Το βαθύ ρήγμα Βορρά – Νότου αναστατώνει την Ευρωζώνη

αμερική

Στην εποχή των ακραίων πολιτικών φαινομένων που διανύουμε, η Ευρώπη δεν μπορεί να υπολογίζει σε ανέμελα καλοκαίρια. Το 2015 ήταν το ελληνικό ψυχόδραμα, που κορυφώθηκε τη νύχτα της 12ης προς 13η Ιουλίου, οπότε ο Αλέξης Τσίπρας πήγε στις Βρυξέλλες με το «Οχι» του δημοψηφίσματος και έφυγε με το «Ναι» στο τρίτο μνημόνιο. Τον Ιούνιο του 2016 ήρθε το μέγα σοκ του Brexit ύστερα από ένα άλλο δημοψήφισμα σε μια άλλη, πολύ ισχυρότερη χώρα. Μεσολάβησε το περυσινό, σύντομο καλοκαίρι της αισιοδοξίας, ύστερα από τη νίκη του ευρωπαϊστή Εμανουέλ Μακρόν στη Γαλλία, για να έρθουμε στη φετινή αναγγελία θυέλλης από την Ιταλία, που επανέφερε στο προσκήνιο τα υπαρξιακά άγχη για το μέλλον της Ενωσης. Οπως έγραψαν, παραφράζοντας τον Οσκαρ Ουάιλντ, οι Financial Times: Tο να χάσει η Ε.Ε. ένα σημαντικό μέλος μπορεί να αποδοθεί σε κακή τύχη, το να χάσει και δεύτερο απανωτά προδίδει απερισκεψία.

Οι προκλήσεις

Ο μήνας που διανύουμε μπορεί να αποδειχθεί ο πιο κρίσιμος για την τύχη του ευρωπαϊκού εγχειρήματος μετά την καθιέρωση του κοινού νομίσματος. Εκτός από την Ιταλία, σε αχαρτογράφητα νερά βρίσκεται και η Ισπανία ύστερα από την πτώση της κυβέρνησης Ραχόι με καταλύτη την καταδίκη 29 στελεχών του κυβερνώντος Λαϊκού Κόμματος σε 351, αθροιστικά, χρόνια φυλάκισης για οικονομικά σκάνδαλα. Αν συνυπολογιστεί η ελληνική εκκρεμότητα, που πρέπει να επιλυθεί στη Σύνοδο Κορυφής στις 28-29 Ιουνίου, το μεγάλο σεισμογενές ρήγμα του ευρωπαϊκού Νότου εμφανίζεται και πάλι απειλητικό. Προσθέστε σε όλα αυτά την απειλή ανοιχτού εμπορικού πολέμου με τις ΗΠΑ ύστερα από την απόφαση Τραμπ για δασμούς στο αλουμίνιο και στον χάλυβα, και έχετε την εικόνα της τέλειας καταιγίδας.

Βραχυπρόθεσμα, οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ε.Ε. φαίνονται διαχειρίσιμες. Η σύγκρουση με τις ΗΠΑ είναι επί του παρόντος περιορισμένη, καθώς ο Τραμπ δεν έθιξε στρατηγικής σημασίας ευρωπαϊκές εξαγωγές, όπως στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας, κάτι που θα ανάγκαζε τις Βρυξέλλες να ανταποδώσουν τα ίσα με σκληρά μέτρα κατά των αμερικανικών πολυεθνικών στο πεδίο της ψηφιακής οικονομίας. Στην Ισπανία, ο σοσιαλιστής Πέδρο Σάντσεθ, που αναλαμβάνει την πρωθυπουργία, είναι πεισμένος ευρωπαϊστής, όπως είναι και οι Ciudadanos, το νέο κόμμα που φιλοδοξεί να υπερσκελίσει το Ρ.Ρ. στον χώρο της Κεντροδεξιάς. Οσο για το μεγαλύτερο των προβλημάτων, την Ιταλία, ο σχηματισμός κυβέρνησης υπό τον καθηγητή Τζουζέπε Κόντε καθησύχασε τις αγορές. Λέγκα και 5 Αστέρια αναγκάστηκαν να θυσιάσουν τον Πάολο Σαβόνα, που ήταν κόκκινο πανί για τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο λόγω της αντίθεσής του στο ευρώ, αναθέτοντας το υπουργείο Οικονομικών στον πιο αποδεκτό Τζοβάνι Τρία.

Μεσοπρόθεσμα, όμως, η εικόνα διαγράφεται περισσότερο προβληματική. Στην Ισπανία, ο Σάντσεθ θα ηγηθεί κυβέρνησης ασθενέστατης μειοψηφίας, καθώς οι Σοσιαλιστές έχουν μόνο 84 βουλευτές, ενώ χρειάζονται τουλάχιστον 176 για να κυβερνήσουν. Για όσο διάστημα παραμείνουν στην εξουσία, θα υποχρεούνται να στηρίζονται στην ανοχή όχι μόνο των Podemos και της Αριστεράς, αλλά και των εθνικιστικών κομμάτων των Καταλανών και των Βάσκων, τη στιγμή μάλιστα που η μεγάλη πληγή της Καταλωνίας παραμένει ανοιχτή. Με αυτά τα δεδομένα, οι πρόωρες εκλογές βρίσκονται ήδη στην ημερήσια διάταξη και η προοπτική παρατεταμένης κυβερνητικής αστάθειας διαγράφεται στον ορίζοντα.
Εξίσου ασταθής εμφανίζεται η νέα κυβέρνηση της Ιταλίας. Η ξενοφοβική Λέγκα, με τον κοινωνικό της πυρήνα στη μικρή και μεσαία αστική τάξη του πλούσιου Βορρά και τα 5 Αστέρια, που στηρίζονται κυρίως στα λαϊκά στρώματα του φτωχότερου Νότου, είχαν κάκιστες σχέσεις μέχρι τις εκλογές του Μαρτίου και η ευκαιριακή τους σύμπραξη θεωρείται εύθραυστη.

Κίνδυνος ντόμινο

Το κυριότερο, η νέα κυβέρνηση θα είναι πολύ περισσότερο διεκδικητική έναντι των Βρυξελλών και του Βερολίνου – άλλωστε ο Σαβόνα μπορεί να μην έγινε υπουργός Οικονομικών, αλλά θα αναλάβει το υπουργείο Ευρωπαϊκών Υποθέσεων.

Οι ιθύνοντες της Ε.Ε. γνωρίζουν καλά ότι η Ιταλία δεν είναι Ελλάδα. Η τρίτη οικονομία της Ευρωζώνης και όγδοη του κόσμου έχει δεκαπλάσιο ΑΕΠ του ελληνικού, μεγαλύτερο και από εκείνο της Ρωσίας. Το αστρονομικό χρέος της, γύρω στα 2,3 τρισ. ευρώ, την καθιστά πολύ μεγάλη για να διασωθεί, αλλά και πολύ μεγάλη για να χρεοκοπήσει χωρίς να παρασύρει τις γαλλικές και τις γερμανικές τράπεζες, τελικά το ίδιο το ευρώ. Ολα αυτά της δίνουν πολλά διαπραγματευτικά όπλα. Ακόμη περισσότερο που διαθέτει τα τρίτα μεγαλύτερα αποθέματα χρυσού στον κόσμο, εμπορικό πλεόνασμα και ισχυρή, παρά τα πλήγματα που έχει υποστεί, εξαγωγική βιομηχανία.

Σε κάθε περίπτωση, η ιταλική κρίση έφερε και πάλι στο προσκήνιο το τεκτονικό ρήγμα Βορρά-Νότου που απειλεί να διαρρήξει την Ευρωζώνη. Οι χειρισμοί του προέδρου Σέρτζιο Ματαρέλα μεταφράστηκαν από πολλούς Ιταλούς ως συνταγματικό πραξικόπημα καθ’ υπόδειξη του Βερολίνου. Την εντύπωση αυτή ενίσχυσε η εξοργιστική παρέμβαση του Γερμανού επιτρόπου Γκίντερ Ετινγκερ, ο οποίος ευχήθηκε δημοσίως να τιμωρήσουν αγρίως οι αγορές τους Ιταλούς, ώστε να μάθουν να μην ψηφίζουν «λαϊκιστές» της Δεξιάς ή της Αριστεράς. Λίγες ώρες μετά την υπέρβαση του κυβερνητικού αδιεξόδου στη Ρώμη, ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ εξόργισε τους Ιταλούς όταν τους κάλεσε να δουλεύουν περισσότερο και να είναι λιγότερο διεφθαρμένοι, αναβιώνοντας ρατσιστικά στερεότυπα που μέχρι πρότινος είχαν ξεχαστεί ακόμη και από τις ναυαρχίδες του λαϊκιστικού, γερμανικού Τύπου, όπως η Bild.

Γερμανικό δίλημμα

Θα μπορούσαν άραγε οι εξελίξεις αυτές να σηματοδοτήσουν μια ευνοϊκή, για την Ελλάδα, θερινή συναστρία; Αυτό φαίνεται να σκέφτονται ορισμένοι στην Αθήνα, υποστηρίζοντας ότι η Γερμανία βρίσκεται υπό διπλή πίεση – από τον Τραμπ για να μειώσει το θηριώδες πλεόνασμά της και από τις εξελίξεις στον Νότο, ιδίως την Ιταλία, για κάποια χαλάρωση στο χρέος και τη δημοσιονομική πειθαρχία. Επί του παρόντος, τίποτα δεν δικαιώνει αυτές τις προσδοκίες. Αντίθετα, η ιταλική κρίση μάλλον ενισχύει την καχυποψία του Βερολίνου απέναντι στον «σπάταλο» Νότο, ενώ η πίεση της ακροδεξιάς AfD δεν ενθαρρύνει καθόλου τη Μέρκελ να αποδεχθεί τις προτάσεις Μακρόν.

Η Ευρώπη είχε μια χρυσή ευκαιρία να διορθώσει τα εγγενή προβλήματα της ΟΝΕ και να προχωρήσει στην πολιτική ενοποίηση γύρω στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Η ζωηρή οικονομική ανάπτυξη της περιόδου εκείνης, όπως και η σχετική ισορροπία μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας καθιστούσαν βιώσιμο ένα παρόμοιο εγχείρημα. Η επιλογή της διεύρυνσης, όμως, έπνιξε αυτές τις ελπίδες εν τη γενέσει τους. Στο σημερινό περιβάλλον της οικονομικής δυσπραγίας, των μεταναστευτικών κυμάτων και των εθνικισμών, παρόμοιες προσπάθειες δεν έχουν καμία τύχη.

*Πηγή: Καθημερινή

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας