Η ίδρυση του ελληνικού κράτους το 1830, ως αποτέλεσμα της Επανάστασης του 1821, έγινε σε μια ιστορική περίοδο κατά την οποία σε ολόκληρη, σχεδόν, την Ευρώπη και σε άλλες περιοχές του πλανήτη -κυρίως στην αμερικανική ήπειρο- έπνεαν ισχυροί οι άνεμοι των εθνικών αυτοπροσδιορισμών και των αγώνων για συγκρότηση ανεξάρτητων κρατών, θεμελιωμένων στη βάση της εθνικής ταυτότητας.
Όπως σε όλα τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, έτσι και στο ελληνικό, που άρχισε να διαμορφώνεται από τα τέλη του 18ου αιώνα με καθοριστική τη συμβολή των διανοουμένων του ελληνικού διαφωτισμού (Ρήγας Φεραίος, Αδαμάντιος Κοραής κ.ά.), η αναζήτηση εθνικής ταυτότητας συνδέθηκε με την εμφάνιση αστικής τάξης που ενδιαφερόταν για τη συγκρότηση κοινωνικού σχηματισμού υπό την κυριαρχία της. Η επίτευξη αυτού του στόχου απαιτούσε τη διαμόρφωση συνείδησης κοινής ταυτότητας με ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις και κυρίως με τους μαζικότατους, εκείνη την εποχή, αγροτικούς πληθυσμούς.
Η αυτοαναγνώριση αστικών και λαϊκών στρωμάτων ως εντασσόμενων σε ένα ενιαίο σύνολο γίνεται μέσα από την ανάδειξη εκείνων των στοιχείων που αντικειμενικά ήταν κοινά, αν και δεν υπήρξαν στο σύνολό τους απαραίτητα σε κάθε περίπτωση. Ο γεωγραφικός χώρος, η γλώσσα (με εξαιρέσεις, όπως η Ελβετία), η θρησκεία (με εξαιρέσεις, όπως η Γερμανία) και τα ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, αποτέλεσαν τη βάση για τη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης: της πεποίθησης πως το σύνολο όσων μετέχουν σ’ αυτά αποτελούν ένα ιδιαίτερο έθνος. Η διαμόρφωση εθνικής συνείδησης συντελείται, κυρίως, με όρους πλασματικούς: με τη συγκρότηση μιας φαντασιακής αναφοράς στο ιστορικό παρελθόν, όπου εντάσσονται στοιχεία αληθινά και ψευδή, σε μια προσπάθεια να αναπτυχθεί συνείδηση κοινής καταγωγής και ιστορικής διαδρομής στους πληθυσμούς που αυτοαναγνωρίζονται στην ίδια εθνική ταυτότητα.
Ως Έλληνες κλήθηκαν να αυτοαναγνωριστούν οι ορθόδοξοι χριστιανικοί πληθυσμοί της νότιας Βαλκανικής, της Μικράς Ασίας, των νησιών του Ιονίου και του Αιγαίου, και της Κύπρου, στη βάση της θρησκείας που τους διαφοροποιούσε από τους κυρίαρχους μουσουλμανικούς οθωμανικούς πληθυσμούς, και με αναφορά στην κοινή καταγωγή από τους αρχαίους Έλληνες και την τρισχιλιετή κοινή ιστορική διαδρομή. Η ελληνική γλώσσα -την οποία χρησιμοποιούσε η Ορθόδοξη Εκκλησία, που αποτελούσε πολιτικό θεσμό, εκπροσωπώντας το σύνολο αυτών των ορθόδοξων χριστιανικών πληθυσμών- αναγνωριζόταν ως κυρίαρχη μεταξύ τους, χωρίς η γνώση και η χρήση της να αποτελεί προϋπόθεση για την εθνική ταυτότητα. Έτσι, κατά τον 19ο αιώνα, μέχρι και τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού, το νεοελληνικό έθνος συγκροτείται, εκτός από τους ελληνόφωνους (μεταξύ των οποίων και οι καθολικοί των Κυκλάδων), και από τους Αρβανίτες (που διαφοροποιούνται από τους μουσουλμάνους Αλβανούς, λόγω της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης τους), την πλειονότητα των λατινόφωνων Βλάχων της Ηπείρου, Θεσσαλίας και Μακεδονίας, μέρος των σλαβόφωνων της Μακεδονίας και τους τουρκόφωνους χριστιανούς του Πόντου και της Καππαδοκίας.
Ο μύθος της κοινής ελληνικής καταγωγής συμπληρώθηκε με τη θεωρία της κοινής ιστορικής διαδρομής, ενιαίας και συνεχούς από τη δεύτερη π.Χ. χιλιετία. Έτσι, στην αδιάσπαστη αυτή ελληνική ιστορία εντάχθηκε από τα μέσα του 19ου αιώνα και η χιλιόχρονη ιστορία του Βυζαντίου, παρά το ότι το ίδιο αυτοαναγνωριζόταν ως Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, έχοντας πολυεθνική σύνθεση, ενώ και το σύνολο, σχεδόν, των αυτοκρατόρων του προερχόταν από λαούς ξένους προς τον ελληνικό. Ο «εξελληνισμός» του περιοριζόταν στη χρήση της ελληνικής γλώσσας ως επίσημης, παράλληλα με τη λατινική από τον 8ο αιώνα περίπου και ως αποκλειστικής στην περίοδο της παρακμής του.
Στο Βυζάντιο ο όρος «Έλληνας» χρησιμοποιούνταν επικριτικά, για τον χαρακτηρισμό των ειδωλολατρών. Εντούτοις, μετά την κατάκτηση από τους δυτικούς Σταυροφόρους, τον 13ο και 14ο αιώνα, ο όρος αναφέρεται στους ελληνόφωνους ορθόδοξους πληθυσμούς, για τη διαφοροποίησή τους από τους δυτικούς καθολικούς κατακτητές. Πάντως, οι ίδιοι οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τον αυτοπροσδιορισμό τους τον όρο «Ρωμιός», με σαφή αναφορά στη Ρωμαϊκή (Βυζαντινή) Αυτοκρατορία.
Εκτός από τη φαντασιακή αναφορά στην ιστορία, η επίσημη ιδεολογία του νεοελληνικού κράτους παραγνωρίζει πλήρως τους κοινωνικούς διαχωρισμούς και τις ταξικές αντιθέσεις, εμφανίζοντας το έθνος να βαδίζει ανά τους αιώνες ενωμένο και αραγές, με την ενότητά του να διαταράσσεται λόγω ανταγωνιστικών φιλοδοξιών ιστορικών προσωπικοτήτων ή το πολύ-πολύ από τοπικιστικές αντιθέσεις.
Η μαρξιστική ιστοριογραφία βρέθηκε εξαρχής αντιμέτωπη με την επίσημη κρατική ιστοριογραφία, πάνω στην οποία στηριζόταν η ιδεολογία της «εθνικής ενότητας», σε αντιπαράθεση με τον ταξικό ανταγωνισμό που πρόβαλε το εργατικό κίνημα. Χάρη στο έργο μαρξιστών μελετητών -με σημαντικότερη τη συνεισφορά του Γιάννη Κορδάτου- αποκαλύφθηκαν οι αστικές ταξικές σκοπιμότητες και φωτίστηκαν σημαντικές πλευρές της ελληνικής ιστορίας. Πρώτα και κύρια, αμφισβητήθηκε η θεωρία της τρισχιλιετούς ιστορικής συνέχειας, ενώ αναδείχτηκαν οι ταξικές αντιθέσεις και η ταξική πάλη, ως καθοριστικά όλης της ιστορικής διαδρομής, ήδη από την αρχαιότητα.
Εντούτοις, η ελληνική μαρξιστική ιστοριογραφία παρέμεινε εγκλωβισμένη στην κυρίαρχη οικονομιστική και εξελικτικιστική αντίληψη της Β΄ και της Γ΄ Διεθνούς, που αποτελούσε και την εκδοχή της μαρξιστικής θεωρίας που αποδεχόταν το ΚΚΕ, ήδη από την ίδρυσή του, ως Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας, το 1918. Ταυτόχρονα, και ιδιαίτερα μετά το 1934, η κυρίαρχη στην ελληνική Αριστερά αντίληψη για τη νεοελληνική ιστορία καθορίστηκε από την εκτίμηση ότι στην Επανάσταση του 1821 επήλθε συμβιβασμός μεταξύ της αστικής τάξης και των φεουδαρχών (τσιφλικάδων), με συνέπεια να μην ολοκληρωθεί η αστικοδημοκρατική επανάσταση. Έτσι, ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός θεωρούνταν πως βρισκόταν υπό την κυριαρχία του «αστικοτσιφλικάδικου» συνασπισμού, με συνέπεια την καθυστέρηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Παράλληλα, η Ελλάδα, ως χώρα καθυστερημένη (για την ακρίβεια, με μέσο επίπεδο ανάπτυξης), θεωρούνταν οικονομικά και πολιτικά εξαρτημένη από τις δυτικές ιμπεριαλιστικές χώρες και κυρίως από τη Μεγάλη Βρετανία.
Συνέπεια αυτής της αντίληψης για τη νεοελληνική ιστορική πραγματικότητα ήταν και η εγκατάλειψη από το ΚΚΕ της στρατηγικής της σοσιαλιστικής επανάστασης, που αντικαταστάθηκε από τη στρατηγική των σταδίων μετάβασης στον σοσιαλισμό, βάση της οποίας αποτελούσε ο οικονομισμός και ο εξελικτικισμός.
Η αντίληψη της ιστορίας ως διαδικασίας εξέλιξης των παραγωγικών δυνάμεων και διαδοχής τρόπων παραγωγής που ανταποκρίνονται στο εκάστοτε επίπεδο ανάπτυξής τους, οδηγεί στην άποψη ότι η πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης προϋποθέτει την ύπαρξη υψηλού επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, άρα μπορεί να αποτελέσει στόχο του εργατικού κινήματος μόνο σε χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Κάτι, φυσικά, που βρίσκεται στον αντίποδα της λενινιστικής θεωρίας για τη σοσιαλιστική επανάσταση, σύμφωνα με την οποία προϋπόθεσή της είναι η πολιτική παρέμβαση σε μια συγκυρία κρίσης της κυρίαρχης εξουσίας, κατά την οποία ένας συνασπισμός κοινωνικών δυνάμεων υπό την ηγεμονία της εργατικής τάξης μπορεί να επιδιώξει την ανατροπή της. Η άνοδος της εργατικής τάξης (επικεφαλής του λαϊκού αντικαπιταλιστικού συνασπισμού) στην εξουσία ανοίγει τον δρόμο για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, ανεξάρτητα από το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.
Η αντίληψη του Λένιν για την επανάσταση εντάσσεται στη συνολικότερη άποψή του για την ταξική πάλη στις συνθήκες του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Καθώς η διεθνοποίηση των καπιταλιστικών σχέσεων συντελείται υπό την κυριαρχία των καπιταλιστικά αναπτυγμένων ιμπεριαλιστικών χωρών, ο Λένιν περιέγραφε τη διεθνή πραγματικότητα με τη μορφή μιας αλυσίδας αλληλοεξαρτώμενων κρίκων. Η επανάσταση και η κατάκτηση της εξουσίας σε οποιονδήποτε απ’ αυτούς τους κρίκους συνεπάγεται το σπάσιμο της αλυσίδας. Αδύνατος κρίκος, κατάλληλος για το σπάσιμο της αλυσίδας, είναι κάθε φορά εκείνος όπου εκδηλώνεται κρίση της αστικής κυριαρχίας, ανεξάρτητα από το επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ο λενινισμός συνιστά, έτσι, ρήξη με τον οικονομισμό και τον εξελικτικισμό, καθώς στην κλασική αντίληψη της οικονομικού στοιχείου, ως καθοριστικού της ιστορικής διαδικασίας, αντιπαραθέτει την έννοια της πολιτικής συγκυρίας, που μόνο σε τελευταία ανάλυση καθορίζεται από οικονομικά αίτια, άρα αυτά δεν είναι πάντα κυρίαρχα.
Στην κυρίαρχη στην ελληνική αριστερή ιστοριογραφία αντίληψη αντιπαρατίθεται η άποψη ότι η Επανάσταση του 1821 είχε αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα και ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός συγκροτήθηκε ήδη από το 1830 ως καπιταλιστικός, υπό την κυριαρχία, δηλαδή, της αστικής τάξης. Επιπλέον, ο οθωμανικός κοινωνικός σχηματισμός, στη ρήξη με τον οποίο συγκροτήθηκε ο ελληνικός, δεν κυριαρχούνταν από τον φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής. Επρόκειτο -όπως και ο βυζαντινός- για κοινωνικό σχηματισμό υπό την κυριαρχία του ανατολικού (ασιατικού) τρόπου παραγωγής, συναρθρωμένου με φεουδαρχικές, απλές εμπορευματικές και καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις.
Στον ανατολικό τρόπο παραγωγής η γη, κύρια πηγή πλούτου, ανήκει στον ανώτατο άρχοντα (τον αυτοκράτορα ή τον σουλτάνο), ως εκπροσώπου του Θεού, ο οποίος παραχωρεί δικαιώματα εκμετάλλευσης σε αξιωματούχους, χωρίς, όμως, να αποτελεί ιδιοκτησία τους. Συνάμα, μεγάλο μέρος της γης ανήκε σε ανεξάρτητους παραγωγούς. Η περίοδος παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συνοδεύτηκε από την ιδιοποίηση μεγάλων εκτάσεων γης από αξιωματούχους που μετατράπηκαν σε φεουδάρχες, ενώ παράλληλα αναπτύσσονταν και καπιταλιστικές σχέσεις.
Κατά την περίοδο αυτή -τον 18ο αιώνα- διαμορφώθηκε και η ελληνική αστική τάξη, που ανέπτυξε εμπορικές δραστηριότητες στη Βαλκανική, την κεντρική Ευρώπη και τη Ρωσία, και εμποροναυτιλιακές σε όλη τη Μεσόγειο, που συνδέθηκαν και με την ανάπτυξη της βιοτεχνικής παραγωγής στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο. Ως επεκτατική και συνάμα υποδεέστερη σε σχέση με το δυτικό κεφάλαιο, η ελληνική αστική τάξη συμμετέχει στην εκμετάλλευση πολλών από αυτές τις περιοχές στις οποίες δραστηριοποιείται, αν και ως «φτωχός συγγενής» των δυτικών αστικών τάξεων.
Στον ελλαδικό χώρο υπάρχει συνάρθρωση των αστών που δρουν στις παροικίες του εξωτερικού με τους «κοτζαμπάσηδες», την άρχουσα τάξη των χριστιανικών κοινοτήτων που ασκούσε την πολιτική εξουσία στο πλαίσιό τους, κατέχοντας και σημαντικές εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης. Η συνάρθρωση αυτή δεν συνιστούσε συμμαχία αστών και φεουδαρχών, καθώς συντελούνταν με όρους ενασχόλησης και των κοτζαμπάσηδων με εμπορικές δραστηριότητες, ενώ συνήθως αστοί-πάροικοι και κοτζαμπάσηδες -εμπορευόμενοι ή μη- συνδέονταν μεταξύ τους και με συγγενικές σχέσεις, αποτελώντας τα περίφημα «τζάκια».
Καθώς η ελληνική (ελληνόφωνη και μη) αστική τάξη αναδεικνύεται στην ισχυρότερη αστική τάξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας -χάρη στη θέση που κατέχει η ελληνόφωνη Ορθόδοξη Εκκλησία και στην ευνοϊκή γεωγραφική θέση των ελληνικών περιοχών-, η διεκδίκηση της εθνικής ανεξαρτησίας αποσκοπεί στη συγκρότηση κράτους για την προώθηση των συμφερόντων της, με την κατάργηση των περιορισμών που έθετε το οθωμανικό σύστημα στην καπιταλιστική ανάπτυξη.
Οι επιδιώξεις της αστικής τάξης συναντούν τις διαθέσεις και των λαϊκών στρωμάτων, τόσο της αγροτιάς -της μεγάλης πλειονότητας των πληθυσμών που αυτοαναγνωρίζονται ως ελληνικοί- όσο και των μικροβιοτεχνών, των μικρεμπόρων, των ναυτικών, των εργατοτεχνιτών κ.λπ., που έχουν άμεσα υλικά συμφέροντα από την απαλλαγή από την οθωμανική κυριαρχία. Τον προσανατολισμό αυτό ενισχύει ιδεολογικά ο ελληνικός διαφωτισμός, που θέτει τις βάσεις του επαναστατικού εθνισμού, με αναφορές στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη και στην αναγέννηση του αρχαιοελληνικού κλέους.
Η αναφορά στην αρχαιοελληνική δημοκρατία και στις αρχές που διακήρυξε η Γαλλική Επανάσταση, προσδίδει ριζοσπαστικό χαρακτήρα στο κίνημα της ελληνικής εθνικής ανεξαρτησίας, που θα επηρεάσει και τον ιδεολογικό και πολιτικό προσανατολισμό της Επανάστασης που θα ξεσπάσει το 1821.
πηγή: kommon.gr