Διέξοδος η πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και η ειρηνική συνύπαρξη

1375
1975

Και ενώ το σύνολο, σχεδόν, του πολιτικού κόσμου στην Ελλάδα έχει επικεντρώσει στις εσωτερικές πολιτικές διαμάχες  που οξύνονται ενόψει εκλογών, με τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών να παρακολουθεί μάλλον με επιφύλαξη τις πολιτικές αντιπαραθέσεις, τα όσα διαδραματίζονται τις τελευταίες μέρες στις σχέσεις Κύπρου – Τουρκίας αντιμετωπίζονται σαν να συμβαίνουν κάπου πολύ μακριά.

Είναι κι αυτό συνέπεια μιας έντονης αποπολιτικοποίησης που τείνει να κυριαρχήσει σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, στην εποχή που η απόγνωση από τη μνημονιακή κοινωνική καταστροφή ενισχύει αντιλήψεις και πρακτικές που βασίζονται στο «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».

Είναι όμως και συνέπεια μιας αντίληψης που καλλιεργήθηκε επί δεκαετίες και κυριάρχησε στα χρόνια της επίπλαστης ευημερίας και της ιδεολογικής ηγεμονίας του «ευρωπαϊσμού»,  που αντιμετωπίζει την Ελλάδα, ούτε λίγο ούτε πολύ, σαν μια χώρα που δεν βρίσκεται στην κρίσιμη περιοχή των Βαλκανίων και της ανατολικής Μεσογείου. Εδώ όπου οι κρίσεις στις σχέσεις μεταξύ γειτονικών χωρών (Ισραήλ και αραβικών χωρών, Ελλάδας – Κύπρου και Τουρκίας, χωρών της πρώην Γιουγκοσλαβίας κ.λπ.) διαδέχονται η μία την άλλη με καταπληκτική συχνότητα.

Καλλιεργημένη κατάλληλα ήδη από την εποχή του «η Κύπρος κείται μακράν» του Κωνσταντίνου Καραμανλή, η αντίληψη ότι τα ζητήματα των σχέσεων μεταξύ Κύπρου και Τουρκίας δεν μας αφορούν και ιδιαίτερα, αποτελεί και την ιδεολογική βάση για την αποδοχή της άποψης ότι τελικά πρόκειται για ένα ζήτημα λίγο-πολύ ξένο προς εμάς, τους Ελλαδίτες.

Έστω κι αν οι σχέσεις της Κύπρου με την Τουρκία, με την κατά καιρούς οξύτητα που εμφανίζουν, συνδέονται άμεσα και αναπόσπαστα με τις σχέσεις και της Ελλάδας με την Τουρκία. Άλλωστε, ήταν το Κυπριακό που καθόρισε σημαντικές εξελίξεις στην ίδια την Ελλάδα και καμιά στοιχειωδώς σοβαρή ανάλυση της νεοελληνικής ιστορίας από τη δεκαετία του 1950 και μετά δεν θα μπορούσε να γίνει, χωρίς να παίρνεται υπόψη ο κυπριακός παράγοντας.

Άμεσα σχετιζόμενο με τις εξελίξεις στην πολιτική ζωή και κυρίως στην εξωτερική πολιτική και τις διεθνείς σχέσεις της Ελλάδας, το Κυπριακό έχει προφανώς την αυτονομία του, ως ζήτημα κατοχής του νησιού από τα τουρκικά στρατεύματα, που επέβαλαν μάλιστα και χωριστό ψευδοκράτος, το οποίο, βέβαια, ουδέποτε αναγνώρισε η διεθνής κοινότητα.

Ένα ψευδοκράτος που στηρίζεται εκτός από τα κατοχικά στρατεύματα και στην εθνοκάθαρση που συντελέστηκε το 1974 κατά την εισβολή του Αττίλα, με την εκδίωξη των ελληνοκυπριακών πληθυσμών από το βόρειο τμήμα του νησιού και τον παράλληλο ξεριζωμό και των Τουρκοκυπρίων από τις εστίες τους στον νότο.

Μόνο παίρνοντας υπόψη μας αυτό το ιστορικό πλαίσιο θα είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε τι ακριβώς συμβαίνει τον τελευταίο καιρό μεταξύ Τουρκίας και Κύπρου, με τις σχέσεις των δύο χωρών να βρίσκονται σε μια κρίσιμη ένταση.

Η τουρκική κατοχή του 38% του νησιού και η ύπαρξη του παράνομου ψευδοκράτους αποτελεί τη βάση για την αμφισβήτηση της κυπριακής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) από την Τουρκία. Θρασύτατα και ως συνέπεια της λογικής ότι τα τετελεσμένα της εισβολής του 1974 συνιστούν, πλέον, νόμιμο καθεστώς, η Τουρκία αμφισβητεί ευθέως το δικαίωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας να οριοθετεί τη δική της ΑΟΖ.

Και εδώ δεν πρόκειται για ανταγωνισμό για τους υδρογονάνθρακες που ίσως να ενδιέφεραν ιδιαίτερα ισχυρά καπιταλιστικά συμφέροντα, αλλά μπορεί και να μην αξιολογούνταν ως πρώτιστης σημασίας από τον εργαζόμενο κόσμο σε Κύπρο και Ελλάδα.

Πρόκειται για την αμφισβήτηση της ίδιας της νομιμότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας από μια χώρα που έχει επιβάλλει κατοχή σε μεγάλο μέρος των εδαφών της. Έτσι ώστε η αμφισβήτηση του δικαιώματος στην οριοθέτηση ΑΟΖ να συνιστά μια εκδήλωση της συνολικότερης αμφισβήτησης της εθνικής κυριαρχίας μιας χώρας ανεξάρτητης, κατά παράβαση κάθε έννοιας διεθνούς δικαίου.

Απέναντι σ’ αυτή την πραγματικότητα, που εκδηλώνεται με την απόπειρα γεωτρήσεων ακόμη και μέσα στον χώρο της κυπριακής υφαλοκρηπίδας στα ανοιχτά της Πάφου, και συνοδεύεται και από την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας σε νησιά του Αιγαίου (ακόμη και η ελληνικότητα της Γαύδου, στο Λιβυκό, νοτίως της Κρήτης, έχει τεθεί σε αμφισβήτηση), ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αντιδράσεις τόσο της κυπριακής και της ελληνικής κυβέρνησης όσο και των όποιων συμμάχων τους.

Έχοντας απομακρυνθεί από την παραδοσιακή πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική που είχε εγκαινιαστεί ήδη από τη δεκαετία του 1960 με τη συμμετοχή στο κίνημα των Αδεσμεύτων Χωρών, η Κύπρος έχει προσδεθεί τα τελευταία χρόνια στον αμερικανοϊσραηλινό άξονα, όπως ακριβώς έχει κάνει και η νατοϊκή Ελλάδα. Εγκαταλείποντας τις παραδοσιακές φιλικές σχέσεις της τόσο με τον αραβικό κόσμο (με εξαίρεση την Αίγυπτο που επίσης εντάσσεται στον άξονα των ΗΠΑ) όσο και με τη Ρωσία, μια δύναμη με ιδιαίτερη επιρροή στην περιοχή, όπως απέδειξαν και οι εξελίξεις στη γειτονική Συρία, η Κύπρος βρίσκεται έρμαιο των σχεδιασμών των νέων συμμάχων της.

Είναι ακριβώς αυτοί οι σχεδιασμοί, στο πλαίσιο των ανταγωνισμών ισχυρών επιχειρηματικών συμφερόντων που δεν αφορούν τους λαούς Κύπρου, Ελλάδας και Τουρκίας, που πέταξαν την Τουρκία έξω από την προοπτική συμμετοχής της στην αξιοποίηση του ενδεχόμενου ενεργειακού πλούτου στη θάλασσα της ανατολικής Μεσογείου, τροφοδοτώντας τον τουρκικό εθνικισμό. Είναι αυτοί οι σχεδιασμοί που αύριο, σε μια κρίσιμη στροφή της διεθνούς συγκυρίας, μπορεί να αναδιατάξουν τις συμμαχίες στην περιοχή. Και η Κύπρος, όπως και η Ελλάδα, ενδέχεται να βρεθούν σε θέση δραματική, ανάλογη μ’ αυτήν που βρίσκονται οι Κούρδοι της Συρίας και του Ιράκ.

Κι αυτοί νόμιζαν πως βρήκαν ισχυρή προστασία στις ΗΠΑ και στο Ισραήλ. Και διαρρηγνύοντας τις παραδοσιακές φιλικές σχέσεις με δυνάμεις που σταθερά ήταν στο πλευρό τους επί δεκαετίες, βρέθηκαν τελικά στο έλεος του τουρκικού στρατού.

Σ’ αυτές τις δύσκολες ώρες, όταν ο Κύπριος πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης κάνει λόγο για «δεύτερη εισβολή» της Τουρκίας, Κύπρος και Ελλάδα είναι υποχρεωμένες να επανεξετάσουν τις συμμαχίες τους και να αναπροσανατολιστούν σε μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική. Πέρα από το στενό και επικίνδυνο πλαίσιο του ευρωατλαντισμού, για μια πολιτική υπεράσπισης της εθνικής τους κυριαρχίας, αλλά συνάμα και για μια αναζήτηση από κοινού τόσο με την τουρκοκυπριακή κοινότητα στην Κύπρο όσο και με την ίδια την Τουρκία, διεξόδων εκτόνωσης της κρίσης στη βάση της ειρηνικής συνύπαρξης και του σεβασμού της διεθνούς νομιμότητας.

Πέραν του ευρωατλαντισμού και του εθνικισμού, η διέξοδος δεν μπορεί παρά να είναι η πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και η ειρηνική συνύπαρξη των λαών της Κύπρου (Ελλήνων και Τούρκων), της Ελλάδας και της Τουρκίας.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας