Οι Θέσεις της ΚΕ αναλύουν, σε γενικές γραμμές σωστά, τις διεθνείς εξελίξεις, την κρίση του καπιταλισμού και την όξυνση των ενδοϊμπεραλιστικών αντιθέσεων. Εντοπίζουν το ρεύμα του αστικού ευρωσκεπτικισμού, που στηρίζεται σε δυνάμεις της παραδοσιακής Δεξιάς και της «λαϊκιστικής» ακροδεξιάς, και παίρνουν αποστάσεις από αυτό. Πρόκειται για ένα αυτονόητο καθήκον της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Το ΚΚΕ λέει –και σωστά– ότι χωρίς ευρύτερες αντικαπιταλιστικές ανατροπές, η έξοδος από το ευρώ θα μπορούσε να είναι ένα μελλοντικό εναλλακτικό αστικό σχέδιο. Όμως ξεκινώντας από αυτό, ο Δημ. Κουτσούμπας ισχυρίζεται πλέον στο δημόσιο λόγο ότι γενικά η έξοδος από το ευρώ είναι ένα ανώφελο, είτε και επικίνδυνο, μέτρο για τις εργατικές-λαϊκές δυνάμεις. Και όταν η θέση του αυτή προκαλεί τον ενθουσιασμό των αστικών ΜΜΕ (την ομοβροντία των άρθρων που υπογράμμισαν τον «ρεαλισμό του ΚΚΕ»), επιλέγει να μην απαντά, επιβεβαιώνοντας τη σκέψη ότι στο όνομα της απόρριψης ενός πιθανού μελλοντικού σχεδίου των καπιταλιστών στην Ελλάδα, το ΚΚΕ επιλέγει να αφήνει αναπάντητη τη σήμερα κυρίαρχη αστική επιλογή.
Οι Θέσεις της ΚΕ εντοπίζουν –πάλι σωστά– τον κίνδυνο σοβαρών κρίσεων, ακόμα και μιας πολεμικής σύρραξης στην περιοχή, δείχνοντας με σαφήνεια την όξυνση του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού. Στο πεδίο της θεωρίας, οι «Θέσεις» κάνουν πρωτοφανείς ρήξεις με τη σταλινογενή παράδοση: Ορίζουν τον χαρακτήρα μιας τέτοιας σύγκρουσης ως «ιμπεριαλιστικό», ανεξάρτητα από τα συγκυριακά επεισόδια και μορφές που αυτή μπορεί να πάρει (αφορμές για τη σύγκρουση, ποιος θα επιτεθεί πρώτος κλπ). Ορίζουν, στο θεωρητικό πεδίο, τα καθήκοντα σε ένα τέτοιο πολεμικό ενδεχόμενο ως «συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα», επαναφέροντας στην κομματική νομιμότητα το εμβληματικό σύνθημα της αντιπολεμικής Αριστεράς στην αυγή του 20ού αιώνα: «στην ίδια μας τη χώρα είναι ο εχθρός, η αστική τάξη».
Όμως τι γίνεται στο πεδίο της πραγματικής πολιτικής; Πώς προετοιμάζει το ΚΚΕ τον κόσμο του σήμερα για μια τέτοια προοπτική; Τις απαντήσεις δίνει πάλι ο Δημ. Κουτσούμπας στο δημόσιο λόγο του: Αφού ορίζει τα ζητήματα «κυριαρχίας» ως αμυντικά, ως θέματα για τα οποία ο λαός οφείλει να πολεμήσει, διευρύνει τα θέματα «κυριαρχίας» στα όρια που θέτει ο παραδοσιακός ελληνικός εθνικισμός: Το Αιγαίο ως κλειστή ελληνική θάλασσα (επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια, κυριαρχία επί του συνόλου των βραχονησίδων, κάλυψη της στρατιωτικοποίησης των νησιών κ.ο.κ.), κάνει αναφορές σε κίνδυνο από τον «αλυτρωτισμό» της ΠΓΔΜ, κάνει αναφορές σε κίνδυνο από κάποια «σχέδια» για Μεγάλη Αλβανία κ.ο.κ. Με ανάλογες θέσεις προετοιμάζεται κανείς (και προετοιμάζει τον κόσμο του) για πόλεμο και όχι για «πόλεμο κατά του πολέμου»…
Εντύπωση προκαλεί το πόσο στην εσωτερική συζήτηση του ΚΚΕ έχει «ανέβει» η συζήτηση για τα ζητήματα της ιστορίας του κόμματος. Παραδοσιακά στο ΚΚΕ, η συζήτηση για την ιστορία αφορά πάντα τη συζήτηση για τη σημερινή πολιτική και κυρίως για τις συμμαχίες του κόμματος. Στην ομιλία με την οποία έκλεισε το 20ό Συνέδριο, ο Δημ. Κουτσούμπας επέλεξε να επιτεθεί κυρίως –αν όχι αποκλειστικά– στη ΛΑΕ, στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στην Πλεύση Ελευθερίας. Αποδεικνύοντας έτσι, ότι το κόμμα του σκοπεύει να συνεχίσει να απορρίπτει κάθε προοπτική ενότητας στη δράση, μέσα σε μια κοινωνική και πολιτική συγκυρία που το ίδιο το κόμμα την περιγράφει ως εξαιρετικά δύσκολη. Που σημαίνει ότι δεν σκοπεύει να αντιμετωπίσει στην πράξη τις προκλήσεις αυτής της συγκυρίας, παλεύοντας όπως κάθε «κόμμα παντός καιρού», κυρίως για την αναπαραγωγή της δύναμής του.
*Αναδημοσίευση από την “Εργατική Αριστερά”, φ. 382