Το παζάρι δεν γίνεται αποδεκτό. Αποστέλλοντας στρατιωτικές ενισχύσεις καθώς και βαρύ οπλισμό στους αντάρτες της επαρχίας Ίντλιμπ στη βορειοδυτική Συρία και απειλώντας με μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση εάν μέχρι τέλους Φεβρουαρίου δεν έχει αρθεί η περικύκλωση των τουρκικών φυλακίων στην περιοχή από τον συριακό κυβερνητικό στρατό, ο Ταγίπ Ερντογάν ουσιαστικά καλούσε την Μόσχα, μεγάλη προστάτιδα της Δαμασκού, να αποδεχθεί έναν νέο συμβιβασμό που θα απέτρεπε στην χώρα του να διατηρήσει το αποτύπωμα που της εξασφάλισε στην επικράτεια της Συρίας η συμφωνία του Σότσι του 2018.
Το ριψοκίνδυνο παιχνίδι της επιδίωξης μιας νέας εκεχειρίας μέσω απειλών δείχνει να μην αποδίδει, διότι η ρωσική πλευρά αξιολογεί καταλλήλως την ικανότητα της Τουρκίας να προχωρήσει στην υλοποίηση των απειλών της.
Παρά τις συνεχιζόμενες διαβουλεύσεις, η στάση της Ρωσίας έχει γίνει τα τελευταία 24ωρα πολύ πιο ανελαστική, όπως αυτό φαίνεται και στο διπλωματικό και στο επιχειρησιακό πεδίο.
Η ρωσική πολεμική αεροπορία φαίνεται να έχει επαναλάβει τις επιδρομές οι οποίες προσφέρουν καταλυτική στήριξη στην προέλαση του συριακού κυβερνητικού στρατού. Τα ρωσικά drones είναι πολύ αποτελεσματικά στον εντοπισμό των θέσεων των ανταρτών διευκολύντας τα μαχητικά να αναλάβουν δράση.
Η Ρωσία μάλιστα έκανε λόγο για 13 νεκρούς Τούρκους στρατιώτες το προηγούμενο 24ωρο, πληροφορία που δεν έχει επιβεβαιωθεί από τουρκικής πλευράς. Εξίσου σημαντικές φέρεται να είναι και οι τουρκικές απώλειες σε στρατιωτικό υλικό.
Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντίμτρι Πεσκόφ, παράλληλα, ανέφερε ότι δεν έχει οριστικοποιηθεί η τετραμερής συνάντηση κορυφής Ρωσίας, Τουρκίας, Γαλλίας και Γερμανίας στις 5 Μαρτίου, την οποία ο Ερντογάν εξακολουθεί να εμφανίζει ως επιβεβαιωμένη, μετά από τις τηλεφωνικές διαμεσολαβήσεις που ανέλαβαν την προηγούμενη εβδομάδα οι Εμανουέλ Μακρόν και Άνγκελα Μέρκελ. Προφανώς η Μόσχα δεν έχει λόγους λόγους να βιάζεται για μία συνάντηση στην οποία περισσότερα θα έχει να δώσει παρά να πάρει και σε κάθε περίπτωση προσπαθεί να αφαιρέσει από τον Ταγίπ Ερντογάν την διέξοδο μιας ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας που θα τον καλύψει.
Κυρίως, όμως, η Μόσχα απέστειλε τα αυστηρότερα μηνύματά της δια του υπουργού Εσωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ, ο οποίος απευθυνόμενος εμμέσως τόσο στην Άγκυρα, όσο και στους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ, από το βήμα της 43ης συνόδου του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, δήλωσε ότι “είναι δύσκολο να ερμηνευθούν οι δηλώσεις για πιθανή σύναψη εκεχειρίας με συμμορίτες, όπως συμβαίνει όταν συζητάμε για την κατάσταση στο Ιντλίμπ”, προσθέτοντας ότι κάτι τέτοιο “δεν συνιστά μέριμνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά παράδοση στους τρομοκράτες και μάλιστα ενθάρρυνση της δράσης τους και κατάφωρη παραβίαση των διεθνών συνθηκών και αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ”.
Ως διπλωμάτης που είναι, βέβαια, ο Σεργκέι Λαβρόφ προανήγγειλε νέο γύρο ρωσο-τουρκικών διαβουλεύσεων, ώστε “να υπάρξει πραγματικά μια ζώνη αποκλιμάκωσης και να μην επιχειρούν εκεί οι τρομοκράτες”, υπενθυμίζοντας όμως ότι “κανένας και ποτέ δεν συμφώνησε στο πλαίσιο των συμφωνιών που έχουν επιτευχθεί μεταξύ των προέδρων της Ρωσίας και της Τουρκίας, ότι δεν θα δίδονται στους τρομοκράτες απαντητικά πλήγματα, σε περίπτωση που θα επιχειρήσουν να δράσουν όπως άρχισαν να δρουν”.
Το γεγονός ότι η Τουρκία έχει εγκαταλείψει τα προσχήματα του διαχωρισμού αντιπολιτευόμενων ανταρτών και τζιχαντιστών, εξοπλίζοντας αμφοτέρους, δίνει στη Μόσχα το επιχείρημα ότι διεξάγει αντιτρομοκρατικό αγώνα ανοικτού ορίζοντα.
Η Ρωσία, με άλλα λόγια, απευθύνει στον Ερντογάν ένα μήνυμα take it or leave it: ή θα συμφωνήσει σε μία νέα, μικρότερου εύρους “ζώνη αποκλιμάκωσης”, με ρωσικό έλεγχο του περάσματος από την περιοχή της Ίντλιμπ σε αυτήν που κατέλαβαν οι τουρκικές δυνάμεις το 2018 στο Αφρίν ή θα πρέπει να παρασυρθεί σε μία σύγκρουση μεγάλου κόστους, στην οποία δεν θα μπορεί να επικρατήσει, δεδομένης του ελέγχου του εναέριου χώρου από την ρωσική αεροπορία.
Σε κάθε περίπτωση, η υποστήριξη της Συρίας, της κυβέρνησής της και της εδαφικής της ακεραιότητας είναι για την Μόσχα αδιαπραγμάτευτη – και η διάθεσή της να προσφέρει στον Ερντογάν οδούς διαφυγής όχι απαραιτήτως ανεξάντλητη.
Ο Τούρκος ηγέτης θα πρέπει να αποφασίσει αν προτιμά την υποδοχή φερέτρων Τούρκων στρατιωτών από μία υποχώρηση η οποία, έτσι όπως ο ίδιος ανέβασε το στοίχημα, θα φαντάζει ταπεινωτική.
Είναι σε αυτό το πλαίσιο, που η γειτονική Τουρκία “ανακαλύπτει” εκ νέου την ένταξή της στο ΝΑΤΟ και εν γένει το δυτικό στρατόπεδο, το οποίο μέχρι πρότινος προκαλούσε με διάφορους τρόπους και κατηγορούσε για εμπλοκή στο αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016. Δηλώσεις, όπως η έκκληση του επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για άμεση κατάπαυση του πυρός στην Ίντλιμπ ή η διαβεβαίωση του στρατιωτικού διοικητή του ΝΑΤΟ Τοντ Ουόλτερς προς το Κογκρέσο ότι, παρά την προμήθεια των ρωσικών συστημάτων S-400, η Τουρκία παραμένει αξιόπιστος σύμμαχος, λειτουργούν ενθαρρυντικά για την Άγκυρα.
Όμως δεν αποτελούν παρά μόνο δηλώσεις. Για τα μέλη της Ατλαντικής Συμμαχίας, η Ίντλιμπ βρίσκεται αναμφίβολα εκτός των ορίων της υποχρέωσης αμοιβαίας συνδρομής.