Τολμηρή πρωτοβουλία Μπάιντεν για τα εμβόλια

738
Τολμηρή πρωτοβουλία Μπάιντεν

Η απόφαση της κυβέρνησης του Τζο Μπάιντεν να προτείνει την αναστολή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας σε ό,τι αφορά τα εμβόλια κατά της πανδημίας του κορονοϊού χαιρετίσθηκε από τον επικεφαλής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγεσούς, ως “μνημειώδης στιγμή στη μάχη κατά του Covid-19” και ταυτοχρόνως “ισχυρό παράδειγμα της αμερικανικής ηγεσίας στην αντιμετώπιση παγκόσμιων προβλημάτων υγείας”. Στην πραγματικότητα, όμως, μάλλον έχει να κάνει κυρίως με το δεύτερο παρά με το πρώτο…

Η χαλιναγώγηση της πανδημίας μέσω της εντατικοποίησης και διάχυσης της παραγωγής εμβολίων δεν είναι ατυχώς κάτι που μπορεί πραγματικά να επιταχυνθεί, ακόμη και αν υπάρξει συμφωνία των εμπλεκόμενων παικτών στην άρση των πατεντών, που, όπως έδειξε η αρνητική πρώτη αντίδραση της Γερμανίας και της Βρετανίας, κάθε άλλο παρά εξασφαλισμένη είναι.

Σε παλαιότερους καιρούς, διαπραγματεύσεις αυτού του είδους διαρκούσαν πολλούς μήνες, διάστημα εξαιρετικά μεγάλο σε μία συνθήκη κατά την οποία χιλιάδες ζωές απειλούνται μέρα με την ημέρα. Αλλά ακόμη και αν η (προς το παρόν ανεύρετη) συμφωνία προκύψει με διαδικασίες fast track είναι πολλά αυτά που θα πρέπει να αποσαφηνισθούν ως προς το περιεχόμενό της – και ο διάολος, ως γνωστόν, κρύβεται στις λεπτομέρειες.

Το ινδικό “ατύχημα”

Το κυριότερο ερώτημα αφορά το αν η αμερικανική πρόταση περιορίζεται μόνο στα εμβόλια, που δεν συνιστούν το αποκλειστικό όπλο στη μάχη κατά του κορονοϊού, ή περιλαμβάνει και θεραπευτικές μεθόδους, άλλα φαρμακευτικά σκευάσματα, ιατρικό υλικό, διαγνωστικά τεστ κ.ο.κ.

Ακόμη περισσότερο, η απλή αναστολή των πνευματικών δικαιωμάτων (λ.χ. για μία πενταετία) δεν επιλύει το πρόβλημα της έλλειψης της αναγκαίας παραγωγικής δυναμικότητας στις χώρες πέρα από αυτές που ήδη πρωταγωνιστούν στην παραγωγή εμβολίων και της (υποχρεωτικής;) μεταφοράς τεχνογνωσίας που απαιτείται – ιδίως σε ό,τι έχει να κάνει με τα νέα εμβόλια τύπου mRNA όπου η Δύση πρωτοπορεί.

Ακριβώς, άλλωστε, η περιορισμένη παραγωγική δυναμικότητα διεθνώς, η οποία είχε καταστήσει την Ινδία και την Κίνα τα κυριότερα “φαρμακοεργοστάσια” για την παραγωγή εμβολίων παντός τύπου, ασχέτως του κατόχου της “ευρεσιτεχνίας”, ήρθε δραματικά στο προσκήνιο, όταν η δραματική επιδείνωση της πανδημικής κρίσης στη χώρα του Ναρέντρα Μόντι, οδήγησε σε παύση των εξαγωγών, αφήνοντας το Πεκίνο μοναδικό πρωταγωνιστή. Έναν μήνα, δηλαδή, μετά τη συμφωνία των ηγετών ΗΠΑ, Ινδίας, Ιαπωνίας και Αυστραλίας να χρησιμοποιηθούν ένα δισ. εμβόλια ινδικής παραγωγής για την “ανάσχεση” της κινεζικής επιρροής.

Ηχηρό πολιτικό μήνυμα

Με αυτή την έννοια, η πρόταση Μπάιντεν θα πρέπει να ειδωθεί περισσότερο ως ένα ηχηρό πολιτικό μήνυμα απευθυνόμενο στο εξωτερικό, αλλά και το εσωτερικό.

Εγκαταλείποντας (έστω και προσωρινά) την πάγια πολιτική των ΗΠΑ να λειτουργούν στις διεθνείς εμπορικές διαπραγματεύσεις ως ο κατεξοχήν υπέρμαχος του σεβασμού της πνευματικής ιδιοκτησίας, ο Τζο Μπάιντεν πραγματοποιεί μιαν οιονεί αντεπίθεση σε αυτό που έχει ήδη αποκληθεί “διπλωματία των εμβολίων” και είχε φέρει τους Ευρασιάτες ανταγωνιστές της Ουάσινγκτον, Ρωσία και Κίνα, στην προνομιακή θέση να προβάλλουν τη “μαλακή ισχύ” τους ανά τον κόσμο με αλλεπάλληλες συμφωνίες χορήγησης και κυρίως συμπαραγωγής εμβολίων με τρίτες χώρες.

Την ώρα που ο πλανητικός Νότος έσπευδε να προμηθευτεί Sputnik-V και Sinovac η αμερικανική πλευρά στιγματιζόταν στη διεθνή συνείδηση με κινήσεις όπως οι πιέσεις της προς την κυβέρνηση Μπολσονάρου να ακυρώσει τις παραγγελίες εμβολίων από τους “ανταγωνιστές”.

Από αυτή την άποψη η γεωπολιτική παίρνει τώρα το πάνω χέρι απέναντι στην οικονομία και ο στρατηγικός ρόλος του αμερικανικού κράτους να εγγυάται την ευστάθεια της υφιστάμενης διεθνούς αρχιτεκτονικής παραγκωνίζει τα στενά συμφέροντα των εμπλεκόμενων εταιρειών.

Κατάλοιπο προστατευτισμού

Άλλωστε, με την πρότασή του ο Τζο Μπάιντεν εμφανίζεται περισσότερο συνεπής προς την έννοια της ελεύθερης αγοράς, σε σύγκριση με όσους οχυρώνονται πίσω την κατεξοχήν εναπομείνασα μορφή προστατευτισμού των ημερών μας, που είναι τα πνευματικά δικαιώματα. Πόσω μάλλον που το κίνητρο του ιδιώτη να επενδύσει στην έρευνα και καινοτομία δύσκολα μπορεί να ανασυρθεί ως δικαιολογία διατήρησης μονοπωλιακών καταστάσεων στην παρούσα περίπτωση. Και αυτό διότι όχι μόνο υπήρξε γενναία κρατική χρηματοδότηση της έρευνας για την αντιμετώπιση του κορονοϊού (σε 18 δισ. δολάρια ανερχόταν το πρόγραμμα Warp Speed του Ντόναλντ Τραμπ και σε 16. δισ. τα κονδύλια που προορίζει ο Μπάιντεν για αντιπανδημικές δράσεις), αλλά και διότι οι εμπλεκόμενες εταιρείες απηλλάγησαν από κάθε ρίσκο με τη μαζική προαγορά των εμβολίων τους από δημόσιες αρχές, προτού καν ολοκληρωθούν οι κλινικές δοκιμές και υπάρξει αδειοδότηση.

Καταλλήλως προετοιμασμένη η κοινή γνώμη

Την πρότασή του για τα πνευματικά δικαιώματα των εμβολίων ο Τζο Μπάιντεν την επένδυσε, όπως αρμόζει στην αμερικανική δημόσια συζήτηση, με τη γλώσσα της εθνικής ασφάλειας, προβάλλοντας τα ρίσκα, οικονομικά και όχι μόνο, που θα συνεπαγόταν για την Αμερική η λίγο πολύ ανεξέλεγκτη συνέχιση της πανδημίας στις λιγότερο προνομιούχες χώρες του πλανήτη. Ανέλαβε, άλλωστε, την πρωτοβουλία του σε στιγμή κατά την οποία η χώρα του έχει εξασφαλίσει επάρκεια εμβολίων και προχωρά με έναν από τους ταχύτερους ρυθμούς παγκοσμίως το εμβολιαστικό της πρόγραμμα.

Άλλωστε, η αμερικανική κοινή γνώμη είναι καταλλήλως προετοιμασμένη από τις συχνές συλλογικές παρεμβάσεις ακαδημαϊκών, αξιωματούχων, αλλά και δέκα γερουσιαστών (υπό τον Μπέρνι Σάντερς) για την αναστολή των πνευματικών δικαιωμάτων των εμβολίων και ο ίδιος ο Μπάιντεν έχει τώρα την ικανοποίηση να εμφανίζεται ότι εκπληρώνει άλλη μία υπόσχεση που είχε δώσει σχετικά κατά τον προεκλογικό αγώνα.

Το πλήγμα πάντως προς την αμερικανική Big Pharma, η οποία είδε τις μετοχές της να κλυδωνίζονται, είναι ήδη υπολογίσιμο και ενδεχομένως να υποδεικνύει ένα “ξαναμοίρασμα των χαρτιών” της άσκησης (αθέμιτης) επιρροής στην Ουάσινγκτον. Πρόκειται, εξάλλου, για το ισχυρότερο όλων των λόμπι, το οποίο αποσπά πρόσοδο από την αμερικανική οικονομία, εξασφαλίζοντας την εκτίναξη του κόστους υγείας.

Η “επιστροφή του Αϊζενχάουερ”

Σε ευρύτερο πλαίσιο, ωστόσο, το κρίσιμο ερώτημα είναι αν ο ένοικος του Λευκού Οίκου σηματοδοτεί “αλλαγή μοντέλου” και όχι απλώς περιορισμένες διορθωτικές κινήσεις με θετική δημοσιότητα. Λίγο πριν από την πρωτοβουλία του για τα εμβόλια, είχε προηγηθεί η έγκριση του θηριώδους πακέτου τόνωσης των 7 τρισ. δολαρίων και η θέσπιση ελάχιστου ημερομισθίου 15 δολαρίων στον ομοσπονδιακό τομέα, με αποτέλεσμα πολλοί να κάνουν λόγο για επιστροφή στον κεϊνσιανισμό.

Πρόκειται όμως περισσότερο για συνταγή “Αϊζενχάουερ” παρά “Ρούσβελτ”. Η ενίσχυση από το σύμπλεγμα ασφαλείας της έρευνας και τεχνολογίας, με σκοπό τη διατήρηση του τεχνολογικού πλεονεκτήματος της αμερικανικής οικονομίας έναντι της Κίνας, και ταυτόχρονα η “μυώδης” (βλ. νεοψυχροπολεμική) εξωτερική πολιτική, ώστε να μην αμφισβητηθεί η πρωτοκαθεδρία του δολαρίου που χρηματοδοτεί τα ελλείμματα των ΗΠΑ, κατάγονται ως πολιτική από την λαμπρή για την ισχύ της Ουάσινγκτον δεκαετία του ’50.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας