Στο Μάντσεστερ, όπως και σε όλο τον κόσμο ξέρουν τον Γκαμπριέλ Ζεζούς. Τον καταλαβαίνουν από το στυλ του, πανηγυρίζουν τα γκολ του, μιμούνται τους πανηγυρισμούς του και μπορούν να ανακαλέσουν τα κατορθώματά του στο Έτιχαντ. Αν ταξιδέψει κανείς ωστόσο στη Βραζιλία και πάει στις εγκαταστάσεις της Παλμέιρας, δεν είναι βέβαιο πως θα καταλάβουν σε ποιον αναφέρεται κάποιος με αυτό το όνομα. Αντ’ αυτού, ξέρουν τον Μπορέλ και τον ξέρουν καλά.
Ποιος είναι ο Μπορέλ; Ακριβώς ο ίδιος άνθρωπος, ο Γκάμπριελ Ζεζούς! «Για μας ήταν πάντα Μπορέλ. “Μπορέλ, να κάνουμε αυτό, “Μπορέλ, να δοκιμάσουμε το άλλο”. Όλοι έτσι τον λέγαμε, οι προπονητές, οι συμπαίκτες του, όλοι», εξομολογείται στο Bleacher Report ο Εράσμο Νταμιάνι, διευθυντής της ακαδημίας της πρώην ομάδας του σταρ της Σίτι.
«Ειλικρινά, δεν είμαι σίγουρος πότε ακριβώς αυτό άλλαξε», συνεχίζει, πλέον όμως ο Μπορέλ έχει «πεθάνει». Πλέον υπάρχει ο πασίγνωστος Γκαμπριέλ Ζεζούς. Τον είχαν ονομάσει Μπορέλ λόγω της ομοιότητάς του με τον τραγουδιστή Νέγκο ντε Μπορέλ, με τον οποίο μάλιστα ήταν και φίλοι.
Παράλληλα όμως, ο Βραζιλιάνος είχε την… τύχη να έχει ως επώνυμο το όνομα «Ιησούς». Ο υπεύθυνος της δημόσιας εικόνας του αποδείχθηκε οξυδερκής, προτείνοντάς του όχι μόνο να μην αλλάξει όνομα, αλλά να αλλάξει νούμερο στη φανέλα. Στην Παλμέιρας φορούσε το «9», το «10» ή το «11», παίζοντας ως επιθετικός. Εκείνος πρότεινε να πάρει το «33». Ο λόγος είναι απλώς ότι ο Χριστός πέθανε σε αυτή την ηλικία. Αν λοιπόν σε λένε Ζεζούς, γιατί να μη φοράς και το… σωστό νούμερο; Η μπράντα του Ζεζούς με το «33» γεννήθηκε και ο «Μπορέλ» πέθανε οριστικά.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΕΛΕ ΣΤΟΝ ΤΙΤΕ
Πελέ, Γκαρίντσα, Ζίκο και πολλοί άλλοι σπουδαίοι Βραζιλιάνοι απέκτησαν ψευδώνυμα με άσχετη αφορμή. Έτσι έγιναν γνωστοί παγκοσμίως και αυτό καταγράφεται ως άλλο ένα στοιχείο της χαλαρότητας, της αθώας λογικής με την οποία κάποτε αντιμετωπιζόταν το άθλημα στη χώρα της σάμπα. Πλέον δεν είναι πως αυτό συναντάται σπάνια. Δεν συναντάται καθόλου.
Στην αποστολή του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2018 η αποστολή του Τίτε δεν περιλάμβανε ούτε έναν παίκτη με παρατσούκλι στις τάξεις της! Ο προπονητής της ονομάστηκε έτσι επειδή ο Λουίς Φελίπε Σκολάρι είχε πει πως το «Άντε», όπως τον φώναζαν από το όνομά του, Αντενόρ Μπάκι, δεν είναι όνομα ποδοσφαιριστή. Έτσι, τον «βάφτισε» Τίτε. Τα χρόνια όμως πέρασαν κι εκείνος, προερχόμενος από μια άλλη εποχή, είχε το δικό του ψευδώνυμο, σε αντίθεση με τους παίκτες του, γεννημένους μάξιμουμ πριν 30-35 χρόνια. Η ειρωνεία είναι μάλλον εμφανής.
Ο μόνος από τις τάξεις της Σελεσάο που φέρει άλλο όνομα στη φανέλα απ’ αυτό με το οποίο είναι καταγεγραμμένος στα μητρώα του κράτους είναι ο στόπερ της Κρουζέιρο, Ντέντε, που χρησιμοποιείται αντί του Άντερσον. Μοιάζει με παρατσούκλι, αλλά δεν είναι το ίδιο με τον Γκαρίντσα, που σημαίνει «μικρό πουλί», ή Καφού, που ονομάστηκε έτσι επειδή θύμιζε τον παλιό δεξιό εξτρέμ Καφουρίνγκα.
Πλέον οι όποιες ευφάνταστες ονομασίες εξαντλούνται σε παίκτες όπως ο Φαμπίνιο, ο Μαρκίνιος, ο Παουλίνιο, με το χαρακτηριστικό «-ίνιο» που σημαίνει «μικρός», ή σε άλλους με όνομα που τελειώνει σε «-αο», που σημαίνει «μεγάλος». Κατά τ’ άλλα, τα ψευδώνυμα των Βραζιλιάνων ποδοσφαιριστών πεθαίνουν στη χώρα.
Ένας από τους σπουδαιότερους παίκτες όλων των εποχών για τη Σάντος, ο Πέπε, που κατέκτησε με την Εθνική Βραζιλίας τα Παγκόσμια Κύπελλα του 1958 και του 1962, εξανίσταται λέγοντας ότι ο βραζιλιάνος πολιτισμός ήταν πάντα χαλαρός, μακριά από τυπικότητες που «βασάνιζαν» τις άλλες χώρες και δεν καταλαβαίνει γιατί πρέπει τώρα να αλλάξει αυτό στα γήπεδα.
«Έπαιξα σε μια υπέροχη εποχή για το ποδόσφαιρο της Βραζιλίας, κατά τα Μουντιάλ του 1958, του 1962 και του 1970, όταν υπήρχαν τόσοι πολλοί δημιουργοί στο γήπεδο κι έκαναν πανέμορφα πράγματα με τη μπάλα στα πόδια. Πλέον όχι μόνο επικεντρώνονται σε άλλους τομείς του παιχνιδιού, με το ταλέντο να υποτιμάται, αλλά δεν έχουν και αυτό το αλέγκρο στοιχείο με τα ψευδώνυμα. Ο κόσμος χάνει έτσι την επαφή μαζί τους, δεν βρίσκει νέα είδωλα. Είμαι υπερήφανος που ήμουν γνωστός ως Πέπε. Εκείνος που θαύμαζε τον Γκαρίντσα, είχε έναν παραπάνω λόγο να το κάνει για το όνομά του. Τι να έλεγε, “ο αγαπημένος μου παίκτης είναι ο Μανουέλ Φρανσίσκο”, όπως τον έλεγαν κανονικά; Έχουν γίνει πλέον όλα τόσο επίσημα, τόσο τυπικά».
Αναχρονιστικός, παρελθοντολάγνος, ίσως, μα ο Πέπε δίνει μια άλλη διάσταση στο ζήτημα με όσα λέει. Σίγουρα έχει την πλάκα του όταν σκέφτεσαι πως ο Ζουνίνιο Περναμπουκάνο έγινε έτσι γνωστός σε όλο τον κόσμο, διότι όταν αποκτήθηκε από τη Βάσκο ντα Γκάμα, υπήρχε ήδη ένας Ζουνίνιο στην ομάδα. Έτσι του πρόσθεσαν στο όνομα την περιοχή από την οποία καταγόταν, δηλαδή το Περναμπούκο! Πήγε στη Λυόν, έπαιξε στην Ευρώπη για χρόνια, όμως πάντα ήταν γνωστός ως ο Ζουνίνιο Περναμπουκάνο, δηλαδή ο Ζουνίνιο από το Περναμπούκο. Ακόμα κι αν κανείς Ευρωπαίος δεν ξέρει που ακριβώς βρίσκεται η συγκεκριμένη περιοχή.
Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα: Ο Αλεμάο, αμυντικός μέσος της Βραζιλίας στα Παγκόσμια Κύπελλα του 1986 και του 1990 ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν ξανθός και μπλε μάτια και θύμιζε Γερμανό. Αλεμάο σημαίνει Γερμανός στα πορτογαλικά κι ένας παίκτης που δεν είχε την παραμικρή σχέση με τα «πάντσερ», ονομάστηκε έτσι κι έγινε γνωστός ως τέτοιος! όχι λόγω γερμανικών ριζών. Το ίδιο συμβαίνει και με το Russo (ρωσικό), πρώην διεθνές right-back.
Ο Χουλκ ονομάστηκε έτσι από τον γνωστό υπερήρωα των κόμικς, ενώ υπάρχει παίκτης Αντριάνο Μάικλ Τζάκσον λόγω του τραγουδιστή, Γιάγκο Πίκατσου λόγω του Πόκεμον, Ντούνγκα λόγω των Επτά Νάνων, Κλαούντιο Πίτμπουλ από τη γνωστή ράτσα σκυλιών, ακόμα και Καμπεκάο, που σημαίνει «αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι»!
Ο ΓΚΡΑΦΙΤΕ ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΛΕΓΑΝ… ΝΤΙΝΑ
Ο Γκραφίτε έφτασε να γίνει πρώτος σκόρερ στη Μπουντεσλίγκα τη σεζόν 2008/09 και να κερδίσει τον τίτλο με τη Βόλφσμπουργκ, αλλά κανείς δεν έμαθε ότι κανονικά τον λένε «Εντνάλντο Μπατίστα Λιμπάνιο».
«Όταν πήγα να δοκιμαστώ στη Ματονένσε, με φώναξε ο προπονητής. Ακολούθησε ο εξής διάλογος:
– “Γκραφίτε, εσύ θα παίξεις στην κορυφή”.
– “Γκραφίτε; Γιατί Γκραφίτε;”.
– “Έπαιζα κάποτε με έναν ψηλό τύπο που τον έλεναν ως Γκραφίτε και του μοιάζεις πολύ. Πως σε λένε όμως στ’ αλήθεια;”.
– “Εντνάλντο, αλλά οι φίλοι μου με λένε Ντίνα».
– «Πολύ soft για ποδόσφαιρο. Δεν μου κάνει. Σε λένε Γκραφίτε, τέλος».
«Δεν θα το πάω τόσο μακριά, για να ισχυριστώ πως όλα είναι πια μηχανικά, σαν να είμαστε ρομπότ. Πάντως σίγουρα το ποδόσφαιρο είναι πιο βαρετό. Ακόμα και προπονητές που τους μάθαμε αλλιώς ως παίκτες, τώρα έχουν γυρίσει στο κανονικό τους όνομα».
Ο Τόσταο, νικητής του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 1970, αναρωτιέται: «Θα γινόταν ποτέ τόσο γνωστός ο Πελέ, αν τον έλεγαν Έντσον Αράντες; Θα τον έλεγε δηλαδή ο κόσμος Αράντες; Δεν μπορώ να το πιστέψω. Πλέον οι Βραζιλιάνοι όχι μόνο μοιάζουν με όλους τους άλλους, έχοντας το επώνυμό τους στη φανέλα, αλλά μερικοί έχουν και δυο ονόματα! Τιάγκο Σίλβα, Τιάγκο Νέβες, Τιάγκο Ριμπέιρο. Με στεναχωρεί αυτό».
ΤΕΛΙΚΟΣ ΜΟΥΝΤΙΑΛ. ΖΕΖΟΥΣ Η ΜΠΟΡΕΛ;
Βλέποντας κανείς όλους τους «θρύλους» του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου να επιμένουν τόσο πολύ σε αυτό, καταλαβαίνει και πως αισθάνεται ένας λαός εθισμένος στο ποδόσφαιρο, που αγαπάει παθολογικά τις ομάδες και φυσικά την Εθνική.
Όλοι αυτοί έχουν εμμονή να ξαναδούν τη «σελεσάο» να σηκώνει πάλι το Παγκόσμιο Κύπελλο, να κάνουν έξι τα αστέρια στη φανέλα τους. Αυτό δεν έγινε στη Ρωσία, ίσως γίνει στο Κατάρ το 2022.
Ίσως μάλιστα ο Γκαμπριέλ Ζεζούς σκοράρει το νικητήριο γκολ και χαρίσει στη Βραζιλία το Μουντιάλ. Σίγουρα θα το πανηγυρίσουν, σίγουρα θα γιορτάσουν, θα τρελαθούν από τη χαρά τους. Δεν θα είναι όμως το ίδιο, σε σύγκριση με το να σκόραρε το ίδιο γκολ ο Μπορέλ.
*Πηγή: gazzeta.gr