Μικρή εισαγωγή στο μεταφρασμένο άρθρο του Γερμανού ιστορικού Καρλ-Χάιντς Ροτ “Η διπλή ηθική της γερμανικής πολιτικής μνήμης” που ακολουθεί.
Η γονυκλισία του καγκελάριου Βίλλυ Μπραντ στις 7 Δεκεμβρίου 1970 στο Μνημείο της Εξέγερσης του Γκέτο της Βαρσοβίας (1943) ήταν συγκλονιστική και έκανε το γύρο του κόσμου. Η μελέτη των αρχείων του Γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών από τους Καρλ-Χάιντς Ροτ και Χάρτμουτ Ρίμπνερ για το βιβλίο τους «Η οφειλή των επανορθώσεων. Υποθήκες της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα και την Ευρώπη» (2018), έφερε στη δημοσιότητα στοιχεία που θολώνουν την εικόνα αυτής της ταπεινής, συμβολικής χειρονομίας του Μπραντ.
Πριν από το ταξίδι του πολιτικού του SPD στην Πολωνία, εμπειρογνώμονες του γερμανικού ΥΠΕΞ συνέταξαν μια έκθεση σχετικά με το θέμα της αποζημίωσης θυμάτων της γερμανικής ναζιστικής κατοχής στην Πολωνία. Κατέθεσαν πέντε προτάσεις που κυμαίνονταν από μια γενναιόδωρη αποζημίωση μέχρι την πλήρη απόρριψη αυτών της “μηδενικής λύσης”. Σε μυστική συνεδρίαση υπό την προεδρία του Μπραντ αποφασίστηκε τελικά η “μηδενική λύση”. Καμία αποζημίωση για τα θύματα της ναζιστικής τρομοκρατίας στην Ανατολική Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων των επιζώντων και των απογόνων των ηρώων της εξέγερσης του Γκέτο της Βαρσοβίας που ζούσαν ακόμη στην Πολωνία.
Στην Ελλάδα συμβολικές πράξεις αλλά “μηδενική λύση” ζούμε κάθε χρόνο πολλές φορές σε μαρτυρικούς τόπους, όπως στο Δίστομο, στα Καλάβρυτα ή στον Χορτιάτη…
Πρέσβεις, πρόξενοι και άλλοι αξιωματούχοι του Γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών συμμετέχουν στις εκδηλώσεις μνήμης για τους σφαγιασθέντες κατά τη γερμανική κατοχή και καταθέτουν με περισσή ευλάβεια στεφάνια. Οι αποκαλύψεις των παραπάνω ιστορικών, τεκμηριώνουν πως οι συμβολικές αυτές κινήσεις και τα στεφάνια, είναι προμελετημένες και υπαγορευμένες από τη γερμανική πολιτεία. Εντάσσονται στο γενικό σχέδιο της Γερμανίας, να απωθήσει με συμβολισμούς κάθε διαμαρτυρία, πόσο δε, συζήτηση για καταβολή πολεμικών επανορθώσεων και αποζημιώσεων. Η μετάνοια και η διάθεση συμφιλίωσης που υποτίθεται πως εκφράζονται με τους συμβολισμούς, τα στεφάνια και τις ψιθυρισμένες συγνώμες έρχονται να στηρίξουν την στιβαρή άρνηση της Γερμανίας για δικαίωση των θυμάτων.
Ο Βίλλυ Μπραντ γονάτισε στο μνημείο στη Βαρσοβία ως εκπρόσωπος την Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Συνεπώς, η παρουσία στις εκδηλώσεις μνήμης των υπηρετούντων το Γερμανικό κράτος δεν είναι μια ιδιωτική υπόθεση, ούτε πρόκειται για αγνούς απογόνους των θυτών. Δεν παίρνουν μέρος ως ο Χανς, η Μόνικα, ο Γιόχαν ή η Χέλγκα της διπλανής πόρτας, μήτε ως Γερμανοί υποστηρικτές του αγώνα για δικαίωση των θυμάτων. Οι Γερμανοί πρέσβεις, πρόξενοι και άλλοι υπάλληλοι του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εξωτερικών, είναι οι κατεξοχήν εκπρόσωποι του και φορείς της αδιάλλακτης στάσης της Γερμανίας για τις δίκαιες αξιώσεις του λαού μας.
Με κάθε στεφάνι που καταθέτουν, δείχνει η Γερμανία το τίμημα με το οποίο προσπαθεί να συμψηφίσει την υποχρέωση της απέναντι στα θύματα και στο διεθνές δίκαιο για την αποζημίωση των εγκλημάτων πολέμου.
Αλήθεια, σε πόσα στεφάνια αντιστοιχούν οι συντάξεις που πληρώνει ακόμη κάθε μήνα η Γερμανία σε ντόπιους συνεργάτες των Ναζί των δυνάμεων κατοχής; Τον Μάρτιο 2019 το γερμανικό υπουργείο εργασίας πλήρωσε 778.000 ευρώ «αφορολόγητα» (NZZ 26.03.2019), σε 2.000 δικαιούχους σε διάφορες χώρες της Ευρώπης.
Άγνωστο αν, πόσοι και ποιοι συνεργάτες των Ναζί στην Ελλάδα παίρνουν συντάξεις από τη Γερμανία. Τα στοιχεία αυτά και ονόματα πιθανών δικαιούχων τα γνωρίζουν οι γερμανικές αρχές, οι οποίες με πρόσχημα τα προσωπικά δεδομένα, δεν τα δημοσιοποιούν.
Ο Ροτ στο άρθρο του καταλήγει πως ήρθε η ώρα οι συλλογικότητες, φορείς, ενώσεις θυμάτων και διεκδίκησης των γερμανικών πολεμικών επανορθώσεων, να συνειδητοποιήσουν πως η συμμετοχή Γερμανών αξιωματούχων σε εκδηλώσεις μνήμης υπονομεύει τον δίκαιο αγώνα για επανορθώσεις και αποζημιώσεις που έχουν τιτλοποιηθεί βάσει του διεθνούς δικαίου. H παρουσία τους, συνοδευόμενη από συμβολικές πράξεις είναι μέρος των προσπαθειών της Γερμανίας να επιβάλλει τη δική της πολιτική μνήμης στις πρώην κατεχόμενες χώρες.
Ίσως θα έπρεπε οι μαρτυρικοί δήμοι μετά και το αποκαλυπτικό άρθρο του Καρλ-Χάιντς Ροτ να το ξανασκεφτούν αν θα συνεχίσουν να επιτρέπουν να εκπροσωπείται η επίσημη Γερμανία στις εκδηλώσεις μνήμης για τους σφαγιασθέντες από τους Γερμανούς. Ίσως!
Η διπλή ηθική της γερμανικής πολιτικής μνήμης
του Karl-Heinz Roth*
Τα τελευταία χρόνια εξελίχθηκε στη Γερμανία μια υπό κρατική επίβλεψη “κουλτούρα μνήμης”, η οποία όλο και περισσότερο τονίζει τον παραδειγματικό της χαρακτήρα και εξάγεται στις πρώην από το ναζιστικό καθεστώς κατεχόμενες χώρες της Ευρώπης. Για μας η μετάδοση αυτού του πολιτισμικού ιμπεριαλισμού είναι σημαντική κυρίως επειδή είναι μολυσμένη με την αδιάλλακτη άρνηση όλων των αιτημάτων για πολεμικές επανορθώσεις και αποζημιώσεις.
Πως προέκυψε όμως αυτό, ώστε οι ουσιαστικοί υλικοί και πολιτισμικοί ακρογωνιαίοι λίθοι της συλλογικής μνήμης για τα θύματα της γερμανικής πολιτικής εξόντωσης να διαιρεθούν και να ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον; Για να γίνει κατανοητό αυτό το παράξενο φαινόμενο, θα προσπαθήσω να το διευκρινίσω με μερικά παραδείγματα από τις μελέτες μας, που αφορούν την Πολωνία και την Ελλάδα.
1) Τον Δεκέμβριο 1970 ο καγκελάριος Willy Brandt με τη γονυκλισία του μπροστά στο Μνημείο της Εξέγερσης του Γκέτο της Βαρσοβίας επιχείρησε μια χειρονομία ταπεινότητας, η οποία κι εμένα εντυπωσίασε τότε βαθιά. Προσωπικά ο Brandt, που κατά της ναζιστικής περιόδου δραστηριοποιήθηκε στην εξορία ως αντιφασίστας, δεν το είχε ανάγκη. Γονάτισε ενώπιον των θυμάτων ως κορυφαίος πολιτικός εκπρόσωπος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
Πριν μερικά χρόνια, κατά την μελέτη των αρχείων για την έρευνα μας, συνάντησα ξανά τον Brandt. Λίγους μήνες πριν το ταξίδι του στη Βαρσοβία, το υπουργικό συμβούλιο της γερμανικής κυβέρνησης δημιούργησε μια διυπουργική ομάδα εργασίας, η οποία αποσκοπούσε στο να αποσαφηνίσει το ζήτημα των αποζημιώσεων, το οποίο είχε αρχίσει να οξύνεται στo πλαίσιo της «νέας ανατολικής πολιτικής» (Ostpolitik) στις πρώην κατεχόμενες χώρες.
Η έκθεση ήταν έτοιμη λίγο πριν από το ταξίδι του Brandt στη Βαρσοβία και περιείχε πέντε εναλλακτικές λύσεις, που κυμαίνονταν από μια γενναιόδωρη πρωτοβουλία αποζημίωσης έως μια πλήρη απόρριψη («μηδενική λύση»). Τον Μάιο του 1971 σε μια μυστική σύσκεψη υπό την προεδρία του Brandt, αποφασίστηκε η «μηδενική λύση»[1]. Τα θύματα της ναζιστικής τρομοκρατίας στην Ανατολική Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων των επιζώντων και των απογόνων των ηρώων της εξέγερσης του Γκέτο της Βαρσοβίας που ζουν στην Πολωνία, θα έμεναν πάλι με άδεια χέρια[2].
2) Δεκαέξι χρόνια αργότερα, ο καγκελάριος Helmut Kohl κάλεσε με επιστολή του στον Υπουργό Εξωτερικών Hans-Dietrich Genscher να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με την Πολωνία για την κατασκευή ενός γερμανικού μνημείου στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς[3]. Ένα χρόνο αργότερα απέρριψε η Oμοσπονδιακή Kυβέρνηση ένα λεπτομερές διάβημα της Δημοκρατίας της Πολωνίας σχετικά με μια γενναιόδωρη αποζημίωση των ακόμη εν ζωή θυμάτων, της γερμανικής κατοχικής τρομοκρατίας, ιδίως των επιζώντων του στρατοπέδου συγκέντρωσης του Άουσβιτς[4].
3) Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, συνηθίζεται οι Γερμανοί Πρόεδροι της Δημοκρατίας κατά τη διάρκεια των επίσημων επισκέψεων τους στην Ελλάδα να επισκέπτονται μαρτυρικά χωριά και μνημεία για τα θύματα της ναζιστικής τρομοκρατίας, όπως π.χ. το 1987 ο Richard von Weizsäcker, το 2014 ο Joachim Gauck και το 2019 ο Frank Walter Steinmeier[5]. Σ’ αυτές τις επισκέψεις έκαναν εύγλωττες εκκλήσεις για συγχώρεση και συμφιλίωση. Ωστόσο κατά τη διάρκεια των πολιτικών συνομιλιών απέρριπταν ασυμβίβαστα τις απαιτήσεις για επανορθώσεις και αποζημιώσεις που έθεταν προς συζήτηση οι εταίροι τους. Χρησιμοποιούσαν συστηματικά τις οδηγίες που έλαβαν προηγουμένως από τους ειδήμονες του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εξωτερικών.
Πώς εξηγείται αυτή η αντίφαση μεταξύ τελετουργικής συμβολικής πράξης και την ακαμψία μιας πολιτικής ισχύος; Πρόκειται για υποκρισία ή υπάρχει κυνισμός στο παιχνίδι; Ή μήπως πάσχουν οι Γερμανοί πολιτικοί και διπλωμάτες από μια διχασμένη συλλογική συνείδηση, από ένα είδος συλλογικής γνωστικής διάστασης; Αδιαμφισβήτητα αυτή η διπλή ηθική εξυπηρετεί καθαρά υλικά συμφέροντα.
Οι εκπρόσωποι της πολιτικής τάξης εφαρμόζουν τη συμπεριφορά, η οποία κυριαρχεί μεταξύ της συντριπτικής πλειοψηφίας των παιδιών και εγγονών της γενιάς των θυτών και είναι αποτέλεσμα της εξέγερσης της δεκαετίας του 1960, που έχει απαλλαγεί από τις νοοτροπίες της ναζιστικής δικτατορίας. Αυτή η απαλλαγή όμως έχει σαφή καθορισμένα όρια, ιδίως στους πλούσιους κληρονόμους της γενιάς των θυτών. Η επιχειρηματολογία τους είναι σαφής: οι πατεράδες και παππούδες μας διέπραξαν φρικτά εγκλήματα. Αλλά από τους καρπούς των πολιτικών ληστείας και εξόντωσης δεν θέλουμε να δώσουμε τίποτα πίσω, διότι αυτό θα υπονόμευε την υπεροχή μας στην Ευρώπη από οικονομικής, πολιτικής και πολιτιστικής άποψης.
Είναι κατανοητό ότι μια τέτοια καθαρή επίδειξη υλικών συμφερόντων δεν είναι μόνο ακατάλληλη για τη δημόσια συζήτηση. Είναι επίσης δύσκολο να αντιμετωπιστεί από τον εσωτερικό πνευματικό κόσμο και την συλλογική ψυχολογία των φορέων λήψης αποφάσεων και των εκπροσώπων του πολιτικού συστήματος. Αυτό εξηγείται εύκολα. Ακόμη και ένας δημόσιος υπάλληλος, μάνατζερ ή φορέας των μέσων ενημέρωσης, που είναι αφοσιωμένος στους νόμους της πολιτικής ισχύος, θέλει παρά την αδιαλλαξία του στο θέμα των αποζημιώσεων, να μπορεί να δει τον εαυτό του στον καθρέφτη και να παρουσιάζεται ως ένας καλός και ενσυναίσθητος άνθρωπος.
Ωστόσο αυτή η γεφύρωση μεταξύ διαρθρωτικής σκληρότητας και οργάνωσης της φιλανθρωπίας δεν επέρχεται από μόνη της. Χρειάζεται συνδετικούς κρίκους που μπορούν να δημιουργηθούν μόνο στο πλαίσιο συνειδητής δράσης. Ως προς αυτό, οι εμπλεκόμενοι φορείς διδάχτηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’90 μια ιδιοφυή κίνηση που τους βοήθησε πολύ. Απαλλοτρίωσαν τις συλλογικές δράσεις μνήμης ενός εξωθεσμικού κοινωνικού κινήματος, που στη δεκαετία του ΄80 ανακάλυψε εκ νέου τις ομάδες θυμάτων της ναζιστικής πολιτικής λεηλασίας και εξολόθρευσης. Το κίνημα δραστηριοποιήθηκε για την υλική και πολιτισμική αποκατάσταση αυτών των θυμάτων και έθεσε τα θεμέλια για την οικοδόμηση μια αυθεντικής κουλτούρας μνήμης.
Στο πλαίσιο αυτό δημιουργήθηκαν επί τέλους και στη Δυτική Γερμανία καινοτόμα μνημεία και οι ομάδες που τα διαχειρίζονταν ήρθαν σε επαφή με τις ενώσεις των θυμάτων και βετεράνων της Ευρώπης. Ήταν η συνέχεια των πρώτων ερεθισμάτων του ΄68 που επέφερε μια ριζική αλλαγή νοοτροπίας, και αποναζιστικοποίησε οριστικά την γερμανική κοινωνία. Έτσι έγινε επίσης αναφορά στις υλικές ανάγκες ομάδων θυμάτων που ακόμη εξαιρούνταν από τυχόν αποζημιώσεις. Δεν ασχολήθηκαν όμως με την αναγκαιότητα μιας θεμελιώδους αντιμετώπισης της ακόμα κυρίαρχης άρνησης καταβολής επανορθώσεων και αποζημιώσεων.
Αυτή την αδυναμία εντόπισαν οι ειδήμονες του πολιτικού συστήματος και υπεύθυνοι για τη άρνηση της καταβολής πολεμικών επανορθώσεων. Συμμετείχαν όλο και περισσότερο στον προϋπολογισμό και τη χρηματοδότηση των μνημείων και έτσι έθεσαν τα εξωθεσμικά κοινωνικά κινήματα υπό τον θεσμικό έλεγχό τους. Δημιούργησαν θέσεις για νέους ακαδημαϊκούς με κριτικό πνεύμα, εξειδίκευσαν τα προγράμματα των μνημείων (αρχεία βίντεο, ερευνητικά έργα, ντοκιμαντέρ, μουσειακή εκπαίδευση, ανταλλαγές νέων κλπ.) και προώθησαν πολλές νέες δραστηριότητες.
Στη συνέχεια άρχισαν στην εξωτερική πολιτική να κοσμούν τους εαυτούς τους με τα νέα επιτεύγματα της πολιτικής μνήμης. Από δω και πέρα τους χώριζε μόνο ένα βήμα από το να συνδυάσουν τις καινοτόμες πολιτικές μνήμης με εκείνες που εφαρμόστηκαν από τη δεκαετία του 1960, όπως η “εθελοντική” ανθρωπιστική βοήθεια για επιπλέον επιλεγμένες ομάδες θυμάτων καθώς και τη θέσπιση διμερών ιδρυμάτων νεολαίας και “ταμείων συμφιλίωσης”.
Όλες αυτές οι συμβολικές πρακτικές στη συνέχεια εργαλειοποιηθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν ως ένα οικονομικά αποδοτικό υποκατάστατο για την απόρριψη των αξιώσεων για επανορθώσεις και αποζημιώσεις, όπως αυτές έχουν τιτλοποιηθεί βάσει του διεθνούς δικαίου.
Ένα σημαντικό πεδίο πειραματισμού ήταν η Πολωνία όταν το 1991/92 η κυβέρνηση της κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων των “δυο συν τέσσερα”, προσβλήθηκε βάναυσα. Το προσωρινό σημείο τέλους των επανορθώσεων για την Ελλάδα σηματοδοτήθηκε από την ίδρυση του «Ελληνογερμανικού ταμείου για το μέλλον» το 2014 και το “Ελληνογερμανικό Ιδρυμα Νεολαίας” που ιδρύθηκε τρία χρόνια αργότερα και για το οποίο είχε δεσμευτεί ο Ομοσπονδιακός Πρόεδρος Gauck κατά τη διάρκεια της επίσημης επίσκεψης του το 2014.
Οι πόροι του προϋπολογισμού που χρησιμοποιήθηκαν είναι συγκριτικά μικροί. Επαρκούν όμως για την υλοποίηση και επιβολή του αιτήματος του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εξωτερικών για μια κουλτούρα μνήμης γεμάτη γερμανικά χρώματα που καλύπτει ολόκληρο το αρχιπέλαγος της πάλαι ποτέ από τους ναζιστές κυριαρχημένης Ευρώπης. Έτσι πλέον ακόμα και οι πιο σκληροί αρνητές των επανορθώσεων μπορούν να κοιτάξουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη.
Στην κοινωνιολογία και την επιστήμη της ιστορίας, οι μηχανισμοί αυτοί έχουν από καιρό ερευνηθεί με κριτικό πνεύμα[6]. Κυρίως Γάλλοι ιστορικοί έχουν επανειλημμένα επισημάνει την κατάχρηση της πολιτικής της μνήμης και την εργαλειοποίηση της για πολιτικούς σκοπούς[7].
Είναι καιρός να συνειδητοποιήσουν οι διαχειριστικοί φορείς των μνημείων ότι οι κρατικοί χρηματοδότες τους απαλλοτριώνουν και τους εκμεταλλεύονται για δικούς τους σκοπούς. Να εντάξουν λοιπόν στις καθημερινές τους δράσεις τις τεκμηριωμένες αξιώσεις για αποζημίωση των συλλογικοτήτων των θυμάτων και της αντίστασης.
*Ο Καρλ Χάιντς Ροτ είναι γιατρός και ιστορικός. Είναι μέλος του Δ.Σ. του Ιδρύματος Κοινωνικής Ιστορίας του 20ού Αιώνα στη Βρέμη (Stiftung fur Sozialgeschichte des 20. Jahrhunderts). Έχει γράψει πολλά βιβλία, μελέτες και άρθρα για θέματα κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας, ιστορίας της ιατρικής και της επιστήμης του 20ού αιώνα. Στα ελληνικά κυκλοφορούν πολλά βιβλία του με τελευταίο το «Η οφειλή των επανορθώσεων. Υποθήκες της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα και την Ευρώπη» (Εκδόσεις: Ο τόπος μου, Κατερίνη, 2019)
Πηγή: Zeitschrift für Geschichtswissenschaft – 68. Jg., Heft 6 (2020)
Μετάφραση: Τριανταφυλλιά Κωστοπούλου
Επιμέλεια μετάφρασης: Σοφία Γεωργαλλίδη
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Bericht des Interministeriellen Arbeitskreises zur Prüfung der Problematik der Wiedergutmachung im Verhältnis zu den osteuropäischen Staaten, 24./25.11.1970. Auszugsweise reproduziert in der digitalen Dokumentation zu Roth/Rübner, Verdrängt – Vertagt – Zurückgewiesen, Dok. 106.
[2] Roth/Rübner, Verdrängt – Vertagt – Zurückgewiesen, S. 256 f.
[3] Bundeskanzler Kohl an Außenminister Genscher. Gründung einer KZ-Gedenkstätte der BRD in Auscwhitz, 25.7.1986. Abgedruckt als Dokument 217 in: Akten zur deutschen Auswärtigen Politik 1986 (AAPD), S. 1154-1156.
[4] Vorlage des Referats 214 des Auswärtigen Amts für Bundesminister Genscher. Betr. Polnische Widergutmachungsforderungen, 23.6.1987. Politisches Archiv des Auswärtigen Amts (PA AA), B 86, Nr. 2040.
[5] Vgl. hierzu und zum Folgenden Roth/Rübner, Verdrängt – Vertagt – Zurückgewiesen, S. 325 ff
[6] Maurice Halbwachs, Das kollektive Gedächtnis, Frankfurt a.M. 1985; ders. Das Gedächtnis und seine sozialen Bedingungen, Frankfurt a.M. 1985; Jacques Le Goff, Geschichte und Gedächtnis, Frankfurt/New York 1992.
[7] Le Goff, Geschichte und Gedächtnis, S. 126 ff., 134 ff.