Οι Έλληνες κρατούμενοι αξιωματικοί και ο Πρόεδρος Ερντογάν (και μια επισημείωση περί του ποδοσφαίρου)

1980
ευρωπαίων

 
Ενώ η χώρα διέρχεται μια από τις πιο κρίσιμες καμπές της ιστορίας της με αφετηρία τη μεταπολιτευτική περίοδο του 1974 τόσο ως προς την εσωτερική πολιτική ζωή όσο και ως προς τα εθνικά ζητήματα (με ιδιαίτερη αναφορά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις), ανέκυψε «αιφνιδίως» και το ζήτημα των ποδοσφαιρικών αγώνων, για να καταγίνεται μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης και των ΜΜΕ γύρω από το «τι» συμβαίνει όχι μόνο στους αγωνιστικούς χώρους, αλλά ευρύτερα και με τα όσα συμβαίνουν εκτός των αγωνιστικών χώρων, σε θεσμικό επίπεδο.
Τα αρμόδια Όργανα και ειδικότερα της Πολιτείας, καλούνται και ως προς το ζήτημα αυτό να πάρουν θέση, ώστε να εφαρμοσθούν με όρους ισονομίας και ισοπολιτείας όλοι οι κανόνες που διέπουν τα «προβλήματα» που έχουν ανακύψει. Άλλως «ο χώρος του ποδοσφαίρου»,  θα οδηγηθεί σε οριστική παρακμή και ως προϊόν (δυστυχώς) δεν θα απολέσει μόνο τη γοητεία του, αλλά θα παύσει να είναι και ελκυστικός.
Τα προαναφερόμενα, καταγράφονται με πραγματική αγάπη προς το ποδόσφαιρο, αλλά και με απόλυτο σεβασμό στους κανόνες που πρέπει να τηρούνται erga omnes.
Πέραν των προαναφερομένων που επιβάλλεται να αντιμετωπισθούν με αποφασιστικότητα, αναγκαία είναι η καταγραφή των αμέσως κατωτέρω ως των κατ’ εξοχήν κρισίμων ζητημάτων της ελληνικής κοινωνίας και Πολιτείας.
Το ζήτημα των Ελλήνων αξιωματικών
Στο παρόν κείμενο αυτονόητο είναι ότι πρέπει να προταχθεί το ζήτημα προστασίας από πλευράς της Ελλάδος του αξιωματικού και του υπαξιωματικού των Ενόπλων μας Δυνάμεων, που κρατούνται σε φυλακές της Τουρκίας, σ’ ένα ακόμη θολό νομικό τοπίο, στο πλαίσιο μιας οργανωμένης και γενικευμένης πρόκλησης της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας. Υπ’ όψιν δε ότι το νομικό τοπίο (όταν τουλάχιστον γράφονται οι γραμμές αυτές), εξακολουθεί να παραμένει θολό.
Πέραν του «νομικού ζητήματος», επειδή πολλές εκδοχές διατυπώνονται γύρω από τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα το συγκεκριμένο γεγονός, της σύλληψης δηλαδή των δύο στρατιωτικών μας, ας μου επιτραπεί να προσχωρήσω ανεπιφυλάκτως στην άποψη, ότι το «γεγονός» αυτό ήταν καλά προμελετημένο από πλευράς Τουρκίας. Απλώς αναμενόταν ο κατάλληλος χρόνος  υλοποίησής του. Όπως δε παλαιότερα από τη στήλη αυτή έχει καταγραφεί, η Τουρκία ουδέποτε επιχειρεί οτιδήποτε, εάν δεν έχει εκ προοιμίου εξασφαλίσει την επιτυχία του εγχειρήματος, έχουσα υπέρ αυτής προφανή δυσαναλογία δυνάμεων. Η Τουρκία δηλαδή ενεργεί –επιχειρεί εναντίον εκείνου κατά του οποίου καταφέρεται, μόνο εάν έχει προφανή διαφορά ισχύος. Ήδη από τη στήλη αυτή έχει επίσης καταγραφεί ότι  εάν η Μεραρχία Στρατού που βρισκόταν στην Κύπρο  δεν είχε αποσυρθεί από τη χούντα (δεν αφορά απλώς εγκληματική πράξη, αλλά και προδοσία), ο Τούρκος θα μετέβαινε στην Κυρήνεια μόνο ως τουρίστας. Έτσι δόθηκε στην Τουρκία η δυνατότητα  το 1974 να μην επιχειρήσει απόβαση, αλλά απλώς «αποβίβαση». Έτσι, λοιπόν, και στην παρούσα περίπτωση οι δύο άνδρες των Ενόπλων μας Δυνάμεων, δεν βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια «αντίστοιχης ισχύος» περίπολο, αλλά ασφαλώς βρέθηκαν αντιμέτωποι με σαφή υπεροχή δύναμης και ειδικού οπλισμού- προφανώς ενώπιον διμοιρίας ειδικών δυνάμεων.
Μου δημιουργεί δε απορία το γεγονός ότι ορισμένοι ανώτατοι στρατιωτικοί μας δεν έχουν την ίδια άποψη, που ωστόσο την υποστηρίζουν ορισμένοι άλλοι. Και τούτο γιατί είναι βέβαιον ότι το επίμαχο γεγονός αφορούσε  αντιπαράθεση δύο (2) ανδρών, έναντι επτά (7) ίσως και έναντι δέκα (10) ανδρών. Αντίστοιχο δε «γεγονός» εάν συνέβαινε από πλευράς Τουρκίας προς την ελληνική επικράτεια, θα είχε επιλυθεί εντός ελαχίστου χρόνου, χωρίς καμία περαιτέρω «παρενέργεια».
Ο γράφων επειδή υπηρέτησε σημαντικότατο χρονικό διάστημα της 30μηνης θητείας του στην πρώτη γραμμή του Έβρου (και όταν αναφέρεται η πρώτη γραμμή, εννοείται η πρώτη γραμμή του πυρός), και μάλιστα κατά το χρόνο της επιστράτευσης του 1974, «κάποια εμπειρία» έχει από περιπολίες στην περιοχή. Αλλά ως εδώ
Επανερχόμαστε στο γεγονός της κράτησης των δύο ανδρών των Ενόπλων μας Δυνάμεων. Επειδή πολλά γράφονται και ακούγονται γύρω από την επιβαλλόμενη αντίδραση της ελληνικής Πολιτείας και επειδή πράγματι μπορεί να υπάρξει σε «διάφορα επίπεδα» η αντίδραση αυτή, ακριβώς για την προστασία των ανδρών μας, που βρίσκονται στα «χέρια του τουρκικού κράτους», θα πρέπει να υπάρξει ψυχραιμία και σύνεση, με  κατάλληλες και προδήλως κλιμακούμενες παρεμβάσεις τόσο στα θεσμικά Όργανα της Συμμαχίας (ΝΑΤΟ), όσο και σε σημαντικές χώρες της Συμμαχίας (ΗΠΑ- Γερμανία-Γαλλία). Παραλλήλως επιβάλλονται παρεμβάσεις και στα θεσμικά Όργανα του Συμβουλίου της Ευρώπης, του οποίου επίσης κράτος-μέλος είναι η Τουρκία, ώστε να διεξαχθεί ταχέως «δίκαιη δίκη» στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ και της «ομολογίας» της ελληνικής πλευράς, της αθέλητης δηλαδή «εισδοχής» των δύο ανδρών στο έδαφος της Τουρκίας, χωρίς να περιπαίζεται η κοινή γνώμη με επιχειρήματα «περί …κατασκοπείας».
Ποιός είναι ο Πρόεδρος Ερντογάν
Προφανές είναι: α) ως προς το ζήτημα που αφορά στην εξέλιξη της κράτησης και ενδεχομένως της δίκης των δύο ανδρών των Ενόπλων μας Δυνάμεων, καθώς και β) ως προς τα ζητήματα που αφορούν στην ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, (ανεξαρτήτως των παγίων επιδιώξεων της Τουρκίας ιδίως από το 1974), ότι οι εξελίξεις στην παρούσα ιστορική φάση, συνδέονται αιτιωδώς με την προσωπικότητα του Προέδρου της Τουρκίας. Δεν είναι δε τυχαίο ότι η παρούσα ιστορική φάση δεν χαρακτηρίζεται απλώς από κρίση και ένταση, αλλά και ενίοτε από παροξυσμό(!) δηλώσεων και ενεργειών που ασφαλώς εκπορεύονται κατευθείαν από τον ίδιο τον Πρόεδρο της Τουρκίας.
Επομένως τίθεται το ζήτημα πώς μπορούμε να μελετήσουμε την «προσωπικότητα Ερντογάν», και να εξηγήσουμε τις ενέργειές του. Δηλαδή τίθεται το ζήτημα πώς μπορούμε «να διαβάσουμε» την προσωπικότητα του σημερινού Προέδρου της Τουρκίας για να μπορέσουμε να καταγράψουμε τις προθέσεις του.
Ο Ταγίπ Ερντογάν το Δεκέμβριο του 1997 απήγγειλε ένα ποίημα του Ζιγιά Γκιοκάλπ όπου η διακήρυξη ήταν προφανής: «Τα τζαμιά μας είναι τα καταφύγιά μας, οι τρούλοι τους είναι τα κράνη μας, οι μιναρέδες τους είναι οι ξιφολόγχες μας και οι πιστοί είναι ο στρατός μας».
Έκτοτε πέρασαν 21 ολόκληρα χρόνια και δεν έγινε αντιληπτό ότι ο Ταγίπ Ερντογάν δεν είναι κοσμικός ισλαμιστής, αλλά αντιθέτως φονταμενταλιστής ισλαμιστής, θιασώτης της Τζιχάντ. Ασπάζεται δηλαδή την υποχρέωση ενός πολέμου,.
Υπ’ όψιν ότι το Κοράνι εγκαθιδρύει εκδοχές ή κατηγορίες Τζιχάντ, όπως για παράδειγμα του αγώνα του ίδιου του πιστού ως προς την  ηθική της ζωής, αλλά και του ξίφους, στην δια του πολέμου δηλαδή επιβολή.
Ο Ταγίπ Ερντογάν ακριβώς στο πλαίσιο αυτό, στην επιβολή δια του ξίφους, και ασκώντας παράνομη βία σ’ ένα κοριτσάκι που το έντυσαν με στρατιωτική ενδυμασία, το εμφάνισε ως «μελλοντική μάρτυρα». Η τρομοκρατική αυτή εκδήλωση, ενάντια σ’ ένα κοριτσάκι 4-5 περίπου ετών (το οποίο υπό καθεστώς ψυχικού άλγους έκλαιγε), σηματοδοτεί ακριβώς την προαναφερόμενη θέση. Ότι δηλαδή ο Πρόεδρος της Τουρκίας αντιλαμβάνεται τις διεθνείς σχέσεις της χώρας του στο πλαίσιο ενός «Ιερού Πολέμου». Άλλωστε, τα καθεστώτα κατασκευάζουν τους κόσμους τους  (μέσω της θεσμοθέτησης κανόνων και αξιών), και τους καθιστούν νόμιμους, με την επικρατούσα ιδεολογία.
Ο Πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν δεν επιδιώκει τίποτα λιγότερο από το να καταστεί ένας σύγχρονος ηγέτης (γενικώς) του ισλαμικού κόσμου, ακόμη και έτοιμος για τη διεξαγωγή ενός ευρύτερου πολέμου, όπου θα υπηρετεί τα εκτός έννομης τάξης συμφέροντα της Τουρκίας, με φανατισμένο όμως σε θρησκευτική βάση εκστρατιωτικό σώμα, αδιαφορώντας για τις απώλειες ανθρώπινων ζωών που θα έχουν καταστεί «μάρτυρες», σ’ ένα αγώνα που όχι μόνο θα είναι αλυσιτελής, αλλά και καταδικασμένος σε ήττα.
Η στήλη αυτή αποσκοπεί στο να αναδείξει ότι η Ελλάδα μπορεί χρησιμοποιώντας τις κατάλληλες συμμαχίες με ψυχραιμία, σύνεση και κυρίως με αποφασιστικότητα να αντιμετωπίσει επιτυχώς τις προκλήσεις της Τουρκίας του Ταγίπ Ερντογάν.
——————————————–
* Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Ελλάδας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC- EU).

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας