Τα πρώτα μηνύματα για το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης
Κόσμος μπαίνει, κόσμος βγαίνει από τις περιστρεφόμενες πόρτες του Πύργου Τραμπ, στο Μανχάταν, όπου ο νικητής των εκλογών συσκέπτεται πυρετωδώς με τους επιτελείς του για να επιλέξει τα βασικά πρόσωπα της διοίκησής του. Οι συνεχείς αλλαγές στην «ομάδα μετάβασης» προδίδουν τη σκληρή παρασκηνιακή διαπάλη ανάμεσα στα διάφορα κέντρα ισχύος των Ρεπουμπλικανών. Η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί με εύλογη ανυπομονησία τα δρώμενα στην Πέμπτη Λεωφόρο, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσει τους οιωνούς για τους προσανατολισμούς του εκλεγμένου προέδρου, που δεν φημίζεται για τις ιδεολογικές σταθερές και την πολιτική του συνέπεια.
Η πρώτη ανατροπή ήρθε με την αντικατάσταση του κυβερνήτη του Νιου Τζέρσεϊ, Κρις Κρίστι, από τον εκλεγμένο αντιπρόεδρο Μάικ Πενς ως επικεφαλής της ομάδας μετάβασης. Η είδηση ενθάρρυνε όσους ευελπιστούν ότι ο πιστός στον οικονομικό φιλελευθερισμό και στην ατλαντική ορθοδοξία Πενς θα «οδηγεί από το πίσω κάθισμα» την κυβέρνηση Τραμπ. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που προεξοφλούν ότι ο Πενς θα είναι ένας από τους ισχυρότερους αντιπροέδρους που γνώρισαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, κατά το πρότυπο του Ντικ Τσέινι, επί προεδρίας υιού Μπους – αν και η σύγκριση δεν ακούγεται και πολύ καθησυχαστική.
Σε κάθε περίπτωση, η διαφαινόμενη ισχυροποίηση του Πενς, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο Τραμπ εξελέγη, τελικά, πρόεδρος με 1,4 εκατομμύριο ψήφους (1,1% του εκλογικού σώματος) λιγότερες από την Κλίντον και με το συνεχιζόμενο κύμα διαδηλώσεων εναντίον του νέου προέδρου, δημιουργεί κλοιό πιέσεων γύρω του. Η υφέρπουσα απειλή της δικαστικής δίωξης εναντίον του για το διαβόητο «πανεπιστήμιο Τραμπ» θα λειτουργεί εξ αντικειμένου ως επιπρόσθετος παράγοντας πίεσης.
Την επιδίωξη του Τραμπ να έρθει σε κάποιο συμβιβασμό με το κατεστημένο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος απηχεί και η πρώτη σημαντική επιλογή του για τη θέση του προσωπάρχη του Λευκού Οίκου. Προκρίνοντας τον Ράινς Πρίμπους, ο Τραμπ ποντάρει στις άριστες σχέσεις του με τον πρόεδρο της Βουλής, Πολ Ράιαν, κάτι που θα διευκολύνει την ψήφιση κρίσιμων νομοσχεδίων. Προκειμένου να παρηγορήσει τη ριζοσπαστική του βάση, που πήρε τοις μετρητοίς την υπόσχεση ότι «θα αποξηράνει τον βάλτο της Ουάσιγκτον», ο Τραμπ διόρισε επικεφαλής της ομάδας πολιτικού σχεδιασμού τον εκπρόσωπο της «εναλλακτικής Δεξιάς» Στίβεν Μπάνον, διαβόητο για τις ξενοφοβικές και ρατσιστικές θέσεις του.
Άλλος ένας πολιτικός με ακραία αντιδραστικές θέσεις σε ζητήματα μετανάστευσης και μειονοτήτων, ο γερουσιαστής Αλαμπάμα Τζεφ Σέσιονς, επελέγη για το νευραλγικό αξίωμα του υπουργού Δικαιοσύνης. Οσο για το υπουργείο Οικονομικών, ακούγονται πολύ τα ονόματα του διευθύνοντος συμβούλου της JP Morgan Τζέιμι Ντίμον και του πρώην διευθυντικού στελέχους της Goldman Sachs Στίβεν Μούντσιν, κάτι που εκτιμήθηκε δεόντως από τις αγορές.
Για τον έξω κόσμο, πρωτεύουσα σημασία έχουν οι επιλογές του Τραμπ στο τρίγωνο: υπουργείο Εξωτερικών – Πεντάγωνο – σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας. Τα πρώτα μηνύματα δεν θα μπορούσαν να είναι αντιφατικότερα. Ο Τραμπ επέλεξε για το αξίωμα του συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας τον απόστρατο αντιστράτηγο Μάικλ Φλιν. Πρώην διευθυντής της μυστικής υπηρεσίας DIA, ο Φλιν θεωρεί τον ισλαμικό εξτρεμισμό ως υπ’ αριθμόν ένα εχθρό της Αμερικής και τάσσεται υπέρ μιας realpolitik καλών σχέσεων με τη Ρωσία, αλλά και με την Τουρκία. Ως διευθυντής της CIA επελέγη ο Ρεπουμπλικανός βουλευτής Μάικ Παμπέιο, εκλεκτός του δεξιού κινήματος Tea Party και της Ένωσης Ελεύθερης Οπλοκατοχής, ενώ άλλο ένα “αστέρι” του Tea Party, η υποψήφια αντιπρόεδρος του 2008 Σάρα Πέιλιν, ακούγεται για το υπουργείο Εσωτερικών.
Από την άλλη, ρεπορτάζ αναφέρουν ότι ο Τραμπ ενδέχεται να προσφέρει σήμερα το υπουργείο Εξωτερικών στον Μιτ Ρόμνι, ο οποίος, ως προεδρικός υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών το 2012, είχε ανακηρύξει τη Ρωσία σε «υπ’ αριθμόν ένα γεωστρατηγικό αντίπαλο». Για το Στέιτ Ντιπάρτμεντ εμφανιζόταν μέχρι πρόσφατα επικρατέστερος υποψήφιος ο πρώην δήμαρχος Νέας Υόρκης Ρούντι Τζουλιάνι, αλλά οι υπηρεσίες που παρείχε επ’ αμοιβή η εταιρεία του σε ξένες κυβερνήσεις (Κατάρ, Σαουδική Αραβία, Βενεζουέλα) και οι στενές σχέσεις του με την τρομοκρατική οργάνωση εξόριστων αντικαθεστωτικών Ιρανών «Μουτζαχεντίν Χαλκ» εξασθένισαν τις πιθανότητές του. Αντιδράσεις προκαλεί και η υποψηφιότητα του Τζον Μπόλτον, εκ των νεοσυντηρητικών «ιεράκων» της κυβέρνησης υιού Μπους, που πρότεινε τον βομβαρδισμό (και) του Ιράν.
Ο πρώτος ξένος ηγέτης που συναντήθηκε μετεκλογικά με τον Τραμπ, την περασμένη Πέμπτη, ήταν ο Ιάπωνας πρωθυπουργός Σίνζο Αμπε, κάτι που ενδεχομένως εναρμονίζεται με την αντίληψή του πως η Κίνα (και όχι η Ρωσία) είναι ο πιο επικίνδυνος, δυνητικά, ανταγωνιστής των ΗΠΑ στον 21ο αιώνα.Βεβαίως, την ίδια στιγμή ο Τραμπ εννοεί να καταργήσει τη συμφωνία ελευθέρου εμπορίου ΗΠΑ – Ειρηνικού (ΤΤΡ) που ετοίμαζε ο Ομπάμα, μια συμφωνία με προφανή αντικινεζική αιχμή. Αλλά αυτή δεν είναι η πρώτη και δεν θα είναι η τελευταία αντίφαση των τοποθετήσεών του.
*Πηγή: Κυριακάτικη Καθημερινή (20/11)