Πριν από μερικά χρόνια διαιτολόγοι περιόρισαν το φαγητό που καταβρόχθιζε το μπλε τέρας της εκπαιδευτικής σειράς «Sesame Street» για να στείλουν ένα μήνυμα κατά της παιδικής παχυσαρκίας.
Τώρα ο Ντόναλντ Τραμπ απειλεί να του πάρει και το τελευταίο μπισκοτάκι ψαλιδίζοντας τη χρηματοδότηση της δημόσιας εκπαιδευτικής τηλεόρασης και μαζί τα εναπομείναντα ψίχουλα του κράτους πρόνοιας της δεκαετίας του ’60.
ΕΧΩ ΠΕΡΙΣΣΌΤΕΡΑ ΣΚΟΥΠΊΔΙΑ ΑΠΌ ΌΛΟΥΣ ΣΑΣ DONALD GRUMP (Η ΚΟΎΚΛΑ ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΊΑ ΤΟ «SESAME STREET» ΣΑΤΊΡΙΖΕ ΤΟΝ ΝΤΌΝΑΛΝΤ ΤΡΑΜΠ)
Aρκετά μέσα ενημέρωσης υπονοούσαν τις τελευταίες ημέρες ότι ο Ντόναλντ Τραμπ έχει προσωπικές διαφορές με τις κούκλες του «Sesame Street» (τη σειρά που γνωρίσαμε στην Ελλάδα ως «Σουσάμι Ανοιξε»). Είναι γεγονός, άλλωστε, ότι τις τελευταίες δεκαετίες οι παραγωγοί των εκπομπών έχουν σατιρίσει τρεις φορές τον «πορτοκαλί πρόεδρο» παρουσιάζοντάς τον άλλοτε σαν βασιλιά των σκουπιδιών και άλλοτε σαν αδηφάγο τέρας του Real Εstate.
Οταν, λοιπόν, ο Τραμπ παρουσίασε τα σχέδιά του να περικόψει δραστικά τον προϋπολογισμό της Επιχείρησης Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης, από την οποία χρηματοδοτείται μερικώς και το «Sesame Street», ορισμένοι έσπευσαν να μιλήσουν, αστειευόμενοι, για προσωπική βεντέτα με το Cookie Monster, το μεγάλο κίτρινο πουλί ή τους περίφημους Μπερτ και Ερνι, που πρωταγωνιστούν στη σειρά.
Στην πραγματικότητα το «Sesame Street» είναι θύμα μιας πολιτικής κρατικών περικοπών αλλά και κοινωνικής συντηρητικοποίησης, που ξεκίνησε από τον πρόεδρο Κάρτερ και ολοκληρώνεται επί προεδρίας Τραμπ.
Η σειρά γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’60 ως μια προσπάθεια εκπαιδευτικών, παιδοψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών να χρησιμοποιήσουν, όπως έλεγαν, τα «εθιστικά χαρακτηριστικά της τηλεόρασης» για καλό σκοπό. Με τη συνδρομή του περίφημου Τζιμ Χένσον, που δημιούργησε τα Muppets, δανείστηκαν στοιχεία από τη γλώσσα της τηλεόρασης και τους κανόνες της διαφήμισης για να κρατούν προσηλωμένα τα παιδιά για σχεδόν 60 λεπτά.
Η σειρά απευθυνόταν κυρίως στα παιδιά φτωχών οικογενειών που αντιμετώπιζαν προβλήματα ένταξης στο σχολικό περιβάλλον αλλά και στις μειονότητες μαύρων και ισπανόφωνων που γνώριζαν τον ρατσισμό στις αίθουσες αλλά και στις γειτονιές.
Στρατιές επιστημόνων συνεργάζονταν με επαγγελματίες σκηνοθέτες για να δημιουργήσουν μια εκπαιδευτική τηλεόραση που δεν θα σε μάθαινε απλώς τα χρώματα και την αλφαβήτα αλλά θα έστελνε μηνύματα κατά του ρατσισμού και του σοβινισμού.
Το «Sesame Street» έφτασε σύντομα να εκπροσωπεί όσα απεχθανόταν η αντιδραστική Αμερική. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1970 η Πολιτεία του Μισισίπι απαγόρευσε για ένα μήνα τη μετάδοση της σειράς λόγω του μεγάλου αριθμού μαύρων που εμφανίζονταν.
Μερικές δεκαετίες αργότερα οι κούκλες του Μπερτ και του Ερνι (που κοιμούνται στο ίδιο δωμάτιο) έγιναν σύμβολο για τη ΛΟΑΤ κοινότητα. Το περιοδικό New Yorker μάλιστα γιόρτασε την κατοχύρωση του δικαιώματος γάμου ομοφύλων παρουσιάζοντας τις δύο κούκλες αγκαλιά σε έναν καναπέ (οι παραγωγοί απάντησαν ευγενικά ότι ο Μπερτ και ο Ερνι δεν είναι γκέι -όχι γιατί θα ήταν κακό, αλλά γιατί ως κούκλες δεν έχουν σεξουαλικό προσανατολισμό).
Το προοδευτικό πνεύμα του «Sesame Street» μεταλαμπαδεύτηκε σε αρκετές ακόμη χώρες που μετέδιδαν τοπικές εκδοχές της σειράς, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη Νότια Αφρική, όπου μία από τις κούκλες (η Κάμι) ήταν φορέας του ιού HIV.
Για την ιστορία, τα συγκεκριμένα επεισόδια προκάλεσαν την οργισμένη αντίδραση Ρεπουμπλικάνων γερουσιαστών στις ΗΠΑ αλλά και την άμεση απάντηση του τότε προέδρου Μπιλ Κλίντον και της Unicef, που σκηνοθέτησαν ένα σποτάκι στο οποίο ο Αμερικανός πρόεδρος αγκαλιάζει την Κάμι.
Παρά το γεγονός βέβαια ότι το «Sesame Street» διατήρησε μέχρι τέλους τα προοδευτικά χαρακτηριστικά που συγκινούσαν τη φιλελεύθερη Αμερική, στο πέρασμα του χρόνου έχανε σταδιακά μια άλλη σημαντική ιδιότητα, τη δημόσια χρηματοδότηση.
Αν και στην πραγματικότητα ήταν περισσότερο μια ΣΔΙΤ (Σύμπραξη Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα), αφού συγχρηματοδοτούνταν και από ιδιωτικά κοινωφελή ιδρύματα, καταγράφηκε στο συλλογικό υποσυνείδητο σαν πνευματικό τέκνο της αμερικανικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης.
Ακολουθώντας βέβαια τη νεοφιλελεύθερη πορεία της αμερικανικής οικονομίας, άρχισε να «ιδιωτικοποιείται» από τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Στη δεκαετία του ’90 μάλιστα οι παραγωγοί αναγκάστηκαν να τοποθετήσουν ακόμη και διαφημιστικά μηνύματα κατά τη διάρκεια των εκπομπών, γεγονός το οποίο ο δημιουργός των Muppets, Τζιμ Χένσον, επιχειρούσε να αποτρέψει όσο ήταν στη ζωή.
Η οικονομική ασφυξία με την οποία απειλεί ο Τραμπ τη δημόσια τηλεόραση των ΗΠΑ έρχεται σαν χαριστική βολή στη μάχη που δίνει η οικονομική ελίτ εδώ και χρόνια απέναντι σε όλα τα επιτεύγματα του αμερικανικού κράτους πρόνοιας της δεκαετίας του ’60.
Μεταξύ άλλων, το υπουργικό συμβούλιο του Τραμπ απειλεί τα προγράμματα Medicaid και Medicair (που πρόσφεραν ιατρική κάλυψη σε εκατομμύρια φτωχούς, συνταξιούχους και άτομα με ειδικές ανάγκες από το 1965) αλλά και την Πράξη Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του 1965 (για την κρατική χρηματοδότηση σχολείων).
Στην πυρά οδηγούνται όμως και η Πράξη Μετανάστευσης και Ιθαγένειας του 1965 ενώ υπογείως υπονομεύεται και η Πράξη για τα Δικαιώματα Ψήφου της ίδιας χρονιάς.
Ο Cookie Monster είναι ακόμη ένα θύμα του ταξικού πολέμου που πραγματοποιεί η οικονομική ελίτ των ΗΠΑ παίρνοντας πίσω όσα «μπισκοτάκια» αναγκάστηκε να προσφέρει στις πρώτες δεκαετίες της μεταπολεμικής ανάπτυξης.
*Πηγή: efsyn.gr