Εργατικά δικαιώματα: νέα (?) κατάσταση, νέα και παλαιά καθήκοντα

1489
βιβλίου

Η νόμιμη διάρκεια της προσωρινής εργασίας θα παραμείνει στο όριο των 36 μηνών, θα διατηρηθεί το αίσχος της ασύδοτης επιβολής (ατομικών και ομαδικών) προγραμμάτων εκ περιτροπής εργασίας, θα ισχύσει επί μακρόν το απελευθερωμένο πλαίσιο των ατομικών και των ομαδικών απολύσεων, οι ενώσεις προσώπων θα εξακολουθούν να ρυθμίζουν τις εργασιακές σχέσεις στις επιχειρήσεις, θα ξεπαγώσουν οι τριετίες και οι ωριμάνσεις πριν η ανεργία περιοριστεί σε μονοψήφιο ποσοστό;

Με ανάμικτα συναισθήματα έγινε δεκτή από τις προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις και από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις της χώρας η αναβίωση δύο βασικών αρχών του συλλογικού εργατικού δικαίου πριν από περίπου ένα μήνα: της ευνοϊκότερης ρύθμισης και της επεκτασιμότητας των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Επιπλέον, η σχετική συζήτηση, εμπλουτισμένη με το θέμα της επικείμενης αύξησης του κατώτατου μισθού, επεκτάθηκε και σε ευρύτερα ζητήματα πολιτικής, όπως, ενδεικτικά, γύρω από το επιχείρημα ότι η επαναφορά των δύο αυτών αρχών επικυρώνει το αφήγημα περί της ουσιαστικής και οριστικής εξόδου από τα μνημόνια και σηματοδοτεί την αφετηρία μιας πορείας εντατικής επαναρρύθμισης των εργασιακών σχέσεων.

Από τη μια πλευρά, επικρατεί ενθουσιασμός και πανηγυρική διάθεση, εφόσον η προσπάθεια του Υπουργείου Εργασίας συνεπικουρείται από τη θετική προδιάθεση της ηγεσίας μιας μερίδας εργοδοτικών οργανώσεων, ενώ συνοδεύεται και από την αναμενόμενη και απαραίτητη -εν όψει πολλαπλών εκλογικών αναμετρήσεων- επικοινωνιακή καμπάνια. Στον αντίποδα, από άλλες δυνάμεις επιχειρείται μια υποβάθμιση της σπουδαιότητας της επαναφοράς των δύο αρχών του συλλογικού εργατικού δικαίου, ακόμη και αυτής καθαυτής της υπογραφής των υπουργικών αποφάσεων για την επέκταση ορισμένων κλαδικών συμβάσεων, συχνά με μαζική εργατική κάλυψη (λ.χ. τράπεζες, τουρισμός).

Και οι δύο προσεγγίσεις είναι προβληματικές: η πρώτη γιατί κινδυνεύει από ανώμαλη προσγείωση και ματαίωση, εφόσον μάλλον λογαριάζει χωρίς τον ξενοδόχο -τους δανειστές και τις εθνικές οικονομικές και πολιτικές ελίτ, εντός και κυρίως εκτός των εργοδοτικών ενώσεων- και η δεύτερη γιατί ρισκάρει να διαψευσθεί (ολικά ή μερικά), να ελαττώσει την αξιοπιστία και την κοινωνική διεισδυτικότητά της και τελικά να απολέσει την ευκαιρία για μια δυναμική αξιοποίηση της συγκυρίας προς όφελος των υποτελών τάξεων. Στο σημείο μάλλον αυτό χρειάζεται να γίνουν τρεις επισημάνσεις.

Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι το μνημόνιο αποτελεί ένα καθεστώς, από το οποίο δεν είναι δυνατόν να απεμπλακεί η εθνική αγορά εργασίας και η οικονομία με τη ψήφιση ή την επαναφορά 2-3 διατάξεων, όσο κομβικής σημασίας και αν είναι αυτές. Το μνημόνιο είναι ένα σύμπλεγμα καταστροφικών νομοθετικών ρυθμίσεων, ένα ολοκληρωμένο και συνεκτικό σύστημα κανόνων και αξιών, οι συνέπειες του οποίου δεν ξεριζώνονται από τη μια μέρα στην άλλη.

Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην Ε.Ε. όπου ο μειωμένος κατώτατος μισθός παραμένει καθηλωμένος τα τελευταία 6 χρόνια τόσο σε ονομαστική αξία όσο και σε αγοραστική δύναμη. Ακόμη και οι χώρες που εισήλθαν σε μνημονιακό καθεστώς έχουν αυξήσει σημαντικά τον κατώτατο μισθό, ο οποίος στην περίπτωση της Ελλάδας μετατράπηκε σχεδόν σε καθολικό εθνικό μισθό. Και αυτό γιατί το ποσοστό κάλυψης από συλλογικές συμβάσεις εργασίας είναι μόλις στο 10%, πολύ μακριά από το αμέσως επόμενο χειρότερο ποσοστό στην Ε.Ε. (36% στη Ρουμανία) και έτη φωτός από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (60%). Για να αντιστραφεί κάποια στιγμή στο μακρινό μέλλον αυτό το ιστορικό χαμηλό στην Ελλάδα, έστω στα προμνημονιακά επίπεδα (65%), εκτός από την απόλυτη επιτυχία της προσπάθειας επέκτασης των κάθε φορά σε ισχύ ΣΣΕ, απαιτείται προφανώς η πλήρης αποκατάσταση της διαδικασίας μεσολάβησης και διαιτησίας ενώπιον του ΟΜΕΔ, αλλά πάνω απ’ όλα η υπογραφή δεκάδων νέων ΣΣΕ σε κλάδους και επιχειρήσεις, όπου αυτές έχουν πλέον λήξει. Σε αυτές τις περιπτώσεις και σε ό,τι αφορά στο ζήτημα των θεσμικών κυρίως δικαιωμάτων η εργατική πάλη ξεκινά από μηδενική βάση μέσα σε ένα εξαιρετικά αντίξοο οικονομικό και νομικό πλαίσιο.

Υπενθυμίζεται, δεύτερον, ότι η επανέναρξη της ισχύος των δύο αρχών και η λειτουργία του νέου συστήματος καθορισμού του κατώτατου μισθού (πλέον με Νόμο και όχι από την Εθνική Γενική ΣΣΕ) αποτελούν σαφείς μνημονιακές προβλέψεις. Συνακόλουθα, το μείζον ερώτημα είναι το εξής: τί μέλλει γενέσθαι με όλα τα υπόλοιπα πεδία της εργατικής νομοθεσίας για τα οποία τα μνημόνια δεν προβλέπουν (άμεση) αποκατάσταση; Οι όποιες κυβερνητικές απόπειρες θα υπόκεινται σε έγκριση κάθε φορά από τους δανειστές, άρα θα εξαρτώνται από το (πραγματικό ή εικαζόμενο) δημοσιονομικό κόστος τους, ή/και θα ελέγχονται με βάση το κριτήριο της παρεμπόδισης των συμφωνημένων «μεταρρυθμίσεων»; Η νόμιμη διάρκεια της προσωρινής εργασίας θα παραμείνει στο όριο των 36 μηνών, θα διατηρηθεί το αίσχος της ασύδοτης επιβολής (ατομικών και ομαδικών) προγραμμάτων εκ περιτροπής εργασίας, θα ισχύσει επί μακρόν το απελευθερωμένο πλαίσιο των ατομικών και των ομαδικών απολύσεων, οι ενώσεις προσώπων θα εξακολουθούν να ρυθμίζουν τις εργασιακές σχέσεις στις μικρές επιχειρήσεις, θα ξεπαγώσουν οι τριετίες και οι ωριμάνσεις πριν η ανεργία περιοριστεί σε μονοψήφιο ποσοστό;

Για τους λόγους αυτούς, τρίτον, η ανάκαμψη του εργατικού κινήματος και η αναβάθμιση της συνδικαλιστικής δράσης επείγουν όσο ποτέ τα τελευταία χρόνια, υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι με όρους πλήρους ανεξαρτησίας και αυτοδιάθεσης θα αναληφθούν πρωτοβουλίες συμμαχιών και προγραμματικών συγκλίσεων από τις προοδευτικές συνιστώσες του συνδικαλιστικού κινήματος. Μια τέτοια προοπτική δείχνει να προσκρούει σήμερα σε δύο σκοπέλους.

Από τη μια, πολλές συλλογικές εργατικές δυνάμεις είναι δεσμευμένες στη λαίλαπα του νέο-κυβερνητισμού και λανθασμένα εκτιμούν ότι η κινηματική αδράνεια ή η αναστολή της αντιπολιτευτικής δράσης διευκολύνουν τις πολιτικές αποκατάστασης της εργατικής νομοθεσίας και, ταυτόχρονα, απομακρύνουν τον κίνδυνο της επανόδου της αντεργατικής νεοφιλελεύθερης δεξιάς στην εξουσία. Από την άλλη, σε άλλες πτέρυγες του εργατικού κινήματος παγιώνεται, και μάλλον ενισχύεται, μια στείρα αντικυβερνητική ρητορική που μέσα σε ένα κλίμα γενικευμένης πολιτικής αμηχανίας καταλήγει να υποτιμά το ότι η ικανοποίηση μέρους των πάγιων συνδικαλιστικών αιτημάτων μπορεί να συνεπάγεται την ενίσχυση της προοπτικής επανεκκίνησης των εργατικών αγώνων από -ελαφρώς έστω- καλύτερη αφετηρία.

Ωστόσο, το αμέσως επόμενο διάστημα, ιδίως διαρκούσης της τετράμηνης διαδικασίας κοινωνικής διαβούλευσης για το ύψος του κατώτατου μισθού που ξεκινά άμεσα, θα χρειαστούν ισχυρές και μαζικές απεργίες α) για την υπογραφή νέων αξιοπρεπών κλαδικών και επιχειρησιακών ΣΣΕ, β) για να υποχρεωθεί η εργοδοτική πλευρά να παραχωρεί τα στοιχεία από τα μητρώα της, ώστε να είναι εφικτή (και σύννομη) η επέκταση των ΣΣΕ, γ) για να αποκρουστεί η εργοδοτική αντιδραστική απάντηση, όπως εμμέσως απειλεί ο πρόεδρος του ΣΕΒ (ανταπεργία, εκδικητικές απολύσεις, αύξηση της παραβατικότητας στις εργασιακές σχέσεις, αθέμιτη μείωση του εργασιακού κόστους κοκ) απέναντι σε ευνοϊκές για τους εργαζόμενους συλλογικές ρυθμίσεις και δ) για να θεσμοθετηθούν σημαντικές αυξήσεις στον κατώτατο μισθό και να καταργηθεί πράγματι ο υποκατώτατος μισθός για τους νέους και τις νέες κάτω των 25 ετών.

Είναι σαφές ότι η επαναφορά των δύο συλλογικών αρχών και η έναρξη της διαδικασίας αύξησης του κατώτατου μισθού είναι ιστορικής σημασίας γεγονότα, υπό την έννοια ότι μετά από πολλά χρόνια παρέχεται -υπό προϋποθέσεις- η δυνατότητα της βελτίωσης των όρων και των συνθηκών απασχόλησης ενός σημαντικού αριθμού εργαζομένων. Αυτή η εξέλιξη από μόνη της επιδρά θετικά και στη προοπτική της αύξησης της συνδικαλιστικής πυκνότητας. Η υπερεκτίμηση ή η απαξίωση της νέας συνθήκης στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων δεν προσφέρουν καμία υπηρεσία ούτε στον κόσμο της μισθωτής εργασίας ούτε ακόμη στην ίδια την προσπάθεια της κυβέρνησης, για την οποία άλλωστε δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι επιθυμεί τη διαιώνιση της απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων ή ότι διαπνέεται προγραμματικά από νεοφιλελεύθερες αξίες στο πεδίο της απασχόλησης.

Συνοψίζοντας, στο αμέσως επόμενο διάστημα μένει να αποδειχθεί αν πραγματικά πρόκειται για μια νέα (ευνοϊκότερη) συγκυρία για τα εργατικά δικαιώματα ή αν η «μεταμνημονιακή» εποχή αποδειχθεί εξίσου μνημονιακή με την προηγούμενη. Σε κάθε περίπτωση αυτό που δεν μπορεί να αναβάλεται είναι η ανασύνταξη του εργατικού κινήματος και η οριοθέτηση κλασικών και επικαιροποιημένων καθηκόντων για τη προστασία των εργαζομένων σε ένα εύθραυστο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον. Ας είναι η πρωτοβουλία για διακλαδική απεργία την 1η Νοέμβρη η αρχή μιας ελπιδοφόρου πορείας εργατικής ανασύνταξης.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας