Η εφαρμογή των τεσσάρων αλλεπάλληλων μνημονίων στη διάρκεια της περιόδου 2010 – 17, αποτελεί μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα που έχει επιφέρει καταστρεπτικά πλήγματα στην αμοιβή της εργασίας, στο ύψος των συντάξεων, στην φορολόγηση των λαϊκών εισοδημάτων, στην εκποίηση του δημόσιου πλούτου, στην απασχόληση της μισθωτής εργασίας με την υπερμεγέθη ανεργία, στην αποψίλωση της κρατικής κοινωνικής πολιτικής. Οι πολιτικοί σχηματισμοί του μνημονιακού τόξου (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ) εκείνο για το οποίο κάνουν λόγο, ανεξάρτητα της ειλικρίνειας ή μη των διακηρύξεών τους, είναι η έξοδος από το καθεστώς των μνημονίων, δηλαδή ο ενδεχόμενος τερματισμός τους και η απαλλαγή από το καθεστώς της επιτροπείας. Αυτό στην καλύτερη των περιπτώσεων σημαίνει ότι μπορεί η ελληνική οικονομία να απαλλαγεί από την εφαρμογή νέων μνημονίων, να επιτευχθεί η «έξοδος» στις αγορές (συνέχιση του δημόσιου δανεισμού στο διηνεκές), ωστόσο όμως εξυπακούεται ότι για την εφαρμοζόμενη αστική πολιτική, τα τέσσερα μέχρι σήμερα ψηφισμένα και υλοποιούμενα μνημόνια θα συνεχίσουν να εφαρμόζονται χωρίς καμία αλλαγή, και να παράγουν τα ολέθρια αποτελέσματά τους σ’ όλο το επόμενο χρονικό διάστημα. Ένα μέλλον για την ελληνική κοινωνία εξαιρετικά ζοφερό, εφόσον ακόμη και αν απαλλαγεί από την ψήφιση καινούριων μνημονιακών νόμων, η συστηματική άτεγκτη εφαρμογή των ήδη ψηφισμένων τεσσάρων μνημονίων θα συνεχίζεται στο διηνεκές. Αυτός άλλωστε είναι ο απαράβατος όρος που θέτει η αστική τάξη για την συνέχιση και διατήρηση της κερδοφόρας αναπαραγωγής του επιχειρηματικού κεφαλαίου.
Οι κοινωνικοί πόροι θεραπείας του μνημονιακού ολέθρου
Στον αντίποδα αυτής της αντίληψης για την έξοδο από το μνημονιακό καθεστώς με διατήρηση των διατάξεων των μέχρι σήμερα ισχυόντων μνημονίων, βρίσκεται η οπτική της Αριστεράς η οποία επιζητεί την ολοσχερή κατάργηση των τεσσάρων ψηφισμένων και εφαρμοζομένων μνημονίων. Άλλωστε αυτό αποτελεί και το ειδοποιό χαρακτηριστικό της αριστερής πολιτικής, εδώ και μια ολόκληρη επταετία. Μια τέτοια επιδίωξη περιλαμβάνει μεταξύ πολλών άλλων την αποκατάσταση του κατώτατου μισθού και των αποδοχών των συλλογικών συμβάσεων, του επιδόματος ανεργίας καθώς και του επιπέδου των συντάξεων όπως διαμορφώνονταν μέχρι το 2010, την κατάργηση της άμεσης και έμμεσης υπερφορολόγησης της μισθωτής εργασίας, την κατάργηση εκτάκτων φορολογικών επιβαρύνσεων όπως ο ΕΝΦΙΑ κλπ., την αποκατάσταση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, την επαναφορά των αποκρατικοποιημένων κοινωφελών επιχειρήσεων στον δημόσιο και λαϊκό έλεγχο κλπ. Για να πάρουμε ένα και μόνον παράδειγμα, μεταξύ πολλών άλλων, αυτό της μνημονιακής μείωσης των εργατικών μισθών, διαπιστώνουμε ότι οι κατώτατες αποδοχές έχουν μειωθεί κατά 42% (από τα 789 ευρώ στα 454 ευρώ), και οι μεσαίες αποδοχές έχουν συρρικνωθεί κατά 28% (από τα 1.310 ευρώ στα 949 ευρώ). Κατάργηση των μνημονίων σημαίνει την αποκατάσταση των εργατικών μισθών στα προηγούμενά τους επίπεδα, αυτά που ίσχυαν πριν την απαρχή εφαρμογής των μνημονιακών μειώσεων. Οποιαδήποτε άλλη πολιτική απλά δεν μπορεί να έχει αριστερά χαρακτηριστικά.
Η προαγωγή αυτού του στόχου της ολοσχερούς κατάργησης των μνημονιακών νόμων σηματοδοτεί στη σημερινή συγκυρία μια επαναστατική τομή από πολλές απόψεις, εφόσον αυτό στερεί από την ελληνική αστική τάξη τους όρους της κερδοφόρας αναπαραγωγής της, και άρα προκαλεί έναν άνευ προηγουμένου κλονισμό του ελληνικού καπιταλισμού, καθώς και την ανάπτυξη της αντιπαλότητας προς τις ευρωπαϊκές δημοσιονομικές υπαγορεύσεις, προκαλώντας μιαν αντίστοιχη κρίση στους θεσμούς της καπιταλιστικής διεθνοποίησης. Οι στόχοι αυτοί δεν μπορούν να ικανοποιηθούν με την μόνη επίκληση της «ανάπτυξης» της ελληνικής (καπιταλιστικής) οικονομίας, που και αν ακόμη επιτευχθεί, τίποτα δεν προδικάζει ότι θα έχει χαρακτηριστικά κοινωνικής δικαιοσύνης. Άλλωστε οι όποιες επενδύσεις και η συνακόλουθη διασφάλιση μιας επαρκούς κεφαλαιακής κερδοφορίας απαιτούν απαρέγκλιτα την συνεχή εφαρμογή όλων των μνημονιακών ρυθμίσεων αποψίλωσης των εργατικών αποδοχών και δικαιωμάτων. Απαιτούνται μ’ άλλες λέξεις αλλαγές στις ίδιες τις λειτουργούσες αστικές σχέσεις παραγωγής, που είναι οι μόνες που μπορούν να οδηγήσουν στην υλοποίηση αυτών των επιδιώξεων.
Α) Για να επουλωθούν τα πλήγματα που έχουν προκαλέσει τα μνημόνια στις λαϊκές τάξεις χρειάζεται πρωταρχικά η διάθεση εξαιρετικά σημαντικών κοινωνικών πόρων. Οι μοναδικές τάξεις που έχουν επωφεληθεί από τις μνημονιακές ρυθμίσεις είναι η αστική τάξη και τα ανώτερα μικροαστικά στρώματα, εφόσον οι μειώσεις των μισθών, η κατάργηση των εργατικών ελευθεριών, η αποψίλωση των κοινωνικών δημόσιων υπηρεσιών κλπ. πραγματοποιήθηκαν ακριβώς για την στήριξη της ανάκαμψης του ελληνικού κεφαλαίου στο σύνολο των διαβαθμίσεών του. Συνεπώς μια πρώτη μορφή κοινωνικών πόρων για την αποκατάσταση μιας στοιχειώδους πολιτικής κοινωνικής δικαιοσύνης απαιτεί την μεταφορά εισοδημάτων από τα κυρίαρχα κοινωνικά στρώματα προς τις λαϊκές τάξεις με πολλαπλές μορφές : Επαναφορά μισθών και συντάξεων στα επίπεδα του 2010, ισχυρή χρηματοδότηση της κοινωνικής πολιτικής, ριζική μείωση της άμεσης και έμμεσης φορολογίας των κατώτερων εισοδημάτων κ.ά. Χωρίς μια τέτοια πρωταρχική αλλαγή των ταξικών συσχετισμών δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η ασκούμενη πολιτική έχει αριστερά ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά. Ο λαϊκός εργατικός κόσμος δεν μπορεί να περιμένει πρώτα να υπάρξει ανάπτυξη και δημιουργία νέου πλούτου και στη συνέχεια αναδιανομή εισοδήματος, γιατί η δημιουργία νέου πλούτου απαιτεί την ισχυρή λειτουργία των εκμεταλλευτικών οικονομικών διαδικασιών, που αναπαράγουν στα πλαίσια της καπιταλιστικής «ανάπτυξης» καινούριες μορφές κοινωνικής εξαθλίωσης.
Β) Μια δεύτερη διάσταση που μπορεί να συμβάλει στην αντιμετώπιση των μνημονιακών λαϊκών καταστροφών, είναι μια διαδικασία παραγωγικής ανάταξης με κοινωνικά χαρακτηριστικά που αφορά : Αφενός την ανάκτηση των κοινωφελών επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα που έχουν ιδιωτικοποιηθεί και την αναπτυξιακή τους λειτουργία με χαρακτηριστικά λαϊκού ελέγχου και δημόσιας ιδιοκτησίας, με ένα καινούριο καθεστώς δημοκρατικής λειτουργίας στη θέση της σημερινής κρατικής γραφειοκρατίας. – Αφετέρου την θέση σε παραγωγική δραστηριότητα νευραλγικών επιχειρήσεων που έχουν εκκαθαριστεί από την κρίση της κεφαλαιακής υπερσυσσώρευσης, με δραστικό εργατικό έλεγχο, επαναπρόσληψη του απολυμένου εργατοτεχνικού προσωπικού και διάθεση των προϊόντων τους πέραν των εμπορικών δικτύων των αλυσίδων πολυκαταστημάτων του ανταγωνισμού της αγοράς. Οι δύο αυτές κινήσεις είναι σε θέση να προσπορίσουν πρόσθετους πόρους με την διάθεση του παραγομένου υπερπροϊόντος στην άσκηση μιας εκτεταμένης κοινωνικής πολιτικής.
Γ) Τέλος η τρίτη πηγή προσπορισμού κοινωνικών πόρων προέρχεται προφανώς από την παύση πληρωμών και την ουσιαστική διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του δημόσιου χρέους, πόροι που μπορούν να διατεθούν σε ένα ευρύτατο πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων που έχουν τη δυνατότητα σημαντικής αύξησης των θέσεων εργασίας, και δημιουργίας πρόσθετου κοινωνικού εισοδήματος. Η οποιαδήποτε συνέχιση της αποπληρωμής των τοκοχρεολυσίων αφυδατώνει την ελληνική οικονομία, και σε κάθε περίπτωση χρειάζεται να επιβαρύνει αυτούς που συνήψαν τις αλλεπάλληλες δανειοδοτήσεις, δηλαδή την ελληνική αστική τάξη δια μέσου των υπηρετικών πολιτικών της κομμάτων. Διαφορετικά, ακόμη κι’ αν υπάρξουν ορισμένα μέτρα «ελάφρυνσης» του βάρους του δημόσιου χρέους, όπως αυτά που προσδοκά η σημερινή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ για το 2018, η όποια «αναπτυξιακή» διαδικασία κι’ αν καταγραφεί δεν μπορεί παρά να έχει εξαιρετικά καχεκτικά χαρακτηριστικά.
Η αναγκαία πολιτική συνθήκη της «δίκαιης» ανάπτυξης
Πρόκειται για μια πολιτική που για να έχει αυτή την αποτελεσματικότητα χρειάζεται να έχει επαναστατικά τελικά χαρακτηριστικά, τόσο στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας όσο και στο διεθνοποιημένο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Μια πολιτική που θέτει ευθέως σε αμφισβήτηση το ίδιο το σύστημα της αστικής ταξικής κυριαρχίας του ελληνικού καπιταλισμού και της ιερής συμμαχίας των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων. Μόνον τέτοιου είδους ριζοσπαστικές οικονομικές αλλαγές είναι σε θέση να εξασφαλίσουν την αντιμετώπιση του εκρηκτικού ζητήματος των κοινωνικών πόρων που απαιτούνται για την ολοσχερή επούλωση των μνημονιακών πληγμάτων στο σώμα του εργαζόμενου λαού. Απεναντίας οποιαδήποτε πολιτική επικαλείται την δρομολόγηση μιας αναπτυξιακής διαδικασίας της ελληνικής (κεφαλαιοκρατικής) οικονομίας, ως προϋπόθεση για την επαναθεμελίωση του κράτους πρόνοιας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, ουσιαστικά παραπέμπει το θεμελιώδες ζήτημα της άμεσης και ολοσχερούς κατάργησης των εφαρμοστικών νόμων των μνημονίων στις ελληνικές καλένδες.
Άλλωστε η επίκληση του γεγονότος της επιτυχούς εξόδου στις αγορές με την κάλυψη του πενταετούς ομολόγου με το κουπόνι να διαμορφώνεται στο 4,4% και την απόδοση να ανέρχεται στο 4,6%, ουδόλως σηματοδοτεί την απαρχή μιας «εμπιστοσύνης» των διεθνών κεφαλαίων για την έναρξη υλοποίησης επενδυτικών προγραμμάτων. Περισσότερο σημαίνει ότι η ελληνική κυβέρνηση, με την συνέπεια που έχει επιδείξει στην άσκηση της μνημονιακής πολιτικής (που διατηρεί σταθερά τα αποτελέσματα των τεσσάρων μνημονίων χωρίς καμία σοβαρή τροποποίηση), κατορθώνει και εξασφαλίζει μια σταθερή κερδοφορία για το διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, το οποίο αντιλαμβάνεται ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι πλέον ένα ασφαλές πεδίο εξαγωγής σίγουρης κερδοφορίας.
1)Συμπερασματικά η ειδοποιός διαφορά μεταξύ Αριστεράς και πολιτικών δυνάμεων του μνημονιακού νεοφιλελευθερισμού είναι ότι η πρώτη επιδιώκει την ολοσχερή κατάργηση των εφαρμοστικών νόμων και των τεσσάρων μνημονίων, ενώ οι δεύτερες επιζητούν στην καλύτερη των περιπτώσεων την έξοδο από το μνημονιακό καθεστώς «επιτροπείας», με την διατήρηση όμως όλων των μέχρι σήμερα μνημονιακών ρυθμίσεων που αφορούν στις μειώσεις των μισθών, στην αποψίλωση των συντάξεων, στην υπέρμετρη λαϊκή φορολόγηση κλπ.
2)Για να επιτευχθεί αυτός ο μείζον στόχος του ελληνικού αριστερού κινήματος, απαιτείται η ριζική αναδιανομή εισοδήματος προς όφελος των λαϊκών τάξεων και σε βάρος του κερδοφόρου επιχειρηματικού κεφαλαίου, η θέση σε παραγωγική λειτουργία με δημόσια κυριότητα και εργατικό έλεγχο των ιδιωτικοποιημένων και εκκαθαρισμένων παραγωγικών μονάδων, η απαλλαγή από το βάρος αποπληρωμής του μεγαλύτερου μέρους του δημόσιου χρέους που δημιούργησε η αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό και έχει μετακυλισθεί στους ώμους των εργαζομένων.
3)Αυτά σηματοδοτούν μια επαναστατική κοινωνική αλλαγή που έρχεται σε πλήρη αντιπαράθεση με την αστική ταξική κυριαρχία τόσο σε ελληνικό, όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εφόσον στις σύγχρονες συνθήκες λειτουργεί η καπιταλιστική διεθνοποίηση και η «ολοκλήρωση» των εθνικών καπιταλισμών στο ενιαίο ευρωπαϊκό οικονομικό και νομισματικό «οικοδόμημα». Αυτή η πραγματικότητα είναι που υπαγορεύει κατάλληλες στρατηγικές και τακτικές, πρόσφορες ταξικές συμμαχίες, αντικαπιταλιστικούς προσανατολισμούς και ευρωπαϊκές διεθνιστικές εργατικές συμπαρατάξεις.
4)Αντιλήψεις και πολιτικές που θεωρούν ότι με την έξοδο από το μνημονιακό καθεστώς είναι δυνατή η δρομολόγηση μιας αναπτυξιακής «άνοιξης» και μάλιστα με χαρακτηριστικά κοινωνικής δικαιοσύνης είναι ανυπόστατες, εφόσον η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, εντός των πλαισίων των ισχυουσών αστικών παραγωγικών σχέσεων, άρα η διασφάλιση επαρκούς καπιταλιστικής κερδοφορίας, απαιτεί την άτεγκτη συνέχιση της εφαρμογής των μνημονιακών νόμων που έχουν καταστήσει την εργατική δύναμη πειθήνια, ελαστική και φθηνή, στερημένη δικαιωμάτων και ταξικών συσχετισμών λόγω της υψηλής ανεργίας.
5)Από την σκοπιά των αστικών δυνάμεων η ανάπτυξη δεν μπορεί να προαχθεί παρά με την μονιμοποίηση του ισχύοντος μνημονιακού καθεστώτος, ακόμη και αν δεν ψηφισθούν νέα μνημόνια, και άρα δεν μπορεί να συνοδεύεται από πολιτικές φαντασιώσεις μιας «δίκαιης» ανάπτυξης που ευαγγελίζεται η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ για το μετά τον Αύγουστο 2018 διάστημα. Απεναντίας η αριστερή επιμονή στην ριζική εξαφάνιση των ισχυουσών μνημονιακών ρυθμίσεων και η αντιμετώπιση των καταστροφών της τελευταίας επταετίας κλονίζουν τους όρους κερδοφόρας αναπαραγωγής του κεφαλαίου, και θέτουν εκ των πραγμάτων, αντικειμενικά και υποχρεωτικά ζήτημα ριζοσπαστικών αλλαγών στις ίδιες τις λειτουργούσες σχέσεις παραγωγής.
6)Αυτό δεν μπορεί παρά να φέρνει στην επιφάνεια την επαναστατική διαδικασία της κοινωνικοποίησης σε πολλαπλά επίπεδα, και τουλάχιστον σε τρείς μορφές : Κοινωνικοποίηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας και συνεπώς εκτενείς μορφές εργατικής εξουσίας στους βασικούς παραγωγικούς τομείς. – Κοινωνικοποίηση της επιχειρηματικής και κρατικής διαχείρισης με υποκείμενο άσκησης της κοινωνικής εξουσίας τον ίδιο τον μισθωτό εργαζόμενο κόσμο. – Κοινωνικοποίηση της τεχνικής, επιστημονικής, οικονομικής γνώσης προκειμένου να καταστεί δυνατή η λαϊκή διαχείριση – αυτοδιεύθυνση των παραγωγών, και να μην αλλοτριωθούν από νέες μορφές τεχνοκρατικής μικροαστικής εξουσίας.
7)Μ’ άλλα λόγια η κατάργηση των τεσσάρων μνημονίων και η θεραπεία των ολέθριων συνεπειών τους απαιτούν ως ελάχιστη πλέον προϋπόθεση και αναγκαία συνθήκη την προβολή στο προσκήνιο της πολιτικής επικαιρότητας του σοσιαλισμού στο σημερινό ιστορικό παρόν, μέσα από ριζοσπαστικές μεταβατικές τομές και αλλαγές. Η επίκληση της σοσιαλιστικής επικαιρότητας είναι η ελάχιστη προϋπόθεση (και ουδόλως η μέγιστη) για την έμπρακτη και υλική αντιμετώπιση των ζωτικών λαϊκών κοινωνικών αναγκών που έχουν πληγεί από την εφαρμογή των μνημονιακών νόμων και ρυθμίσεων.