Ανάπτυξη χωρίς Συνδικάτα («non union development»)!-Με ρήτρα φτηνής εργασίας

511
Ανάπτυξη χωρίς Συνδικάτα

Ι. Μεγάλη η συμβολή του Σ/Κ από τη βιομηχανική επανάσταση μέχρι σήμερα

Τα Μνημόνια εισήγαγαν το δόγμα «ζώνη χωρίς Συνδικάτα» («without union area») με σκοπό την απρόσκοπτη επιβολή και εφαρμογή τους, πράγμα που πέτυχαν σε μεγάλο βαθμό με τις «πρόθυμες» μνημονιακές κυβερνήσεις και τα παρηκμασμένα -και συνάμα εξαρτημένα από τα συγγενικά μνημονιακά κόμματα- Συνδικάτα.

Σήμερα, που ξεδιπλώνονται οι θεσμοί των Μνημονίων στην πληρότητά τους και συγκροτούν τη λεγόμενη «μνημονιακή κανονικότητα», έχει δημιουργηθεί η μεγάλη ψευδαίσθηση στους Έλληνες ότι αυτή η κατάληξη ήταν μονόδρομος. Αλλά και ορισμένες μνημονιακές πολιτικές δυνάμεις και οι συνδικαλιστικές τους εκφράσεις, εθισμένες στην παραπλάνηση και στην πολιτική ιδιοτέλεια, διακηρύσσουν urbi et orbi ότι δήθεν …βγήκαμε από τα Μνημόνια. Χρήζει, ως εκ τούτου, μελέτης και εμβάθυνσης ο διαχρονικός ρόλος τού Συνδικαλιστικού Κινήματος στην πορεία των πολιτικών και κοινωνικών μας πραγμάτων, ώστε να εξαχθούν τα ακριβή συμπεράσματα τής διαχρονικής του πορείας.

Για τον ρόλο του Σ/Κ και τη μεγάλη συμβολή του στην ανάπτυξη της παραγωγής και της οικονομίας, από τη Βιομηχανική Επανάσταση μέχρι σήμερα, έχουμε πολλές φορές γράψει σε άρθρα και βιβλία μας και αναφερθεί σε συνεντεύξεις μας (βλ. τα βιβλία μας «Θεωρητικά Ζητήματα του Συνδικαλιστικού Κινήματος», Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1989, «Εργασία και Συνδικάτα στη Μεταβιομηχανική Κοινωνία», Εκδόσεις Νέα Σύνορα-Α.Α.Λιβάνη, Αθήνα 1993 και «Το Τέλος του Κοινωνικού Κράτους; Αριστερά και Συνδικάτα Μπροστά στην Απορρύθμιση», Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα, α’ έκδοση Μάρτιος 2008, β’ έκδοση Μάιος 2008).

Η συλλογική δράση και οργάνωση των εργατών και αργότερα των υπαλλήλων συντέλεσε στην αύξηση της ευημερίας ευρύτερων εργατικών διαστρωματώσεων αλλά και όλης της κοινωνίας. Η συλλογική σύμβαση εργασίας (ΣΣΕ), η «υπαρκτική» αυτή κατάκτηση του Σ/Κ, αποτέλεσε βασικό μηχανισμό αύξησης των μισθών και των ημερομισθίων, κατοχύρωσης πρόσθετων παροχών, δημιουργίας πολλών κοινωνικών και οικονομικών θεσμών για όλη την Εργατική Τάξη, που οδήγησε και στη δημιουργία μόνιμων συνταγματικών ρυθμίσεων του λεγόμενου Κοινωνικού Κράτους Δικαίου. Με τη μίμηση και την ενοποιό δράση, οι θεσμοί αυτοί επεκτάθηκαν και σε άλλους κλάδους τού κοινωνικού γίγνεσθαι ώστε να αποτελέσουν, για μεγάλο χρονικό διάστημα, μια γενικευμένη κοινωνική κατάσταση.

Παρά τις αδυναμίες του και τη σημερινή κρίση, στο Σ/Κ οφείλεται η κατάκτηση για μεγάλο χρονικό διάστημα τής διατήρησης του επιπέδου ευημερίας των ευρύτερων εργατοϋπαλληλικών στρωμάτων στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Στο Σ/Κ οφείλεται επίσης, καθώς και στις ευνοϊκές κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που προετοίμασε, το ότι φίλιες πολιτικές δυνάμεις ή γεννημένα (έμμεσα ή άμεσα) από αυτό κόμματα άσκησαν γενικότερες φιλεργατικές και φιλοκοινωνικές πολιτικές που ευνόησαν κυρίως (ή απλώς ευνόησαν) και τα εργατοϋπαλληλικά στρώματα, ανεξαρτήτως αν κάθε κοινωνός κατείχε μια θέση εργασίας ή όχι.

ΙΙ.Το Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο (ΣΣΕ-Δίκαιο Απεργίας κ.ά.) ενίσχυσε το Σ/Κ και την ευημερία τής Εργατικής Τάξης

Είναι βέβαια γεγονός ότι η γέννηση, ανάπτυξη και ενίσχυση του ρόλου του Σ/Κ και ό,τι αυτό εξέφραζε, εξελίχθηκε παράλληλα με την κομβική και διαχρονικά ενισχυμένη θέση τής ανθρώπινης εργασίας ως του καθοριστικού παράγοντα τής κίνησης της παραγωγής και της οικονομίας.

Επιφανείς μελετητές και συγγραφείς των κλασικών οικονομικών συγγραμμάτων έχουν αποδείξει ότι η ανάπτυξη της παραγωγής και της οικονομίας, της παραγωγικότητας της εργασίας και της κατάκτησης νέων τρόπων οργάνωσης, της καπιταλιστικής κερδοφορίας, της συνδικαλιστικής δράσης και του αυξημένου ρόλου των εργατών στα παραγωγικά συστήματα, είναι αλληλένδετα και απολύτως σχετιζόμενα μεταξύ τους.

Η δημιουργία και η ανάπτυξη, επομένως, του θεσμικού πλαισίου όλου του Συλλογικού Εργατικού Δικαίου τα τελευταία 100 χρόνια (ΣΣΕ, συστήματα Διαιτησίας, θέσπιση κατώτατου μισθού, σταθερές προσαυξήσεις αποδοχών, επιδόματα, Δώρα, κοινωνικός μισθός, απαγόρευση ομαδικών απολύσεων, δικαιώματα των εργαζομένων από τη διαδοχή εργοδότη και άλλοι κοινωνικοί θεσμοί συμμετοχής και αυτοδιαχείρισης της παραγωγικής διαδικασίας) ήταν επιτυχία και κατάκτηση της παγκόσμιας, ευρωπαϊκής αλλά και της ελληνικής Εργατικής Τάξης.

Στα πλαίσια τής διαρκούς κοινωνικής διαπραγμάτευσης δημιουργήθηκαν πάσης φύσεως Ταμεία Αλληλοβοηθείας, Επικουρικά, Συνδρομητικά, Ερανικά, Προνοιακά κ.λπ., με συμφωνίες εργοδοτών και εργαζομένων που άμβλυναν την όξυνση της ταξικής πάλης και συνέβαλαν στην αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας.

ΙΙΙ.Η ανοδική πορεία τού Σ/Κ τερμάτισε με το Μάαστριχτ (1992) και την ΟΝΕ (2001)

Με την προϊούσα υποβάθμιση του ρόλου και της συμβολής τής εργατικής δύναμης στην παραγωγική διαδικασία, έναντι της ολοένα και πιο καθοριστικής και αυξητικής συμμετοχής των κάθε είδους μηχανών και τεχνολογιών στην καπιταλιστική κερδοφορία, το συλλογικό (θεσμικό) εργατικό υποκείμενο, το Σωματείο (συλλογικός εργάτης) έχανε χρόνο με τον χρόνο την ισχύ και τον ρόλο του και ό,τι εξέφραζε διαχρονικά για την Εργατική Τάξη και την κοινωνία.

Οι εθνικές έννομες τάξεις, παράλληλα με την όλο και πιο εντατική και εκτατική χρήση των νέων τεχνολογιών, που συνεπέφερε τον αυτονόητο περιορισμό-παραγκωνισμό και μικρότερη παραγωγική αποτίμηση της εργατικής δύναμης, άρχισαν εμμέσως την πρώτη περίοδο και ευθέως αργότερα να αμφισβητούν τον ρόλο τού Συνδικάτου και όλους τους θεσμούς τής συλλογικής αυτονομίας, μέσω των οποίων είχε εξασφαλίσει μια σοβαρή και καθοριστική παρεμβατική δράση και παρουσία στους θεσμούς του αστικού-κοινοβουλευτικού συστήματος.

Έτσι, τον τελευταίο καιρό αμφισβητήθηκαν οι διατάξεις για το ωράριο, για τις ομαδικές απολύσεις, για την προστασία των εργαζομένων στις περιπτώσεις συγχωνεύσεων ή μεταφοράς επιχειρήσεων, για την αλλαγή εργοδότη κ.λπ. που θεωρούνταν μέχρι πρότινος κορυφαίες θεσμικές κατακτήσεις του Σ/Κ.

Ταυτόχρονα άρχισαν να αίρονται σταδιακά οι διατάξεις για τον κατώτατο (εισαγωγικό) μισθό, για τις τριετίες, για την ένταξη ευρύτερων κατηγοριών εργαζομένων στα βαρέα και ανθυγιεινά, για τα επιδόματα κάθε είδους, για τις παροχές που δίδονταν μετά τη συμπλήρωση αποδοτικής υπηρεσίας ορισμένης περιόδου (επιδόματα δεκαετίας κ.λπ.) και άλλοι κατοχυρωμένοι θεσμοί που είχαν δημιουργηθεί ως συνέπεια της ασφαλισμένης μισθωτής εργασίας και του σταθερού μισθού.

Την αφορμή γι’αυτή την πορεία κατεδάφισης των παραπάνω κατακτήσεων, αλλά και αμφισβήτησης και απαξίωσης του Σ/Κ και ολόκληρου του Συλλογικού Εργασιακού Πολιτισμού τής λεγόμενης «Μακράς Σοσιαλδημοκρατικής Συναίνεσης» άρχισε με το Μάαστριχτ (1992) και την ΟΝΕ (για την Ελλάδα 2001).

Στους περιφερειακούς κύκλους τής ΕΕ η εχθρότητα τής Ευρωπαϊκής Τεχνοδομής προς τις δυνάμεις τής οργανωμένης Εργασίας και η σταδιακή κατάργηση αυτών των επιτευγμάτων έλαβαν τη μορφή καταιγίδας αφού οι θεσμοί τής εργασίας δεν είχαν προλάβει να ενσωματωθούν ως ισότιμοι θεσμοί τής κοινωνίας και της οικονομίας, όπως συνέβη στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη.

Μετά το Μάαστριχτ, η άνοιξη του Σ/Κ στην Ευρωπαϊκή Περιφέρεια αποδείχθηκε σύντομη. Ουδόλως απασχόλησε την κρατούσα πολιτική και οικονομική τάξη και βεβαίως τα ευρωπαϊκά όργανα ότι η αμφισβήτηση του Σ/Κ και της κοινωνίας είναι βέβαιο ότι, αργά ή γρήγορα, θα συνεπιφέρει και την απίσχναση, την αμφισβήτηση της Δημοκρατίας κυρίως μέσω της σταδιακής κατάργησης των μορφών συμμετοχής του Σ/Κ σ’αυτήν. Ούτε άλλωστε στις χώρες του «οικονομικού Νότου» είχαν νομοθετηθεί θεσμικές και οικονομικές αντισταθμίσεις, που θα εξασφάλιζαν (έστω και εξ άλλων πηγών) το κατακτημένο οικονομικό επίπεδο των εργαζομένων και των ανέργων, κυρίως αυτών τής «δομικής» ανεργίας.

Ήδη στην Ευρώπη, από την περίοδο τής απόρριψης της λεγόμενης «Ευρωπαϊκής Συνταγματικής Συνθήκης» σε μεγάλες και καθιδρυτικές τής ΕΕ χώρες, έχουν αναπτυχθεί και διακηρυχθεί αντιδημοκρατικές αρχές και νοοτροπίες που με το επιχείρημα τού «λαϊκισμού» αποστρέφονται την έκφραση της λαϊκής βούλησης μέσω δημοψηφισμάτων. Στην ουσία δηλαδή απαγορεύουν την εναλλακτική άποψη και έκφραση των πολιτών για τα θεμελιώδη πολιτικά και οργανωτικά ζητήματα της ΕΕ.

IV.Δανειστές και μνημονιακά κόμματα (ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ) συμφώνησαν και πέτυχαν την απαξίωση του Σ/Κ

Εντός αυτού τού πνεύματος και των ανισομερών κανόνων τής ΟΝΕ, οι Δανειστές τής χώρας αμφισβήτησαν ευθέως, από την πρώτη στιγμή, με το α’ Μνημόνιο (ν. 3845/2010), τις θεσμικές κατακτήσεις τής συλλογικής εργατικής δράσης. Εξ υπαρχής, αλλά κυρίως με το β’ (ν. 4046/2012) και γ’ γενικευμένο και ανακεφαλαιωτικό Μνημόνιο (ν. 4336/2015), τέθηκαν στο τραπέζι το ζήτημα των ομαδικών απολύσεων, της επέκτασης και το εύρος ισχύος των ΣΣΕ, οι πλειοψηφίες για τις ψηφοφορίες στις Συνδικαλιστικές Οργανώσεις, οι αποφάσεις για την κήρυξη απεργίας κ.λπ.

Δεν ήταν οι θεσμοί αυτοί καθ’εαυτοί που ενοχλούσαν τους εταίρους-δανειστές αλλά το ότι αποτελούσαν εμπόδιο-τροχοπέδη στο αναπτυξιακό-παραγωγικό αφήγημά τους που ενστερνίζονταν και οι εσωτερικές πολιτικές δυνάμεις τού μνημονιακού τόξου.

Κατ’ουσίαν το αφήγημα αυτό πρεσβεύει ότι, αφού η ανάπτυξη δεν μπορεί να επιτευχθεί με δημοσιοεπενδυτικά παραγωγικά μέσα που απαγορεύονται ή απαλλοτριώνονται, αλλά με ακύρωση ή κατάργηση εργασιακών-μισθολογικών κυρίως- δικαιωμάτων, ο ισχυρός και κυρίαρχος (κατ’αυτούς) ρόλος των Συνδικάτων είτε πρέπει να απαλειφθεί είτε τουλάχιστον να περιοριστεί. Και το δόγμα αυτό εκφράστηκε χωρίς ιδεολογικά ταμπού για τα δεδομένα τής αστικής δημοκρατίας, που υποτίθεται ότι ευνοεί τον πλουραλισμό, την πολυφωνία, την κοινωνική συμμετοχή, την αποτελεσματικότητα των εργατικών και συνδικαλιστικών αγώνων, τους θεσμούς άμβλυνσης τής ταξικής πάλης κ.λπ. Γιατί δεν πρέπει να λησμονείται ότι η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, στη βαθύτερη ουσία της, είναι το πολίτευμα των εναλλακτικών λύσεων και τρόπων οργάνωσης της κοινωνίας και της οικονομίας.

Ο Φριντμαν-ικής έμπνευσης ΕΦΚΑ που καταργεί όλο τον πολιτισμό και τη δημοκρατία τής εργασίας και των συνδικαλιστικών αγώνων, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής τής απολυταρχικής-βικτωριανής αντίληψης που μάλιστα δημιούργησε και σε ημιμαθείς τής διαλεκτικής παιδείας την πεποίθηση ότι θεσμοθετούν την «προς τα κάτω εξισωτική δικαιοσύνη» για όλους.

Πράγματι, όχι μόνον οι θεσμοί τού Ατομικού Εργατικού Δικαίου αλλά κυρίως οι βασικοί θεσμοί-εργαλεία του Συλλογικού και Συνδικαλιστικού Δικαίου επλήγησαν περισσότερο, κυρίως από τα τελευταία Μνημόνια. Ιδίως το γ’ Μνημόνιο (ν. 4336/2015) και ο βασικός εφαρμοστικός του νόμος 4512/2018 (νόμος Τσακαλώτου-Αχτσιόγλου) στόχευσαν με συγκεκριμένους θεσμούς, κατευθύνσεις και διατάξεις και σε μεγάλο βαθμό πέτυχαν την κατάργηση-αδρανοποίηση ή περιορισμό τής ισχύος όλων των θεσμών του Συλλογικού Εργατικού Δικαίου όπως σε πολλές ανακοινώσεις τής ΕΝΥΠΕΚΚ έχουμε αναλύσει (βλ. την από 31-12018 ανακοίνωσή μας).

Αυτοί που ψήφισαν το γ’ Μνημόνιο, δηλαδή το 90% περίπου τής σημερινής Ελληνικής Βουλής, υποβάθμισαν τη διαχρονική συνταγματική αξία ότι η συλλογικότητα είναι Πολιτισμός, ότι οδηγεί σε ανώτερη υπαρκτικά μορφή κοινωνίας και ως εκ τούτου δημιουργεί συνθήκες μεγαλύτερης εργασιακής απόδοσης αλλά και ευημερίας των συλλογικών κοινωνικών υποκειμένων.

V.Η «αριστερή» επίθεση στα Συνδικάτα και το δικαίωμα της απεργίας. Το γ’ Μνημόνιο (ν. 4336/2015) και ο ν.4512/2018 προετοίμασαν το έδαφος για το σχέδιο Χατζηδάκη.

Μεταξύ των πολλών προαπαιτούμενων που αποδέχθηκε η κυβέρνηση στα πλαίσια της τρίτης αξιολόγησης του τρίτου μνημονιακού προγράμματος (Ν. 4336/2015), ήταν και ο δραστικός περιορισμός (ουσιαστικά η κατάργηση) του δικαιώματος της απεργίας στις Πρωτοβάθμιες Οργανώσεις αφού, για να ληφθεί απόφαση, θα πρέπει εφεξής, όχι απλά να μετέχει (απαρτία), αλλά και να ψηφίζει θετικά το 50% +1 των ταμειακώς ενήμερων μελών!

Ειδικότερα, σύμφωνα με το σχετικό εδάφιο (σελ. 25) της από 3/12/2017 συμφωνίας της κυβέρνησης με τους δανειστές («Supplemental Memorandum of Understanding: Greece, Third Review of the ESM Programme): «ii.As a prior action, the authorities will analyse and adopt legislation to increase the quorum for first–degree unions to vote on a strike to 50 percent.», δηλαδή «ii.Ως προαπαιτούμενη δράση, οι αρχές θα συντάξουν και θα υιοθετήσουν νομοθεσία προκειμένου στις Πρωτοβάθμιες Συνδικαλιστικές Οργανώσεις να αυξηθεί η απαρτία έτσι ώστε για τη λήψη της απόφασης για απεργία να αποφασίζει το 50% των οικονομικά ενήμερων μελών.».

Στις 9-12-2017 η τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε να νομοθετήσει μεταμεσονύχτια τροπολογία, η οποία όμως αποσύρθηκε κάτω από την κατακραυγή του ΚΚΕ, των άλλων αριστερών συλλογικοτήτων και πολλών Συνδικάτων.

Τελικά ψηφίστηκε το άρθρο 211 του Ν. 4512/2018, στο οποίο οριζόταν ότι, μετά το τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 8 του Ν. 1264/1982, προστίθεται εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο «για τη συζήτηση και τη λήψη απόφασης κήρυξης απεργίας απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον του ενός δευτέρου (1/2) των οικονομικά τακτοποιημένων μελών.».

Στην ουσία η ρύθμιση αυτή τροποποιούσε τη γενική διατύπωση του άρθρου 8 παρ. 2 του ν. 1264/1982 που αναφέρεται στη σύγκληση Γενικής Συνέλευσης, στην επίτευξη απαρτίας και στη λήψη απόφασης, αποσιωπώντας το άρθρο 20 του ιδίου νόμου περί του ποσοστού για την κήρυξή της.

Σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 2 του ν. 1264/1982, που ίσχυσε για 35 ολόκληρα χρόνια, «Με την επιφύλαξη των άρθρων 99 και 100 Α.Κ. όπως και κάθε άλλης διάταξης με την οποία προβλέπεται ειδική απαρτία και εφόσον το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά, για να γίνει συζήτηση και για να ληφθεί απόφαση, κατά τις Συνελεύσεις, απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον του ενός τρίτου (1/3) των οικονομικά τακτοποιημένων μελών. Αν δεν υπάρχει απαρτία κατά την πρώτη συζήτηση συγκαλείται νέα συνέλευση μέσα σε δύο (2) μέχρι δεκαπέντε (15) μέρες, κατά την οποία απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον του ενός τετάρτου (1/4) των οικονομικά τακτοποιημένων μελών. Εάν δεν υπάρξει απαρτία κατά τη δεύτερη συνέλευση συγκαλείται μέσα σε δύο (2) μέχρι δεκαπέντε (15) μέρες τρίτη κατά την οποία είναι αρκετή η παρουσία του ενός πέμπτου (1/5) των οικονομικά τακτοποιημένων μελών. Απαγορεύεται η συμμετοχή στις Συνελεύσεις και στις ψηφοφορίες με οποιουδήποτε είδους εξουσιοδότηση.».

Με τη ρύθμιση όμως του άρθρου 211 του ν. 4512/2018 του ΣΥΡΙΖΑ, άνοιξε ένα παράθυρο στενής-περιοριστικής ερμηνείας των σχετικών διατάξεων από κυβέρνηση και εργοδότες (πιθανώς και από τα Δικαστήρια) για τη νόμιμη (ή μη) κήρυξη απεργίας από τις Πρωτοβάθμιες Ενώσεις που έμελλε να ματαιώσει το εύρος των ήδη περιορισμένων απεργιακών κινητοποιήσεων.

Η διατύπωση δε της τροποποιητικής αυτής ρύθμισης περιελάμβανε όλες τις Πρωτοβάθμιες Ενώσεις ανεξαρτήτως τοπικότητας. Άλλωστε οι Δευτεροβάθμιες και η Τριτοβάθμια (ΓΣΕΕ) Οργανώσεις έχουν συνήθως επικαλυπτικό ρόλο, αφού οι διεργασίες των απεργιακών αγώνων γίνονται στους εργαζομένους και τα μέλη των πρωτοβάθμιων σωματείων.

Υποστηρίζεται από ορισμένους ότι η ρύθμιση του άρθρου 211 για τις απεργίες είναι «ατελής», πλην όμως, σήμερα αποδεικνύεται ότι ήταν μελετημένη και ευφυώς επεξεργασμένη διατύπωση που στόχευε στην ευνοϊκή για την ελληνική και ξένη εργοδοσία περιοριστική ερμηνεία περί νομιμότητας των απεργιών.

Η απαίτηση επίτευξης απαρτίας με το 50%+1 των ταμειακώς τακτοποιημένων μελών στα Πρωτοβάθμια Σωματεία με εργαζομένους πολλών ταχυτήτων και μειωμένους μισθούς, καθώς και η αξίωση της ίδιας απαρτίας για τη λήψη απόφασης για απεργία, θα οδηγούσε αναπόφευκτα στη ματαίωση του μεγαλύτερου μέρους των απεργιών.

Προσπάθεια με το ίδιο περιεχόμενο διαπίστωσης απαρτίας και λήψης απόφασης για απεργία έγινε και από τη Μάργκαρετ Θάτσερ το 1988, η οποία
-προ του κινδύνου κυβερνητικής κρίσης- απέσυρε τελικά τη διάταξη και δεν ήρθε ποτέ για συζήτηση στο Κοινοβούλιο.

Στην πατρίδα μας η πρώτη προσπάθεια ουσιαστικού περιορισμού τού δικαιώματος για απεργία, μετά τον ν. 1264/1982, επιχειρήθηκε με το άρθρο 4 (παρ.1 εδ.γ) του ν. 1365/1983 («Κοινωνικοποίηση των επιχειρήσεων δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, ΦΕΚ Α 80/22-6-1983), σύμφωνα με το οποίο, για να ληφθεί απόφαση για απεργιακή κινητοποίηση απαιτείται η απόλυτη πλειοψηφία των εγγεγραμμένων μελών της οργάνωσης. Το άρθρο αυτό, μετά τις μαζικές αντιδράσεις των Συνδικαλιστικών Οργανώσεων, ουδέποτε εφαρμόστηκε.

Η διάταξη του ν. 4512/2018 ήταν νομοτελειακή μετάλλαξη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ που είναι ταυτισμένη με τους δανειστές και τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό των Μνημονίων. Εξάλλου από την ένταξή μας στα Μνημόνια (2010), η απεργία ήταν θεσμός υπό διωγμό, «υπό προγραφή»! Ήταν όμως και προπομπός τού σημερινού εργασιακού νομοσχεδίου Χατζηδάκη!

Κατ’ουσίαν, μετά την ψήφιση του ν. 4512/2018 από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, η άσκηση του δικαιώματος της απεργίας, παρά τις αντίθετες καθησυχαστικές τοποθετήσεις της κυβέρνησης και τμήματος της συνδικαλιστικής ηγεσίας, με δεδομένη την απο-μαζικοποίηση των Συνδικάτων, ήταν σχεδόν αδύνατη.

Η συνδικαλιστική πυκνότητα άρχισε να καταρρέει γιατί οι εργαζόμενοι έχασαν την εμπιστοσύνη τους στην αποτελεσματικότητα των Συνδικάτων, αλλά και γιατί η κατασυκοφάντησή τους, κατά τη μνημονιακή περίοδο, ξεπέρασε κάθε όριο! Σήμερα δεν υπερβαίνει το 15% του συνόλου των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα και το 39% του συνόλου στον δημόσιο τομέα! Αλλά και πολλά από τα εγγεγραμμένα μέλη αδυνατούν να καταβάλουν τη συνδρομή τους λόγω μείωσης των αμοιβών τους.

Οι δανειστές, που «συνεργάστηκαν» με πολλές κυβερνήσεις στη μέχρι τώρα εντεκάχρονη μνημονιακή και «μεταμνημονιακή» διακυβέρνηση, γνωρίζουν πολύ καλά ότι, υπό άλλες πολιτικές συνθήκες, θα ήταν δύσκολο έως αδύνατο να «περάσει» μια τέτοια ρύθμιση. Γι’αυτό και επίσπευσαν τη ρύθμιση του ν. 4512/2018 επί ΣΥΡΙΖΑ, μιας κυβέρνησης ο κύριος κορμός της οποίας εξελέγη στο όνομα τής Αριστεράς. Έτσι κάθε προοδευτική κίνηση θα δυσφημιζόταν για το αόριστο μέλλον στα μάτια τής ελληνικής και ευρωπαϊκής Εργατικής Τάξης αφού θα διακηρυσσόταν προς πάσα κατεύθυνση ότι η «Αριστερά» ήταν αυτή που άνοιξε τον δρόμο για την κατάργηση του δικαιώματος της απεργίας.

Η ψήφιση του ν. 4512/2018 βρήκε το Συνδικαλιστικό Κίνημα παντελώς άνευρο, απομαζικοποιημένο και απογοητευμένο από την κυβέρνηση που ανέδειξε για να περιφρουρήσει -αν όχι και να διευρύνει- τα δικαιώματά του. Εξάλλου, ήταν βέβαιο ότι όλο σχεδόν το μνημονιακό πολιτικό τόξο, ανεξάρτητα από τη θέση που είχε λάβει τότε στη Βουλή, τασσόταν υπέρ της κατάργησης τού δικαιώματος της απεργίας, πράγμα που συμβαίνει πάλι και σήμερα με το εργασιακό νομοσχέδιο Χατζηδάκη.

Έτσι το πιο σημαντικό όπλο της συλλογικής ταξικής (κοινωνικής) πάλης αποδυναμώθηκε και ανισχυροποιήθηκε. Γιατί η συνδικαλιστική «ζύμωση», η δημοκρατία του Δρώντος Λαού γίνεται και αναπτύσσεται στις συνελεύσεις των Πρωτοβάθμιων Σωματείων και όχι στις άλλες βαθμίδες τής συνδικαλιστικής ιεραρχίας, που, όταν προκηρύσσουν απεργία, συνήθως δεν βρίσκουν ανταπόκριση στους εγγεγραμμένους ή μη εργαζομένους και ανέργους. Με άλλα λόγια, καταργείται η επικοινωνία και η κινητικότητα στη βάση των Συνδικάτων, κυρίως των Πρωτοβάθμιων.

Του ν. 4512/2018 (άρθρο 211) είχαν προηγηθεί οι διατάξεις του «συμπληρωματικού» Μνημονίου (ν. 4472/2017) και του εφαρμοστικού του ν.. 4475/2017, επίσης της «αριστερής» κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, που:

-ανέστειλαν τη λειτουργία των ΣΣΕ μέχρι το 2021 (άρθρο 16 ν. 4472/2017),

-«πάγωσαν» τις αρχές της ευνοϊκότερης ρύθμισης και της επεκτασιμότητας των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων (άρθρο 16 ν. 4472/2017),

-απελευθέρωσαν πλήρως τις ομαδικές απολύσεις (άρθρο 17 του ν. 4472/2017),

-συρρίκνωσαν τις διευκολύνσεις της συνδικαλιστικής δράσης και την προστασία από απόλυση των επικεφαλής των Συνδικάτων (άρθρα 18-19 του ν. 4472/2017) και

-επέτρεψαν το μισθολογικό «lock-out», τη δυνατότητα δηλαδή του εργοδότη να μην πληρώνει όσους επιθυμούν να εργαστούν όταν το επιχειρησιακό Σωματείο απεργεί (άρθρο 20 ν. 4472/2017)!

Ήταν, επομένως, νομοτελειακό να υπάρξει και η δυσάρεστη θεσμική εξέλιξη του ν. 4512/2018, που ουσιαστικά απαγόρευσε την απεργία στις ΔΕΚΟ, τις Τράπεζες και το Δημόσιο. Νομοτελειακό ήταν και η σημερινή κυβέρνηση της Ν.Δ. να προωθήσει ένα τέτοιο νομοσχέδιο όπως το νομοσχέδιο Χατζηδάκη.

Όπως έχουμε αναφέρει πολλάκις, οι δανειστές ουσιαστικά έχουν ξαναγράψει το Ελληνικό Εργατικό Δίκαιο και έδωσαν εντολή να κωδικοποιηθεί η μνημονιακή Εργατική Νομοθεσία (βλ. την από 12/12/2017 ανακοίνωση της ΕΝΥΠΕΚΚ). Σκοπός ήταν, όχι μόνο να δυσκολευτεί η μελλοντική τροποποίησή του από μια ανεξάρτητη και πατριωτική κυβέρνηση, αλλά και να διασφαλιστεί μια πορεία διαρκούς μετάπτωσης της χώρας μας σε δευτερεύουσα-συμπληρωματική κοινωνία και οικονομία σε σχέση με τις κεντροευρωπαϊκές, σε μια χώρα με φτηνή εργασία χωρίς Συνδικάτα και απεργίες.

Κι αυτό, παρά το ότι οι μνημονιακές εργασιακές και ασφαλιστικές ρυθμίσεις, οι περισσότερες τουλάχιστον, αντιβαίνουν όχι μόνο στο προηγούμενο Εθνικό-Συνταγματικό Δίκαιο, αλλά και στο υπερεθνικό Δίκαιο και τις Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας.

Έτσι, με την ψήφιση του άρθρου 211 του ν. 4512/2018, είχε προετοιμαστεί η στοχευμένη επίθεση της μνημονιακής υπεροπλίας των δανειστών εναντίον του εθνικού Συνταγματικού, Συνδικαλιστικού και Εργατικού Δικαίου που, παρά τις ελλείψεις και τις ατέλειές του, προστάτευε για αρκετές δεκαετίες (κυρίως από τη Μεταπολίτευση και εντεύθεν) την ασθενή πλευρά τής μισθωτής εργασίας που είναι ο εργαζόμενος.

Η αποικιοκρατική αυτή επιβολή του μνημονιακού Εργατικού Δικαίου δεν οφείλεται μόνο στη μνημονιακή προπαγάνδα, αλλά και στην απροθυμία ή αδυναμία της ηγεσίας του Σ/Κ και της συνόλης Αριστεράς να αντιταχθούν στον αντιδημοκρατικό αυτό κατήφορο. Όλοι μαζί βύθισαν τη συλλογική δράση σε ανυποληψία και αναποτελεσματικότητα κι έδωσαν τη δυνατότητα στους μνημονιακούς ρήτορες και κονδυλοφόρους να παρουσιάζουν τη συνδικαλιστική δράση ως αντικοινωνικό, αξιόποινο(!) και αντεθνικό …εγχείρημα!!

Σήμερα με το σχέδιο Χατζηδάκη ολοκληρώνεται η ακραία νεοφιλελεύθερη επιλογή τής ουσιαστικής κατάργησης του απεργιακού δικαιώματος, εκεί όπου η δημοκρατία τής βάσης μπορούσε να προμηνύσει μια μαζικότερη έκφραση και δομή. Οι σκληρές μνημονιακές δυνάμεις θα αποθρασυνθούν ακόμη περισσότερο για να εξαπολύσουν και άλλες ασύμμετρες προσβολές και διωγμούς εναντίον των λίγων συνδικαλιστών που είναι ακόμη «ζωντανοί».

Όμως μια φτωχοποιημένη, καθημαγμένη και παραιτημένη κοινωνία, με τον ανθό τής νιότης της στον δρόμο τής διαρκούς μετανάστευσης, δεν μπορεί να αποτρέψει την επερχόμενη απονομιμοποίηση της συλλογικής δράσης.

Η περιφρούρηση τής μνημονιακής μετάπτωσης και της μόνιμης ρήτρας τής ανταγωνιστικής υποτίμησης όλων των μεγεθών και των στοιχείων τής πατρίδας μας, καθώς και η «ρήτρα Βουλγαρίας» στους μισθούς (ν. 4046/2012 σελ. 713), που ακόμη δεν έχει καταργηθεί, θα είναι εφεξής το κύριο μέλημα των επικυρίαρχων δανειστών.

Και όσες Οργανώσεις (πολιτικές, κοινωνικές, συνδικαλιστικές) παραμένουν ακόμη όρθιες, θα διεξαγάγουν την αυτοποιητική επαναστατική τους …γυμναστική εντελώς συμβολικά και «για την τιμή των όπλων», αφού έπονται και περαιτέρω «τεχνικές» ρυθμίσεις τού απεργιακού δικαιώματος που δυστυχώς προβλέπεται ότι, στη «μεταμνημονιακή» Ελλάδα, γρήγορα θα αποτελέσει παρελθόν.

Επομένως, αν δεν συνειδητοποιήσουμε όλοι ότι έχουμε μπει στον δρόμο προς τη ραγδαία αποσυλλογικοποίηση του κοινωνικού βίου…, αν αποδεχθούμε την πατρίδα μας χωρίς συλλογική δράση («without union area»)…, τότε θα ζήσουμε έναν διαρκή ιστορικό αταβισμό προς την προδημοκρατική εποχή.

VΙ.Το σχέδιο Χατζηδάκη καταργεί τον συνδικαλιστικό νόμο 1264/1982. Θεσπίζει αλλαγή δόγματος. Οι πιο σημαντικές ανατροπές.

Το σχέδιο Χατζηδάκη, που θα πάρει σε λίγο τον δρόμο για τη Βουλή, με πρόσχημα τον εκσυγχρονισμό και την εισαγωγή-χρήση των ηλεκτρονικών μέσων λειτουργίας των Συνδικάτων, επιφέρει το τελειωτικό χτύπημα στις αδύναμες και χωρίς κοινωνικό κύρος συλλογικότητες. Το σχέδιο Χατζηδάκη βρήκε τα ελληνικά Συνδικάτα στη χειρότερη δυνατή θέση: Ηγεσίες χωρίς κύρος, υποταγμένες στα συγγενή μνημονιακά κόμματα, Συνδικάτα με τη μικρότερη στην ΕΕ συνδικαλιστική πυκνότητα, με απόλυτη αδυναμία ανανέωσης τής ηγεσίας και βεβαίως με το σύστημα των ΣΣΕ στο περιθώριο και παντελή αδυναμία διεκδίκησης τής επαναφοράς τους.

Η παρούσα λοιπόν κυβέρνηση, με το εργασιακό νομοσχέδιο Χατζηδάκη, με πρόσχημα τον εκσυγχρονισμό τού υφισταμένου συνδικαλιστικού νόμου 1264/1982 που θεωρήθηκε από τους πιο επιτυχημένους προοδευτικούς και νομοτεχνικά πλήρεις στην ΕΕ και με εφαλτήριο τον ακραία νεοφιλελεύθερο νόμο Τσακαλώτου-Αχτσιόγλου 4512/2018, παρεμβαίνει δομικά και ανατρέπει τις βασικές του διατάξεις κυρίως στις παρακάτω ενότητες:

1)Στην αναγόρευση της Ένωσης Προσώπων σε ισότιμη και πλήρη θεσμικά Συνδικαλιστική Οργάνωση.

Με το άρθρο 81 για πρώτη φορά η Ένωση Προσώπων αναβαθμίζεται θεσμικά και συμπεριλαμβάνεται μαζί με τα Πρωτοβάθμια Σωματεία και τα τοπικά παραρτήματά τους στις ολοκληρωμένες νομικά Συνδικαλιστικές Οργανώσεις. Οι Ενώσεις Προσώπων, ολιγομελέστερες και περισσότερο επιρρεπείς σε εργοδοτικές και πολιτικές-κυβερνητικές παρεμβάσεις και επιρροές, διαρρηγνύουν κατ’ουσίαν τον συνδικαλιστικό ιστό. Είναι οι «ΜΗΚΥΟ» τής εργατοϋπαλληλικής τάξης, που υπηρετούν την ατομικιστική θεώρηση τής κοινωνικής ζωής και διαρρηγνύουν τη συνείδηση τού «συν-ανήκειν».

2)Στην καταχώρηση απίθανων λεπτομερειών και προϋποθέσεων για την ίδρυση, δράση, λειτουργία των Συνδικαλιστικών Οργανώσεων καθώς και την επικαιροποίηση όλων των στοιχείων τους στο ΓΕ.ΜΗ.Σ.Ο.Ε. και στη συνδεδεμένη με αυτόν «Εργάνη». Η μη εγγραφή της Συνδικαλιστικής οργάνωσης στο ΓΕΜΗΣΟΕ καθώς και η μη πλήρης, έγκαιρη και προσήκουσα επικαιροποίηση των στοιχείων της, τής αποστερούν κατ’άρθρο 83 του σχεδίου κάθε δικαίωμα για δράση και λειτουργία (π.χ. ικανότητα για συλλογική διαπραγμάτευση και υπογραφή ΣΣΕ, κήρυξη απεργίας κ.ά.).

3)Στην τήρηση και σε ψηφιακή μορφή όλων των στοιχείων για τη λειτουργία και τη δραστηριότητα της Σ.Ο σύμφωνα με το άρθρο 83 του σχεδίου.

4)Στη σύγκληση της Γενικών Συνελεύσεων των Σ.Ο., σύμφωνα με το άρθρο 85 του σχεδίου που τροποποιεί ριζικά το άρθρο 8 του ν. 1264/1982. Η καινοτομία εδώ είναι -πέραν της αυστηροποίησης- των ποσοστών απαρτίας, η θέσπιση (πλην της φυσικής) και της εξ αποστάσεως «παρουσίας»!!

Η ψηφιακή συμμετοχή και η εξ αποστάσεως ψηφοφορία απονευρώνει το σώμα τής Γ.Σ., αποκλείει τη διαλεκτική των ερωταποκρίσεων, το ύφος, την πειστικότητα, την αγωνία τού λόγου, τη θερμή επαφή που ενοποιεί τις αντιλήψεις και διαμορφώνει κοινή συνείδηση.

Ειδικότερα για τη σύγκληση και λήψη απόφασης κήρυξης απεργίας απαιτείται σύμφωνα με το σχέδιο, «η φυσική ή εξ αποστάσεως ψήφος τουλάχιστον του 1/2 των οικονομικώς τακτοποιημένων μελών» (άρθρο 85 παρ. 2 του σχεδίου). Επίσης απαγορεύεται η συμμετοχή με οποιοδήποτε είδος εξουσιοδότησης (άρθρα 85 παρ. 2γ), κάτι που διευκόλυνε την εμπίστευση και την εμπιστοσύνη μεταξύ ομονοούντων μελών

Το σχέδιο απαγορεύει τη λήψη απόφασης για κήρυξη απεργίας χωρίς την παροχή πραγματικής δυνατότητας εξ αποστάσεως συμμετοχής στη Γ.Σ. και ψήφου σε όποιο μέλος το επιθυμεί (άρθρο 85 παρ. 3). Με το ίδιο άρθρο αυστηροποιείται όλη η διαδικασία λήψης απόφασης για οποιοδήποτε ζήτημα αφορά τη λειτουργία, δράση, απαρτία, ψηφοφορία, κήρυξη απεργίας…..

Είναι γεγονός ότι το πέρασμα από τον «άμεσο» συνδικαλισμό στον «εξ αποστάσεως» ή «ηλεκτρονικό συνδικαλισμό» θα δυσχεράνει την άσκηση τής συνδικαλιστικής δράσης και θα απομειώσει (ή και θα μηδενίσει) τη δυνατότητα λήψης απόφασης για απεργία.

5)Στον περιορισμό της προστασίας των συνδικαλιστικών στελεχών με τη ριζική τροποποίηση (ανατροπή) του άρθρου 14 του ν. 1264/1982.

Εφεξής επιτρέπεται η απόλυση συνδικαλιστικών στελεχών κατά τη διάρκεια της θητείας τους και ένα χρόνο μετά τη λήξη της, όταν συντρέχει σπουδαίος λόγος. Μειώνεται κατά δύο (2) μέλη ο αριθμός των προστατευμένων από απόλυση μελών της Διοίκησης των Σ.Ο. Επιτρέπεται η μετάθεση των συνδικαλιστικών στελεχών, όταν αυτές είναι απολύτως αναγκαίες(;) ή επιβάλλεται για λόγους προστασίας τής υγείας.

Σύμφωνα με το άρθρο 87 στου σχεδίου Χατζηδάκη, ο κύκλος των προστατευομένων συνδικαλιστικών στελεχών των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων οργανώσεων μειώνεται σημαντικά. Αλλά και η προστασία είναι μικρότερη αφού γίνεται ευχερέστερη η μετάθεση (παρ. 9), πολύ δε περισσότερο που καταργείται η Επιτροπή του άρθρου 15 του ν. 1264/1982. Σύμφωνα με αυτό, για να απολυθεί συνδικαλιστής, έπρεπε να γνωμοδοτήσει προηγουμένως, σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, αρμόδια Επιτροπή στην οποία προέδρευε δικαστής και μετείχαν εκπρόσωποι εργαζομένων και εργοδοτών.

6)Στα δικαιώματα των Σ.Ο. μέσα στον χώρο εργασίας, τα οποία περιορίζονται και αυστηροποιούνται (ιστότοπος Σωματείου στην επιχείρηση, εμπόδια στη διακίνηση ανακοινώσεων κ.λπ). Σύμφωνα με το άρθρο 88 του σχεδίου νόμου, η επικοινωνία και η διακίνηση των Σ.Ο. εντός του χώρου εργασίας αυστηροποιείται και αποδυναμώνεται. Προβλέπεται, αντί για ιστότοπος του Σωματείου στην επιχείρηση, ή, εναλλακτικά, ιστότοπος στο εσωτερικό ηλεκτρονικό δίκτυο της ίδιας της επιχείρησης.

7)Στη μείωση και αυστηροποίηση του θεσμικού πλαισίου των συνδικαλιστικών αδειών. Το άρθρο 89 του νομοσχεδίου τροποποιεί επί τα χείρω το άρθρο 17 του ν. 1264/1982 για τις συνδικαλιστικές άδειες. Για το στέλεχος που κάνει χρήση τής συνδικαλιστικής άδειας, προβλέπεται να ενημερώνει εγγράφως και από νωρίτερα τον εργοδότη με λεπτομέρειες όλης τής διαδικασίας.

8)Στην αυστηροποίηση της διαδικασίας κήρυξης απεργίας.

Η προειδοποίηση πρέπει να είναι έγγραφη, να επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή και να περιέχει λεπτομερώς τον χρόνο και τους λόγους που την θεμελιώνουν.

Για τη διεθνή απεργία αλληλεγγύης, το σχέδιο απαιτεί η απεργία να δικαιολογείται με την παρουσία άμεσων επιπτώσεων στα οικονομικά ή εργασιακά συμφέροντα των εργαζομένων υπέρ των οποίων κηρύσσεται (άρθρο 90 παρ. 1). Το νέο πλαίσιο της κήρυξης ολιγόωρων στάσεων, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 90 (παρ. 1 εδάφιο 2) ισοδυναμεί με κατάργηση του σχετικού δικαιώματος.

Σύμφωνα με το άρθρο 90 του σχεδίου, αυστηροποιείται το θεσμικό πλαίσιο της κήρυξης στάσεων εργασίας. Συγκεκριμένα αναφέρει: «Για την άσκηση του δικαιώματος της απεργίας, συμπεριλαμβανομένων των ολιγόωρων στάσεων εργασίας, απαιτείται προειδοποίηση του εργοδότη ή της συνδικαλιστικής του οργάνωσης 24 τουλάχιστον ώρες πριν από την πραγματοποίηση της. Η προειδοποίηση είναι έγγραφη, επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή στον εργοδότη ή τους εργοδότες που αφορά και περιλαμβάνει την ημέρα και ώρα έναρξης και λήξης της απεργίας, τη μορφή αυτής, τα αιτήματα της απεργίας και τους λόγους που τα θεμελιώνουν.».

9)Στη διεύρυνση του αριθμού των επιχειρήσεων, των οποίων η λειτουργία έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση των αναγκών τού κοινωνικού συνόλου.

Με το άρθρο 91 του νομοσχεδίου ανατρέπεται το άρθρο 19 του ν. 1264/1982 που προστάτευε μόνο τις δημόσιες ή κοινωφελείς επιχειρήσεις δημοσίου χαρακτήρα. Τώρα με την προοπτική τής παράδοσης όλων των υπολειπομένων σημαντικών δημοσίων ή κοινωνικών επιχειρήσεων στο ξένο ιδιωτικό ή κρατικό κεφάλαιο, κατά τις διατάξεις του γ’ γενικευμένου και ανακεφαλαιωτικού Μνημονίου, προστατεύονται κυρίως οι ιδιωτικές επιχειρήσεις κάθε είδους και δραστηριότητας.

Είναι χαρακτηριστικό το εύρος των δραστηριοτήτων όπως αναφέρεται στο άρθρο 91 του σχεδίου:

«Άρθρο 91 «Επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, η λειτουργία των οποίων έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου – Τροποποίηση περ. στ παρ. 2 άρθρου 19 ν. 1264/1982»: Η παρ. 2 του άρθρου 19 του ν. 1264/1982 τροποποιείται ως εξής:

«2. Επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, η λειτουργία των οποίων έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου χαρακτηρίζονται οι επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, οι οποίες ανήκουν σε έναν από τους ακόλουθους κλάδους:

α) Παροχής υγειονομικών υπηρεσιών από νοσηλευτικά εν γένει ιδρύματα. β) Διύλισης και διανομής ύδατος. γ) Παραγωγής και διανομής ηλεκτρικού ρεύματος ή καύσιμου αερίου. δ) Παραγωγής ή διύλισης ακάθαρτου πετρελαίου. ε) Μεταφοράς προσώπων και αγαθών από την ξηρά, τη θάλασσα και τον αέρα. στ) Τηλεπικοινωνιών και ταχυδρομείων. ζ) Αποχέτευσης και απαγωγής ακάθαρτων υδάτων και λυμάτων και αποκομιδής και εναποθέσεως απορριμμάτων. η) Φορτοεκφόρτωσης και αποθήκευσης εμπορευμάτων στα λιμάνια. θ) Τραπέζης της Ελλάδος, Πολιτικής Αεροπορίας και κάθε είδους υπηρεσίες ή τμήματα υπηρεσιών που απασχολούνται με την εκκαθάριση και πληρωμή των μισθών του προσωπικού τού κατά το άρθρο 51 του ν. 1892/1990 δημόσιου τομέα.».

10)Στην αυστηροποίηση της παρεμπόδισης εργασίας των ΜΗ απεργών!

Οι απεργοί, σύμφωνα με το άρθρο 92 του νομοσχεδίου, ευθύνονται έναντι των μη απεργών για την ανεμπόδιστη παροχή εκ μέρους τους τής εργασίας. Με το άρθρο 92 προβλέπεται η διακοπή τής απεργίας και καταλογισμός ευθυνών, επαναπροκήρυξη της απεργίας και απόδοση ευθύνης στους συνδικαλιστές!!

11)Στην υποχρεωτικότητα τής διεξαγωγής δημοσίου διαλόγου στις περισσότερες σχεδόν επιχειρήσεις πριν την κήρυξη απεργίας!

Ο μηχανισμός αυτός αναχαίτισης των απεργιακών αγώνων που ανατίθεται στον ΟΜΕΔ (άρθρο 93) αποβλέπει στην ανακοπή τής απεργίας όσο διαρκεί ο δημόσιος διάλογος. Έτσι με τις αργόσυρτες διαδικασίες αυτής της ρύθμιση χάνονται τα πρωτογενή στοιχεία του αιφνιδιασμού και της αμεσότητας αφού ο υποχρεωτικός δημόσιος διάλογος, όπως καταστρώνεται επί τω αυστηρότερον στο άρθρο 91 του σχεδίου, μπορεί να διαρκέσει αρκετό χρονικό διάστημα.

12)Στην αυστηροποίηση του θεσμικού πλαισίου για το προσωπικό ασφαλείας και κυρίως για την αναγκαστική εργασία τού 1/3 των εργαζομένων στα πλαίσια του διευρυνόμενου «προσωπικού ασφαλείας και της ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας».

Με το άρθρο 94 καταργείται το δικαίωμα της απεργίας στις πιο βασικές ιδιωτικές αλλά και σε όσες δημόσιες υπηρεσίες-επιχειρήσεις παραμένουν ακόμη στον δημόσιο τομέα, αφού το αναγκαίο προσωπικό ασφαλείας, με το 1/3 του προσωπικού εγγυημένης υπηρεσίας, μαζί με τους μη απεργούντες, είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει στην πλήρη κατάλυση του δικαιώματος για απεργία. Οι λεπτομέρειες και οι καταφρονητικές ρυθμίσεις κατά των απεργών και των Σ.Ο., όπως αναφέρονται στο άρθρο 94 του ν/σ, είναι απαράδεκτες από πολιτικής, κοινωνικής και νομικής άποψης και δεν θα έπρεπε να υπάρχουν σε επίσημα κείμενα τής Πολιτείας. Είναι δείγμα σταδιακής επικράτησης του νομικού ΥΠΟπολιτισμού.

VIΙ. Οικονομική ανάπτυξη χωρίς Συνδικάτα και απεργία. Το σχέδιο Χατζηδάκη θέτει ζήτημα Συντάγματος και Δημοκρατίας.

Η πρωτοφανής ρύθμιση των άρθρων 81-94 του νομοσχεδίου Χατζηδάκη για τα ζητήματα Συλλογικού Εργατικού Δικαίου, συνδικαλιστικής δράσης και απεργίας δεν έχει προηγούμενο στην Ευρώπη. Στοχεύει στην τιθάσευση των κοινωνικών αγώνων. Επισφραγίζει τη γενικευμένη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και την αδυναμία του Συνδικαλιστικού Κινήματος να αντισταθεί αποτελεσματικά:

-σε μια αγορά εργασίας με γενικευμένη ευελιξία και με πρωτοφανή σε όγκο, όλο και πιο απαξιωμένη και φθηνότερη μερική απασχόληση,

-στην όλο και φθηνότερη πλήρη απασχόληση,

-στις ποικιλώνυμες μορφές νεανικής «ειλωτείας»,

-στον «παγωμένο» για χρόνια κατώτατο μισθό,

-στην πλήρη απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων,

-στη θέσπιση της ανταπεργίας κ.ά.

Για όλα αυτά …χρειάζονται Συνδικάτα χωρίς το όπλο τού απεργιακού αγώνα, χωρίς αξιόλογη παρέμβαση, χωρίς κοινωνικό χώρο για δράση. Αυτός είναι και ο στόχος των δανειστών και των ηγεσιών του διακομματικού μνημονιακού τόξου.

Το πρωτόγνωρο σε σκληρότητα νομοσχέδιο Χατζηδάκη (μετά την προετοιμασία τού εδάφους από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ) για τον δραστικό περιορισμό τού δικαιώματος της απεργίας (που στις περισσότερες περιπτώσεις θα οδηγήσει στην κατάργησή του) βρίσκει το Σ/Κ απροετοίμαστο, την κοινωνία σε υποχώρηση, τις κοινωνικές μάζες στη χειρότερη δυνατή κατάσταση και φοβισμένες από την πανδημία. Σήμερα, το Σ/Κ, χωρίς μαζικότητα, χωρίς νομική στρατηγική, χωρίς γραμμή, χωρίς αξιοπιστία, κύρος, λόγο και δύναμη, παραδίνεται εύκολα στους παρηκμασμένους κομματικούς μηχανισμούς.

Και δυστυχώς ούτε οι προοδευτικές συλλογικότητες, ούτε οι ηγεσίες της Αριστεράς φαίνεται να έχουν συνειδητοποιήσει ακόμη τι ακριβώς θα συμβεί στη χώρα μας αν ψηφιστεί το σχέδιο Χατζηδάκη και τί κακό προξένησε η μνημονιακή διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, τί υποχρεώσεις, δεσμεύσεις και δουλείες έχει φορτώσει στον λαό, το Κίνημα και τις μελλοντικές γενιές!!

Ελπίζουμε το εργασιακό νομοσχέδιο να μην ψηφιστεί από την Ελληνική Βουλή (όπως πριν τρία χρόνια ο ν. 4512/2018) και να αποδειχθεί ότι το Κοινοβούλιο δεν έχει μετατραπεί πλήρως σε υπάκουο νομοθετικό σώμα των δανειστών, σε θεσμό-«εχθρό του λαού». Γιατί πρόκειται για ένα ακραίο νεοφιλελεύθερο μανιφέστο ιδεών, αρχών και θεσμών που φιλοδοξεί να μετατρέψει τη χώρα σε εθνική ΕΟΖ (Ελεύθερη Οικονομική Ζώνη), σε κρατίδιο πλήρως νεοφιλελεύθερου οικονομικού «ΕλΝτοράντο».

Τα άρθρα 81-94 του νομοσχεδίου με τίτλο «Ρυθμίσεις Συλλογικού Εργατικού Δικαίου» ουσιαστικά καταργούν τον ν. 1264/1982 ο οποίος, σε συγκεκριμένες πολιτικές, κοινωνικές και εργασιακές συνθήκες, ήταν τομή στα κοινωνικά πράγματα. Ενσάρκωσε τη νομιμοποίηση και συμφιλίωση των κοινωνικών δυνάμεων, αποτέλεσε ένα βαθύ εκσυγχρονιστικό και θεσμικό εγχείρημα του ελληνικού συνδικαλισμού και γενικώς του κόσμου τής εργασίας.

Υπό το πρίσμα, ως εκ τούτου, ενός εργασιακού, νομικού και συνταγματικού ορθολογισμού, μπορούμε να πούμε ότι η συγκεκριμένη ενότητα διατάξεων δεν στοχεύει προφανώς στον εκσυγχρονισμό τού παλαιότερου νόμου, που σε ορισμένα κεφάλαιά του ήταν αναγκαίος και επιβεβλημένος. Κεντρική στόχευση του σχεδίου είναι η περαιτέρω αποδυνάμωση και τιθάσευση του συνδικαλισμού, υπό τον φόβο μιας ενδεχόμενης αναγέννησής του. Αποβλέπει επίσης στη χειραγώγηση ενός μικρού εναπομείναντος τμήματός του που δεν επιδεικνύει την επιθυμούμενη συστημική πειθάρχηση. Εν κατακλείδι το εργασιακό μοντέλο της φτηνής εργασίας που προωθείται από το κυβερνητικό σχέδιο ανάκαμψης και το μνημονιακό πλαίσιο, θεωρεί αναγκαίο να μην υπάρχουν ή να μην δρουν ισχυρά και μαχητικά Συνδικάτα.

Με αυτό το πλαίσιο, ο συνδικαλισμός αποδυναμώνεται περαιτέρω, η συνδικαλιστική δράση από ζωντανή γίνεται εικονική και «εξ αποστάσεως», το δικαίωμα της απεργίας παρεμποδίζεται πολυτρόπως ώστε είτε να μην ασκείται είτε να εκδηλώνεται χωρίς αποτελέσματα.

Επομένως το κομβικό αυτό ζήτημα της μνημονιακής «κανονικότητας» δεν είναι πλέον το μέλλον τού συνδικαλισμού αλλά μετουσιώνεται σε ζήτημα κοινωνικής συμμετοχής, συνταγματικών θεσμών και εν τέλει Δημοκρατίας. Το βασικό ερώτημα που πρέπει να τίθεται είναι, αν θέλουμε να ζήσουμε σε μια Ελλάδα των δημοκρατικών θεσμών ή σε μια ετερόνομη χώρα τής μνημονιακής-εταιρικής διακυβέρνησης.-

Ανάλυση από τους:

Αλέξη Π. Μητρόπουλο (Καθηγητής Παν/μίου, Πρόεδρος ΕΝΥΠΕΚΚ)

Δημήτρη Π. Μητρόπουλο (Νομικός)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας