Του Άρη Θαλασσινού
Στην τελική ευθεία μιας προεκλογικής εκστρατείας που αποτέλεσε πραγματική κατάπτωση για τη χώρα που αυτοδιαφημίζεται ως “η ισχυρότερη Δημοκρατία” και εννοεί να διαφεντεύει τον πλανήτη, πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι η Hillary Clinton θα κερδίσει την αναμέτρηση, ίσως και με διαφορά πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που της δίνουν οι δημοσκοπήσεις.
Ουσιαστικά, η Κλίντον δεν είχε αντίπαλο με πραγματικές πιθανότητες να επικρατήσει απέναντί της, σε καμία από τις δύο φάσεις της αναμέτρησης. Στις εσωκομματικές εκλογές των Δημοκρατικών, είχε να αντιμετωπίσει τον Μπέρνι Σάντερς, έναν σοσιαλιστή γερουσιαστή από το μικροσκοπικό Βερμόντ, εξ ορισμού “περιθωριακό” για τα δεδομένα των ΗΠΑ. Το ότι παρόλα αυτά λαχτάρησε, είναι μεν ενδεικτικό του πόσο αντιπαθητική είναι η Κλίντον και η πολιτική που εκφράζει στα μάτια ευρέων κοινωνικών στρωμάτων, αλλά δεν άλλαξε, τελικά, το αποτέλεσμα. Στη συνέχεια, είχε την “τύχη” να βρεθεί απέναντι σε έναν Ρεπουμπλικανό υποψήφιο σαν τον Τραμπ, έναν νεόφυτο πολιτικό, με αποκαρδιωτικήάγνοια βασικών θεμάτων εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής και αυτοχειριαστικό ταμπεραμέντο, τον οποίο δεν είχε κανένα πρόβλημα να κονιορτοποιήσει κατ’ επανάληψη μπροστά στην ανελέητη τηλεοπτική κάμερα.
Πάνω απ’ όλα, η Κλίντον είχε στο πλευρό της, και στις δύο φάσεις του προεκλογικού της αγώνα, όχι μόνο τη Γουόλ Στριτ, της οποίας λειτουργεί ως πολιτικός υπάλληλος, αλλά και το σύνολο των κέντρων εξουσίας, συμπεριλαμβανομένων των μέσων ενημέρωσης. Ούτε μία μεγάλη εφημερίδα, ούτε ένα μεγάλο κανάλι δεν υποστήριξαν τον Σάντερς στην πρώτη φάση ή τον Τραμπ στη δεύτερη, γεγονός πρωτοφανές στα χρονικά των αμερικανικών προεδρικών εκλογών. Και καλά, για τον σοσιαλιστή Σάντερς αυτή η μεροληψία είναι απολύτως κατανοητή, αλλά το να υποστεί ο υποψήφιος κοτζάμ Ρεπουμπλικανικού κόμματος τέτοιο λιντσάρισμα, αυτό αποτελεί κάτι το αξιοπρόσεκτο. Ακόμη και οι σοβαρές, συντηρητικές εφημερίδες περνούσαν στα ψιλά τις σοβαρότατες αποκαλύψεις των Wikileaks για τις σχέσεις δουλείας της Κλίντον με τους μεγιστάνες της Wall Street, για τα διαβόητα email της, ή για τα σκάνδαλα του Ιδρύματος Κλίντον, ενώ ασχολούνταν επί εβδομάδες με τις σεξιστικές περιαυτολογίες που είχε διατυπώσει προ 11 χρόνων ο Τραμπ σε κάποια (παρανόμως υποκλαπείσα) ιδιωτική συζήτηση.
Αυτό που ενόχλησε τα κέντρα εξουσίας δεν ήταν, βέβαια, ούτε ο σεξισμός, ούτε η ξενοφοβία, ούτε η χυδαιότητα του Τραμπ, αλλά το γεγονός ότι αμφισβητούσε, από τη δική του σκοπιά, κάποιες σταθερέςτης κυρίαρχης γραμμής: τη δέσμευση της Αμερικής στην “παγκοσμιοποίηση” και τη συγκρουσιακήγραμμή της έναντι της Ρωσίας. Τις τελευταίες εβδομάδες, οι ναυαρχίδες του αμερικανικού Τύπου εμφάνιζαν τον Τραμπ ως πέμπτη φάλαγγα του Πούτιν, ενώ και η ίδια η Κλίντον δεν δίστασε να τον χαρακτηρίσει, στο τρίτο ντιμπέιτ, “μαριονέτα” του Ρώσου προέδρου, επισφραγίζοντας τη διολίσθηση της Αμερικής σε μια ατμόσφαιρα νεομακαρθισμού, χωρίς κομμουνιστές αυτή τη φορά.
Πολύ φοβόμαστε ότι η νίκη της Κλίντον θα φέρει στο Λευκό Οίκο την πιο επιθετική πρόεδρο της Αμερικής μετά τον Ρόναλντ Ρίγκαν. Την αίσθηση αυτή ενισχύει και το γεγονός ότι σειρά προβεβλημένων νεοσυντηρητικών της εποχής Μπους (Πολ Γούλφοβιτς, Κοντολίζα Ράις κ.ά.) τάχθηκαν, είτε ανοιχτά, είτε υπογείως στο πλευρό της, μαζί με τους μισούς βουλευτές, γερουσιαστές και κυβερνήτες των Ρεπουμπλικανών, που πολεμούσαν τον… δικό τους υποψήφιο! Άλλωστε, είναι πασίγνωστο ότι η Κλίντον υποστήριξε τον πόλεμο του Μπους στο Ιράκ (σε αντίθεση με τον Ομπάμα), πρωτοστάτησε στον πόλεμο που διέλυσε τη Λιβύη και πίεζε τον Ομπάμα για επέμβαση με στόχο την ανατροπή του Άσαντ στη Συρία.
Όλα δείχνουν ότι η Κλίντον εκφράζει τους κύκλους του αμερικανικού συστήματος που θεωρούν ότι ο Ομπάμα υπήρξε υπερβολικά “μαλακός” στη εξωτερική του πολιτική, ειδικά απέναντι στη Ρωσία, παραχωρώντας αδιακαιολόγητα χώρο στους αμφισβητίες της αμερικανικής ηγεμονίας. Αυτοί οι κύκλοι έχουν αποφασιστική επιρροή στο Πεντάγωνο και τη CIA και ήταν εκείνοι που ανατίναξαν την εύθραυστη ρωσοαμερικανική πρωτοβουλία για ειρήνευση στη Συρία, με το βομβαρδισμό του συριακού στρατού από την αμερικανική αεροπορία στο Ντέιρ αλ Ζορ.
Με την αντιρωσική ατμόσφαιρα να έχει αποκτήσει ήδη διαστάσεις υστερίας στην Αμερική, ο ερχομός της Κλίντον στο Λευκό Οίκο θα σηματοδοτήσει μια πολύ σκληρότερη γραμμή και στα δύο βασικά μέτωπα της αντιπαράθεσης, το ουκρανικό και το συριακό. Ειδικά στη Συρία, θεωρούμε πιθανότατη μια ενεργητικότερη αμερικανική εμπλοκή με στόχο την ανάσχεση ή και την ανατροπή του Άσαντ και τον περιορισμό της ρωσικής επιρροής, κάτι που θα πυρακτώσει όχι μόνο την ευρύτερη περιοχή αλλά και τη διεθνή ατμόσφαιρα. Οι Ευρωπαίοι θα πιεστούν αφόρητα να ευθυγραμμιστούν με την αμερικανική, συγκρουσιακή γραμμή, σε βάρος των δικών τους ενεργειακών- οικονομικών συμφερόντων και της όποιας πολιτικής αυτονομίας τους.
Υποψιαζόμαστε επίσης ότι η ελληνική κυβέρνηση δελεάζεται να δει την έλευση της Κλίντον όχι ως κίνδυνο, αλλά ως ευκαιρία, λόγω των προσωπικών διαύλων που είχαν ανοίξει ανάμεσα στον Αλέξη Τσίπρα και το Ιδρυμα Κλίντον, προτού ακόμη ανέβει ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Η εμπειρία της προεδρίας Μπιλ Κλίντον, που σφραγίστηκε από τους πολέμους στη Γιουγκοσλαβία, την υπόθεση Οτσαλάν και τα Ίμια θα ώφειλε να κάνει τους πάντες προσεκτικότερους ή έστω λιγότερο αφελείς. Με τη νέα “σιδηρά κυρία” στην εξουσία, η Αμερική θα απαιτήσει απόλυτη ευθυγράμμιση στην ψυχροπολεμική, αντιρωσική γραμμή και στους νέους πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς της στη γειτονιά μας, με μοναδικό “αντάλλαγμα” να μας πουλήσει κι άλλα αεροπλάνα και φρεγάτες – παρόμοια με εκείνα που θα πουλάει παράλληλα στην Τουρκία, παροξύνοντας τις ήδη επικίνδυνες εντάσεις στο Αιγαίο.