Η «αφίσα» δεν ήταν μια «άτυχη στιγμή» αλλά η ΑΝΤΑΡΣΥΑ η ίδια

5211
Τουρκία

Όλο και πιο συχνά ακούγεται ο όρος «ιταλοποίηση» της Αριστεράς στην Ελλάδα. Ειδικά τις τελευταίες μέρες, με το σάλο που έχει προκαλέσει η αφίσα της νΚΑ, της νεολαίας του ΝΑΡ, όπου, 5 μέρες πριν τις εκλογές στοχοποιεί, αντί την κυβέρνηση, τη ΝΔ, την ΧΑ ή τον ακροδεξιό συρφετό, τη ΛΑ.Ε και το ΚΚΕ, και μάλιστα σε επίπεδο προσώπων.

Χιλιάδες αγωνιστές της Αριστεράς, τόσο ανένταχτοι όσο και από διαφορετικούς πολιτικούς χώρους, έχουν εκφράσει δημόσια την καταδίκη τους, επισείοντας τον κίνδυνο ο «ενδοαριστερός εμφύλιος» να οδηγήσει σε εξαφάνιση τις οργανώσεις,  ενώ η ηγεσία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν έχει βγάλει ακόμη ανακοίνωση.

Κι αυτό, μάλλον, δεν είναι τυχαίο. Γιατί  η αφίσα  δεν είναι μια «άτυχη σύλληψη» κάποιων θερμόαιμων μελών της νεολαίας. Η στοχοποίηση της ΛΑ.Ε και του ΚΚΕ δεν είναι  μια ένδειξη ακραίου, ιδεολογικής φύσης, σεχταρισμού (όπως ερμηνεύουν αρκετοί σύντροφοι στο χώρο). Ούτε απλή υπόκλιση στις σειρήνες τις αστικής πολιτικής -και ηθικής- (λόγω προεκλογικής περιόδου), όπως νομίζουν κάποιοι άλλοι.

Για να είμαστε τίμιοι,  υλοποιεί –σε αισθητικό επίπεδο- το σύνολο της κυρίαρχης γραμμής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όλο το διάστημα μετά το 2015 και ειδικότερα το τελευταίο χρόνο. Ας μην ξεχνάμε, για παράδειγμα, την επίθεση ενάντια σε ΛΑ.Ε και ΚΚΕ, την περίοδο της Συμφωνίας των Πρεσπών, με βασική κατηγορία αυτή του «εθνικισμού». (Η πολύ πρόσφατη επίθεση στην ομιλία Σοφιανού ήταν ακριβώς στην ίδια «γραμμή». Η κατηγορία του «εθνικισμού» είχε αρχίσει να επεκτείνεται και σε άλλα θέματα).

Φυσικά, το να κατηγορεί η ηγεσία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τη ΛΑ.Ε και το ΚΚΕ για «εθνικισμό», δείχνει είτε ότι δε γνωρίζει τι σημαίνει αυτός ο όρος (πράγμα μάλλον δύσκολο), είτε ότι έχει συνειδητά επιλέξει να «σχετικοποιήσει» τον όρο και να μετατρέψει μια πολιτική συζήτηση (που η περίοδος επιβάλει να γίνει) σε προκάτ εισαγγελική αγόρευση επιπέδου Σάλεμ. Και, καθώς η ηγεσία του ΝΑΡ είναι ώριμα στελέχη, με χρόνια ποιοτική και ποσοτική εμπειρία, προφανώς και ισχύει το δεύτερο. Έχοντας (;) πλήρη επίγνωση των συνεπειών μιας τέτοιας επιλογής.

Είτε στη μια είτε στην άλλη πάντως, έχει, αντικειμενικά, επιλέξει να γκρεμίσει, ακόμη και μακροπρόθεσμα, κάθε γέφυρα επικοινωνίας εντός, όχι μόνο των οργανώσεων, αλλά και του κόσμου της Αριστεράς. Δεν είναι δυνατόν τόσο έμπειρα στελέχη να μην είχαν αναλογιστεί τους κινδύνους πρακτικών ανθρωποφαγίας, γηπεδισμού, λουμπενοποίησης, που θα δημιουργούσε σαν ντόμινο η υιοθέτηση μιας τέτοιας ρητορικής! Πόσω μάλλον την εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της de facto χουλιγκανοποίησης του πολιτικού λόγου που αυτά επιτρέπουν/επιβάλλουν.

Γιατί όμως η ηγεσία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ επιδιώκει μια τακτική που νομοτελειακά θα μετατρέψει τους, όποιους οπαδούς/μέλη, σε ιεροφάντες της «επαναστατικής μόνης αλήθειας». (Από αυτό μέχρι το «είμαστε οι μόνοι αντάρτες» ήταν μια ανάσα δρόμος).

Η γραμμή -«αφίσα» δεν είναι ένας «ενδοαριστερός» εμφύλιος με επίδικο «μερικά κουκιά». (Όχι ότι δεν μπορεί να υπάρχει και αυτό στο πίσω μέρος της συνείδησης κάποιων εκ των εμπνευστών της). Είναι έκφραση του ποιον (και γιατί)  θεωρεί «βασικό της εχθρό» η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και αφορά μια ολόκληρη περίοδο (και μια τακτική περιόδου) αλλά και ένα στρατηγικό στόχο.

Γιατί όμως;

Σίγουρα απαντάει και σε εσωτερικές ανάγκες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αρκετοί αγωνιστές στο εσωτερικό της αναζητούν τη λύση της μετωπικής συμπόρευσης, (για την οποία η ΛΑ.Ε είναι πρόθυμη) ενώ με τις νέες θέσεις του ΚΚΕ, πολλές φορές φαίνονται να επικαλύπτονται. Από την άλλη η επικοινωνιακή γιγάντωση των «εξωτερικών εχθρών» κρύβει προσωρινά, κάτω από το χαλί, τους εσωτερικούς και αναβάλλει τις κρίσιμες αποφάσεις (αντιθέσεις ΝΑΡ – ΣΕΚ).

Όμως ούτε αυτό είναι το κύριο.

Το κύριο -στην περίπτωση του ΝΑΡ- είναι η  «στενή», λανθασμένη ανάγνωση της περιόδου. Είναι μια επιλογή επιβίωσης, καθώς η ηγετική ομάδα φαίνεται να θεωρεί ότι μόνο με αυτό τον τρόπο θα περισώσει, μέσα σε μια, αυτιστικού τύπου, κόκκινη κιβωτό του Νώε, μια κρίσιμη μάζα Κομμουνιστικού (καθαρού από τον οπορτουνισμό) Υποκειμένου, μπροστά στον Κατακλυσμό που έρχεται, σαν «σπόρο» για την επόμενη έφοδο στον Ουρανό. Εμπεριέχει την αντίληψη ότι, σε αυτή την μεσοπερίοδο, το κομμουνιστικό κίνημα ηττήθηκε και ο κύριος κίνδυνος είναι οτιδήποτε «στα δεξιά του».

(Η συζήτηση φυσικά είναι τεράστια, αλλά δε μπορεί να γίνει με όρους GOT-Last Season).

Όμως, όπως συχνά συμβαίνει στη πολιτική, οι τακτικές επιβίωσης έχουν κοντά πόδια.

Γιατί ακόμη και η επιβίωση ανάγεται στο επίπεδο της στρατηγικής και δεν «λύνεται» με προσωρινές λύσεις. Και εκεί ακριβώς «πάσχει» το ΝΑΡ, από την ίδρυσή του μέχρι σήμερα. Μια παθογένεια κληροδοτημένη από την ίδια του τη μήτρα. Μια παθογένεια που δεν μπορεί να λυθεί στα πλαίσια ενός μόνο κομματικού φορέα, καθώς ήταν θέμα ολόκληρης περιόδου του κομμουνιστικού κινήματος και όχι μόνο ενός κόμματος. (Για να το πούμε αλλιώς: ήταν ένα καθήκον που ξεπερνούσε τις αντικειμενικές και υποκειμενικές δυνατότητες, ακόμη και όταν οι προϋποθέσεις ήταν καλύτερες -επίσης μια άλλη συζήτηση, που κάποια στιγμή η ηγεσία του ΝΑΡ θα ανοίξει η ίδια).

Έτσι η ακραία επιθετική τακτική είχε αποδόσεις και επιτυχίες την προηγούμενη περίοδο, (όντως, δημιούργησε προβλήματα «απέναντι» και συσπειρώσεις εντός), αλλά είχε πιάσει ήδη τα όριά της. Και εντός. Το εκλογικό κατέβασμα δύο σχημάτων στην Αθήνα δεν είναι φυσικά αποτέλεσμα «φιλοδοξιών». Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μια αφίσα με τη «γραμμή» έγινε ένα εκδικητικό μπούμερανγκ.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ υποτίμησε τα ενωτικά αντανακλαστικά του κόσμου της Αριστεράς. Ειδικά μπροστά στον, υπαρκτό πλέον, κίνδυνο «ιταλοποίησης».

Υποτίμησε και τα «ηθικά» του αντανακλαστικά. Η «αλά Πολάκης» στοχοποίηση προσώπων (που ειδικά σε επίπεδο ηθικής δεν μπορεί κανείς να τους προσάψει τίποτα, το αντίθετο μάλιστα) σε συνδυασμό με την, επιεικώς ακατανόητη, επίδειξη ματαιοδοξίας«εμείς είμαστε οι μόνοι Αντάρτες», (ούτε καν κληρονόμοι, όπως ισχυρίζονται άλλοι), μπορεί να μην ενοχλεί στον μικρόκοσμο των like στο Facebook αλλά στον απαυδισμένο, από τέτοιες τακτικές, κόσμο του «ευρύτερου αριστεροχωρίου» φαντάζει, πλέον, κάτι πέρα από γραφική: φαντάζει επικίνδυνη, καθώς ενισχύει το φάντασμα της ιταλοποίησης.

Η κατακραυγή για την αφίσα έγινε  μια κραυγή αγωνίας για την «ιταλοποίηση».

Ο κίνδυνος είναι πέρα από ορατός. Και η ευθύνη της κάθε μιας συλλογικότητας, της κάθε μιας ηγεσίας, όλων των στελεχών και μελών τεράστια. Όπως και η προσωπική ευθύνη του κάθε αγωνιστή της Αριστεράς, ανεξάρτητα από τις επιταγές των επιτελείων. Το «γεγονός της αφίσας» έδειξε ότι υπάρχουν ακόμη, υγιή αντανακλαστικά μέσα στον κόσμο του κινήματος.

Δεν αρκούν. Απαιτείται σχέδιο, τομές, διάλογος, ρήξεις, συντροφικότητα, διάθεση, πείσμα, πάθος, ωριμότητα, θάρρος, μελέτη, πράξη. Απαιτείται άλλη τακτική, άλλη στρατηγική.

Η βάση υπάρχει. Η ελληνική Αριστερά έχει ακόμη τις δυνατότητες να μην «ιταλοποιηθεί». Και δεν περισσεύει κανείς.

Ίσως η Κυριακή να ανοίξει αυτή τη συζήτηση με άλλους όρους. Ίσως να την αναβάλει για λίγους μήνες. Αλλά πόσο να κρυφτούμε, όλοι μας, πλέον;

*Ο Ανδρέας Ζαφείρης είναι εκπαιδευτικός, μέλος του Π.Σ της ΛΑ.Ε και υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος με το ψηφοδέλτιο «Μέτωπο Ανατροπής για την Αθήνα» (υποψ. Δήμαρχος: Αυγή Μπέσκα-Θεοδόση).

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας